Μετά και τις πρόσφατες δηλώσεις Ερντογάν είναι πλέον σαφές ότι μπαίνουμε στην τελική ευθεία για την έναρξη συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, υπό την αιγίδα Γερμανών και λοιπών ξένων δυνάμεων, με επίκεντρο όμως τώρα την Ευρωπαϊκή Ενωση και όχι όπως γινόταν ως τώρα, τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ισως το πιο λεπτό σημείο της υπόθεσης αφορά το εύρος αυτού του διαλόγου, μια και θεωρείται εξαιρετικά πιθανό ότι η Τουρκία θα θελήσει να εντάξει διάφορα θέματα (ασχέτως αν πρακτικά οι διεκδικήσεις της θα αφορούν κυρίως το θέμα ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας), ενώ η Ελλάδα -και ορθώς- επιμένει ότι το μοναδικό θέμα προς συζήτηση είναι ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα.
Δεδομένου ότι το πέρασμα του χρόνου οδηγεί σε σταδιακή απαξίωση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων, στο πλαίσιο μιας απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, που αποτελεί πλέον παγκόσμια τάση, στην πράξη είναι προς το συμφέρον όλων των πλευρών να επικεντρωθούν εκεί, σημείο στο οποίο πρέπει να επιμείνει η Ελλάδα και να διασφαλίσει την υποστήριξη της ΕΕ.
Εντούτοις, το πιθανότερο σε κάθε περίπτωση είναι ότι ένας διάλογος για ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα θα καταλήξει σε ένα συνυποσχετικό παραπομπής του θέματος στο Δικαστήριο της Χάγης. Αυτό, καθώς ούτε η ελληνική ούτε η τουρκική πλευρά είναι πιθανό να «αντέξει» πολιτικά μια λύση που δεν διασφαλίζει ολοκληρωτικά τις θέσεις της, χωρίς μια «σφραγίδα» διαιτησίας από κάποιο ανεξάρτητο και αναγνωρισμένο διαιτητικό όργανο, όπως είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Όλα αυτά βεβαίως, στο καλό σενάριο, διότι υπάρχουν και άλλα σενάρια, εξαρτώμενα από τον απρόβλεπτο και επικίνδυνο Ερντογάν.
Για τον λόγο αυτό αλλά και εξαιτίας της ύπαρξης τουρκικών διεκδικήσεων σε πληθώρα άλλων σοβαρών θεμάτων (που δεν θα θεραπευτούν δια παντός, ακόμη κι αν τα βρούμε στο θέμα ΑΟΖ), ορθώς πράττει η κυβέρνηση και σπεύδει να ενισχύσει τους εξοπλισμούς της, μετά από σημαντικό διάστημα αδράνειας, εξαιτίας της κρίσης.
Εντούτοις, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι πέραν των παραδοσιακών συστημάτων, οι αγορές των οποίων προωθούνται, θα πρέπει να δοθεί μεγάλη έμφαση στα μη-παραδοσιακά και ιδίως στον λεγόμενο κυβερνοπόλεμο, που περιλαμβάνει α) την άμυνα των εγχώριων ψηφιακών δομών, β) την επίθεση στις ψηφιακές δομές του αντιπάλου, γ) την εκμετάλλευση και πολιτικών ψηφιακών δομών όπως τα social media.
Πρόκειται για μια μορφή «πολέμου» που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καιρό ειρήνης (στο πλαίσιο ασύμμετρων απειλών και υβριδικών επιχειρήσεων), καθώς και για καθαρά κατασκοπευτικούς σκοπούς, ακόμη και για την ανάμειξη π.χ. σε εκλογικές διαδικασίες, όπως συνέβη πρόσφατα στις ΗΠΑ, με εκστρατείες παραπληροφόρησης και «επιρροής», κυρίως μέσω των social media, στις προεδρικές εκλογές, εκ μέρους της Ρωσίας.
Όπως καλά γνωρίζει όποιος ασχολείται με το ελληνικό internet, τέτοιου είδους εκστρατείες παραπληροφόρησης και «επιρροής» αποτελούν μάλλον... ψωμοτύρι στην εσωτερική πολιτική σκηνή, με στρατιές από «τρολ» και πλαστά προφίλ.
Εντούτοις η άμυνα σε περίπτωση χρήσης από εξωτερικό εχθρό αλλά και η πραγματοποίηση επιθετικών επιχειρήσεων δεν φαίνεται να έχει οργανωθεί. Από πλευράς Τουρκίας, με βάση τον τρόπο που ενεργεί, ο κυβερνοπόλεμος αποτελεί ιδανικό συμπλήρωμα του οπλοστασίου της, ενώ ενδεχομένως κάποιες επιπτώσεις ένιωσε η χώρα μας στις αρχές του έτους, όταν τουρκική οργάνωση χάκερ (συνδεδεμένη με το καθεστώς) ανέλαβε την ευθύνη για τις επιθέσεις ενάντια σε ελληνικές κυβερνητικές ιστοσελίδες.
Πόσο πιεστική για παράδειγμα θα ήταν μια ενδεχόμενη επίθεση σε ελληνικές τηλεπικοινωνιακές δομές, μέσω κυβερνοπολέμου, ή μια αντίστοιχη σε κέντρα ελέγχου της ηλεκτρικής ενέργειας, από την πλευρά της Τουρκίας, μια επίθεση η οποία μάλιστα δεν αφήνει εύκολα «ορατά» ίχνη, που να αποδίδουν την ευθύνη στον επιτιθέμενο;
Προφανώς μια επίθεση αυτού του είδους θα είχε πολύ σημαντικές επιπτώσεις, πλήττοντας μεταξύ άλλων την οικονομική δραστηριότητα. Αλλά και σε νέα επεισόδια στον Έβρο, όπως επίσης και στην «οπλοποίηση» των μεταναστευτικών ροών ευρύτερα, η χρήση κυβερνοπολέμου μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Για τους λόγους αυτούς η χώρα μας πρέπει να είναι προετοιμασμένη.
Ομοίως και για παραπλήσιους λόγους, η ανάπτυξη αντίστοιχων «επιθετικών» πρωτοβουλιών εκ μέρους της χώρας μας θα μπορούσε να στερήσει από την Τουρκία την ανέξοδη αυξομείωση της έντασης στην οποία επιδίδεται ως σήμερα, γνωρίζοντας ότι η ανάμειξη παραδοσιακών οπλικών συστημάτων αποτελεί δίκοπο μαχαίρι.
Χωρίς φανφάρες, η Ελλάδα πρέπει να φροντίσει τη θωράκισή της και σε αυτό τον τομέα. Κι εδώ η στενή σχέση που έχει αναπτυχθεί με το Ισραήλ θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο, καθώς η συγκεκριμένη χώρα θεωρείται από τις πρωτοπόρους τόσο στο cybersecurity όσο και στο cyberwarfare.