Γύρω στα δέκα χρόνια θα απαιτηθούν μέχρις ότου τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των κυπριακών τραπεζών επιστρέψουν σε κανονικά επίπεδα, εκτιμούν παράγοντες της τοπικής αγοράς, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη δυσκολία του εγχειρήματος.
Προς την ίδια μάλιστα κατεύθυνση κινούνται και οι εκτιμήσεις του υπουργού Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη, ο οποίος μιλώντας σε 4ο συνέδριο International Funds Summit, τόνισε πως η πλήρης εξυγίανση των ισολογισμών των κυπριακών τραπεζών μπορεί να γίνει μόνο σταδιακά.
Οι μετριοπαθείς αυτές προσδοκίες για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος εκφράζονται κόντρα σε μια σειρά ευνοϊκών συνθηκών και προοπτικών που χαρακτηρίζουν την κυπριακή οικονομία και αντανακλούν στην πτωτική πορεία που έχουν σημειώσει φέτος οι μετοχές της Τράπεζας Κύπρου στα χρηματιστήρια του Λονδίνου και της Λευκωσίας.
Για παράδειγμα, χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο ότι η τοπική οικονομία έχει ήδη ανακτήσει το μεγαλύτερο τμήμα του χαμένου της ΑΕΠ της κρίσης (-10,5% κατά την περίοδο 2009-2014) και μάλιστα αναμένεται να υπερκαλύψει τις απώλειες μέσα στην επόμενη τριετία, κατά τη διάρκεια της οποίας προβλέπεται μέση ετήσια ανάπτυξη της τάξεως του 3%. Και είναι προφανές, πως η αύξηση του ΑΕΠ και του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών θα διευκολύνει μέρος των δανειοληπτών να ανταποκριθεί ως ένα βαθμό στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του προς τις τράπεζες.
Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι η χώρα καταγράφει σημαντικά δημοσιονομικά πλεονάσματα (συνολικά μετά την αφαίρεση των τόκων και όχι μόνο πρωτογενή) οδηγεί σε έναν ανεκτό δείκτη δημοσίου χρέους, ο οποίος στα τέλη του 2020 αναμένεται να υποχωρήσει γύρω στο 90% του ΑΕΠ. Άρα, ο ευρύτατος «δημοσιονομικός χώρος» επιτρέπει στο κυπριακό δημόσιο να σηκώσει το ίδιο στις πλάτες του ένα σημαντικό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων, πράγμα άλλωστε που ήδη δρομολογεί μέσα από τις παρεμβάσεις του στην Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα και μέσα από το δρομολογούμενο προς ψήφιση πρόγραμμα «ΕΣΤΙΑ» (κούρεμα με κρατική στήριξη, χιλιάδων στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας σε δανειολήπτες με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα).
Ένα ακόμη στήριγμα για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων αποτελεί η σταδιακή αναθέρμανση που παρατηρείται στην τοπική αγορά ακινήτων. Τα ευχάριστα νέα έρχονται τόσο από τον όγκο των νέων οικοδομικών αδειών που παρουσιάζεται ανοδικός, όσο και από το μέτωπο των τιμών που φαίνεται σταδιακά να ανακάμπτουν.
Παράγοντες της κυπριακής αγοράς αναφέρονται σε άνοδο της ζήτησης για ακίνητα κυρίως από το εξωτερικό, τάση που αν συνεχιστεί θα δώσει ενδεχομένως τη δυνατότητα και στις τράπεζες να ρευστοποιήσουν τμήμα των ακινήτων που ήδη διαθέτουν στα χαρτοφυλάκιά τους.
Tέλος, προς όφελος των κυπριακών τραπεζών αναμένεται να λειτουργήσει το νέο θεσμικό πλαίσιο για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που θεωρείται αυστηρότερο από το προηγούμενο, το οποίο άλλωστε είχε συγκεντρώσει και τη δυσαρέσκεια της τρόικας και του SSM.