H φράση αυτή του Μάριο Ντράγκι, «θα κάνουμε οτιδήποτε χρειαστεί» τον Ιούλιο του 2012, αποτέλεσε σημείο καμπής στην ευρωπαϊκή κρίση, γι' αυτό και οι περισσότεροι τη θυμούνται ακόμη. Αυτή την περίοδο, όμως, τα πράγματα δείχνουν -και είναι- πολύ πιο σοβαρά, όχι απλώς για τις αγορές και τις οικονομίες αλλά και για τις κοινωνίες της Ευρώπης και του κόσμου ολόκληρου.
Μια επιδημία που συνδυάζει υψηλά ποσοστά μετάδοσης ακόμη και από σχεδόν ασυμπτωματικούς φορείς, με χαμηλά ποσοστά θνησιμότητας και συμπτώματα που μοιάζουν πολύ με της γρίπης και του κρυολογήματος, είναι εξαιρετικά ύπουλος και επικίνδυνος εχθρός.
Όχι μόνο διότι μπορεί να μολύνει υπόγεια πολύ μεγάλα ποσοστά του πληθυσμού, αλλά και διότι μπορεί να προκαλέσει κατάρρευση των δομών υγείας, γεγονός που με τη σειρά του θα απογειώσει το ποσοστό θνησιμότητας, λόγω αδυναμίας στην παροχή ορθής περίθαλψης. Αυτός θεωρείται άλλωστε ως ένας από τους βασικούς λόγους (μαζί με το υψηλό ποσοστό γήρανσης του πληθυσμού και κάποιες άλλες τοπικές ιδιομορφίες) για το πολύ υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας που παρουσιάζει η Ιταλία, σε σχέση με τις περισσότερες άλλες χώρες.
Ακόμη δε πιο επικίνδυνη είναι αυτή η επιδημία, ακριβώς διότι ένα ποσοστό των πολιτών μένει στο χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας και συμπεριφέρεται ανώριμα, παραβαίνοντας τα μέτρα προστασίας, εις βάρος του κοινωνικού συνόλου και των ευπαθών ομάδων, που διατρέχουν τον μεγάλο κίνδυνο.
Δεν έχουν, φαίνεται, καταλάβει όλοι τι σημαίνει να προσβληθεί από μια ασθένεια με ποσοστό θνησιμότητας έστω και 0.5%, το 60% του πληθυσμού. Δηλαδή ότι σε έναν πληθυσμό 20 εκατ. ανθρώπων, θα θρηνήσουμε 60.000 θανάτους, με πολλαπλάσιο αριθμό αναγκών εισαγωγής στα νοσοκομεία!
Εξίσου μεγάλες, όμως, είναι και οι πιθανές επιπτώσεις στον οικονομικό τομέα. Η διεθνής οικονομία στηρίζεται σε ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο ζωής από αυτό που καλούμαστε να εφαρμόσουμε αυτό το διάστημα, με πρωτοφανείς επιπτώσεις στις μεταφορές, στον τουρισμό, στην κατανάλωση, ακόμη και στη λεγόμενη «εφοδιαστική αλυσίδα».
Εάν η επιδημία ελεγχθεί σε ένα βαθμό κι αν βρεθεί γρήγορα η δραστική ουσία που αντιμετωπίζει αυτό το νέο ιό, ώστε να κυκλοφορήσει εμβόλιο, τότε θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το καλό σενάριο, ήτοι μιας παροδικής καταβαράθρωσης σε αυτούς τους τομείς, που θα θυμόμαστε μεν για καιρό, χωρίς όμως να αφήσει μόνιμο αποτύπωμα. Αν η εξεύρεση λύσης καθυστερήσει, αν η επιδημία λάβει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις, επί μήνες, τα αποτελέσματα θα είναι πρωτοφανή στην παγκόσμια οικονομία και βεβαίως σε όλες σχεδόν τις εθνικές οικονομίες.
Η συμπεριφορά των μετοχικών αγορών μετά τις 20 Φεβρουαρίου, όσο εντυπωσιακά κι αν είναι τα ποσοστά πτώσης σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αποτελεί απλώς την κορυφή του παγόβουνου.
