Το... δελτίο καλών ειδήσεων του φετινού καλοκαιριού για τον ελληνικό τουρισμό περιλαμβάνει μερικά «ονειρικά ρεκόρ»: αναθεωρήθηκε προς τα πάνω ο στόχος αφίξεων στα 17,5 εκατ. επισκέπτες, οι τουριστικές εισπράξεις εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τελικά τα 11 δισ. ευρώ, ενώ καθένας από τους ξένους που επέλεξαν να λιαστούν φέτος στις ελληνικές παραλίες ξόδεψε κατά μέσο όρο 4,9% περισσότερα σε σχέση με πέρυσι.
Στα αυξημένα έσοδα από τον τουρισμό βάσισε το οικονομικό επιτελείο τις προσδοκίες του να εισρεύσει και να κυκλοφορήσει φρέσκο χρήμα στην αγορά, προκειμένου να τονωθεί η κατανάλωση και να «ποτιστούν» με εισπράξεις τα σχεδόν άδεια ταμεία των περισσότερων μικρών επιχειρήσεων.
Ο πρώτος στόχος επιτεύχθηκε: εισέρρευσε φρέσκο χρήμα, και μάλιστα περισσότερο από πέρυσι. Το ερώτημα είναι αν και σε ποιον βαθμό αυτό διοχετεύθηκε σε όλο το δίκτυο της οικονομίας ώστε να... υδροδοτηθούν όλοι οι... διψασμένοι.
Η συζήτηση για το πώς επιτεύχθηκαν τα φετινά ρεκόρ του ελληνικού τουρισμού έχει, ήδη, ξεκινήσει στις τάξεις των κορυφαίων παραγόντων του χώρου, εν όψει του σχεδιασμού των κινήσεων της επόμενης χρονιάς.
«Πρέπει να παραδεχθούμε πως δεν το σχεδιάσαμε και δεν το προκαλέσαμε εμείς αυτό το αποτέλεσμα. Προήλθε από την οικονομική και την πολιτική σταθερότητα της χώρας αυτήν την περίοδο, σε μια χρονική στιγμή όπου υπήρχαν αρνητικές εξελίξεις σε ανταγωνίστριες χώρες της περιοχής», αναφέρει χαρακτηριστικά μιλώντας στο Euro2day.gr ο κ. Αλέξανδρος Αγγελόπουλος, μέλος του Δ.Σ. του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και γ.γ. της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών (ΕΕΝΕ).
Το ρεκόρ, ωστόσο, φαίνεται πως ήταν θέμα τιμής! Ο κ. Αγγελόπουλος εξηγεί πως «η τιμή έκανε τη διαφορά. Η Ελλάδα έγινε η δεύτερη πιο φθηνή χώρα μετά την Αίγυπτο, σε ολόκληρη τη Λεκάνη της Μεσογείου». Η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή είναι έως και 40% φθηνότερος τουριστικός προορισμός από την Τουρκία, ενώ ακόμα και η μέχρι πρόσφατα θεωρούμενη «φθηνή» Μάλτα εκτιμάται πως φέτος κατέγραψε απώλειες από τουρίστες που προτίμησαν την ακόμα φθηνότερη Ελλάδα. Ωστόσο, ο κ. Αγγελόπουλος ταυτόχρονα επισημαίνει πως «δεν καταφέραμε να διασκεδάσουμε την εντύπωση που εξακολουθεί να υπάρχει διεθνώς ότι η Ελλάδα παραμένει ακριβή χώρα».
Για το πόσο διοχετεύθηκαν στο σύνολο της οικονομίας οι πρόσθετες τουριστικές εισπράξεις του φετινού καλοκαιριού θα πρέπει να συνεκτιμήσει κανείς τα επίπεδα απασχόλησης, την κατά κεφαλήν δαπάνη, ακόμα και την αύξηση της επισκεψιμότητας στα μουσεία και στους αρχαιολογικούς χώρους.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του προγράμματος «επιταγή εργασίας» του υπουργείου Εργασίας, το οποίο προέβλεπε να απασχοληθούν φέτος 10.000 νέοι εργαζόμενοι με ειδικούς όρους και για συγκεκριμένο διάστημα.
Στην αιχμή της τουριστικής περιόδου στα μέσα Ιουλίου, κι ενώ τα ρεκόρ έσπαγαν το ένα μετά το άλλο, και σε κάποιες περιοχές όπως η Ρόδος και η Κρήτη καταγραφόταν κοσμοπλημμύρα, οι νέοι που είχαν ενταχθεί στο πρόγραμμα δεν ξεπερνούσαν τους 300.