Κάτω από την επιφάνεια, βρίσκονται οι αγορές των ομολόγων, εταιρικών και κρατικών, οι αγορές repo, και ολόκληρο το αποκαλούμενο «σκιώδες τραπεζικό σύστημα» (Hedge Funds, Credit Funds, ειδικά «οχήματα» πιστώσεων, Private Equity και Money market funds κ.λπ.), αγορές που δεν πρόκειται να αντέξουν για πολύ τις επερχόμενες υπό τα σημερινά δεδομένα χρεοκοπίες εταιρειών με υψηλό δανεισμό, ενώ ήδη, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, έχουν υπάρξει «ρωγμές» στην εύρυθμη λειτουργία και ρευστότητά τους, που έσπευσε να καλύψει προσφάτως η FED.
To μεγαλύτερο πρόβλημα των αγορών είναι αυτή την περίοδο η έλλειψη ορατότητας. Υποτίμησαν τη σημασία της επιδημίας κι εκείνη εξελίχθηκε σε πανδημία, που όλα δείχνουν ότι βρίσκεται στα πρώτα της στάδια. Κανείς δεν μπορεί αυτές τις μέρες να εκτιμήσει τη διάρκειά της, ούτε τα ευρύτερα αποτελέσματα που θα προκαλέσει.
Και ο φόβος κυριαρχεί, παραμερίζοντας αποτιμήσεις, επενδύσεις, προγράμματα και προσδοκίες.
Γι' αυτό και η φράση «Whatever it takes» αποκτά σήμερα κυριολεκτική σημασία. Είτε πρόκειται για τις απολαβές εργαζομένων που μένουν στο σπίτι, είτε για μικρομεσαίες επιχειρήσεις που μένουν κλειστές, είτε για βιομηχανίες και αεροπορικές εταιρίες, είτε για την παροχή ρευστότητας στο χρηματοοικονομικό σύστημα και την επέκταση των δημόσιων οικονομικών.
Αν τα πράγματα χειροτερέψουν και χρειαστεί να τυπωθεί χρήμα, θα πρέπει να τυπωθεί, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ευρώπη και όπου αλλού. Αν τα επιτόκια θα πρέπει να γυρίσουν αρνητικά, ας γίνει. Και οι πιο αδύναμες οικονομικά χώρες θα πρέπει να βοηθηθούν για να αντεπεξέλθουν, είτε αυτό αφορά το σύστημα υγείας τους είτε ευρύτερα τη λειτουργία της οικονομίας τους.
Παρότι η Γερμανία, η χώρα που παραδοσιακά αμύνεται περισσότερο οποιασδήποτε άλλης, των «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών» και της δημοσιονομικής «καθαρότητας», πιεζόμενη από τις ιδιομορφίες της «ομοσπονδίας» (των 16 κρατιδίων με εσωτερική λειτουργική αυτονομία), που οδήγησε σε λάθη όσον αφορά τον χειρισμό της επιδημίας, το έχει πλέον αποδεχτεί, κάποιες άλλες χώρες δεν φαίνεται να λαμβάνουν το μήνυμα με την απαιτούμενη ταχύτητα.
Έτσι εξακολουθούμε να βλέπουμε καθυστερήσεις στη λήψη μέτρων «απομόνωσης» του πληθυσμού, ώστε να μην πληγεί η οικονομική δραστηριότητα, που ενδεχομένως να πληρωθούν ακριβά σε ώρες ανθρώπινων ζωών και όχι μόνο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντίληψης έως τώρα, η Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον και η Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ.
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση, παρότι το σύστημα υγείας δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα καλύτερα της Ευρώπης, ενήργησε με σύνεση και φαίνεται να έχει λάβει τα «σκληρά» μέτρα που απαιτεί η περίσταση, πολύ νωρίτερα από άλλες χώρες, γεγονός που αυξάνει την αισιοδοξία.
Ωστόσο η οικονομία της, πληγωμένη από την υπερδεκαετή κρίση, με τις τράπεζες να έχουν εξαρχής το υψηλότερο ποσοστό «κόκκινων» δανείων στην Ευρώπη και την οικονομία να εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τομείς που πλήττονται άμεσα, τον τουρισμό, τις μεταφορές και το διαμετακομιστικό εμπόριο, τη ναυτιλία, σίγουρα έχει μπροστά της μεγάλες δυσκολίες.
Πολλά λοιπόν θα εξαρτηθούν και πάλι από την «αλληλεγγύη» των εταίρων, που τυγχάνουν και βασικοί δανειστές μας. Μόνο που αυτή την περίοδο δεν υπάρχει κανένας «ηθικός κίνδυνος». Υπάρχει μόνο υπαρκτός και άμεσος κίνδυνος.
Αν δεν γίνει λοιπόν «οτιδήποτε χρειαστεί», οι ευθύνες θα είναι ξεκάθαρες, τεράστιες και ανεξίτηλες.