Ταυτόχρονα, από την κυβέρνηση εξαγγέλλονταν αυστηρές ποινές για τις επιχειρήσεις που απασχολούν ανασφάλιστους εργαζόμενους. Το μέτρο, όμως, θα ισχύσει από την 1η Σεπτεμβρίου. Όταν θα έχει αποχωρήσει το κύριο κύμα των ξένων επισκεπτών και οι τουριστικές και άλλες επιχειρήσεις στους δημοφιλείς προορισμούς δεν θα έχουν πλέον ανάγκη έξτρα φθηνό προσωπικό.
Η αύξηση της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης των ξένων επισκεπτών επιδέχεται πολλές αναγνώσεις. Κι αυτό γιατί οι ξένοι επισκέπτες αυξήθηκαν 12,3%, ενώ η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη μόλις 4,9%. Ενώ, δηλαδή, οι φετινοί φιλοξενούμενοί μας εμφανίζονται να έχουν ξοδέψει περισσότερα από πέρυσι, στην πραγματικότητα μείωσαν αναλογικά τις δαπάνες τους.
Εν αναμονή των στοιχείων επισκεψιμότητας και εισπράξεων των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων, αξίζει να αναφέρουμε τα στοιχεία από το πρώτο, «νεκρό» τουριστικά, τρίμηνο του έτους.
Όπως προκύπτει, λοιπόν, από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, τους τρεις πρώτους μήνες της χρονιάς στο σύνολο των μουσείων της χώρας κόπηκαν 498.832 εισιτήρια από τα οποία 187.464 στο νέο μουσείο της Ακρόπολης. Οι συνολικές εισπράξεις ανήλθαν σε 830.914 ευρώ, τα μισά από τα οποία (346.397 ευρώ) αφορούσαν την Ακρόπολη. Προφανώς τα στοιχεία θα είναι σημαντικά αυξημένα τους επόμενους μήνες χάρη στους επιβάτες των κρουαζιερόπλοιων, αλλά είναι ενδεικτικά για το πόσο αξιοποιεί η χώρα βασικούς πόρους πολιτισμού που διαθέτει σε αφθονία.
Ακόμα και η πολυδιαφημισμένη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση από το 23% στο 13%, στην πλειονότητα των περιπτώσεων φαίνεται πως απορροφήθηκε ε ολοκλήρου από τις επιχειρήσεις και δεν έφτασε ποτέ στον καταναλωτή. Επιπλέον επωφελήθηκαν κυρίως οι μεγάλες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που αύξησαν ακόμα περισσότερο την πελατεία τους μέσω των πακέτων (all inclusive).
Έτσι, στις γνωστότερες τουριστικές περιοχές καταγραφόταν κοσμοπλημμύρα, αλλά τα καταστήματα εκτός ξενοδοχείων είχαν ελάχιστο κόσμο.
Βρόχος τα δάνεια
«Το θέμα είναι πως αυτή η κατάσταση δεν είναι βιώσιμη για τις επιχειρήσεις» επισημαίνει ο κ. Αγγελόπουλος. «Οι οφειλές στις τράπεζες παραμένουν περί τα 7,5 δισ. ευρώ. Το νέο στοιχείο, όμως, είναι πως αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός των δανείων που δεν εξυπηρετούνται» Ο ίδιος εξηγεί ότι συνολικά στον χώρο των επιχειρήσεων που σχετίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τον τουρισμό παράγεται τζίρος 35 περίπου δισ. ευρώ, αλλά δεν αναμένεται αυτό να δώσει περισσότερες ανάσες. «Αντίθετα θα αρκέσουν για να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους για έξι έως οκτώ μήνες. Τι θα γίνει, όμως, όταν σταματήσει η ροή χρημάτων από το εξωτερικό, μετά το τέλος της τουριστικής περιόδου;», αναρωτιέται.
Στοιχεία της GBR εξηγούν σε έναν βαθμό για ποιο λόγο η (μεγαλύτερη) φετινή τουριστική πίτα μοιράζεται σε λιγότερα πιο μεγάλα κομμάτια. Σύμφωνα με αυτά, την περίοδο 2009-2012 λειτούργησαν τουλάχιστον 18 μεγάλα ξενοδοχεία πέντε αστέρων με περισσότερα από 2.500 δωμάτια σε παραθεριστικές περιοχές.
Αναπόφευκτα, οι νέες μονάδες πλεονεκτούν έναντι των παλαιότερων, μικρότερων και γερασμένων, με αποτέλεσμα να προσελκύουν το μεγαλύτερο μέρος της καλής ξένης πελατείας. Κάπως έτσι υπολογίζεται ότι περί τα 8.000 ξενοδοχεία σε σύνολο 10.000 βρίσκονται ήδη στο «κόκκινο» και απειλούνται με λουκέτο.
Αυτός είναι και ο λόγος που κυοφορούνται ντιλ με ξενοδοχεία που είτε θα αλλάξουν ιδιοκτήτη, είτε θα παραχωρηθεί η διαχείρισή τους σε ξένες αλυσίδες.