Δεν θα αρέσει ίσως αυτό στην ηγεσία των «53» που έσπευσαν να εκδώσουν προ ημερών «κριτική» ανακοίνωση, με εμφανή στόχο τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά σε πολύ κόσμο απλώς έφεραν στο νου την περίφημη ατάκα του αείμνηστου Άκη Κατσιφάρα, «αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν θα μας ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μας».
Οι πολυκατοικίες της Αθήνας έχουν βεβαίως πάψει προ πολλού να έχουν θυρωρούς, ωστόσο το νόημα της γνωστής ατάκας παραμένει αναλλοίωτο. Διότι σε όσους δεν ανήκουν στον σκληρό πυρήνα του «παλαιού» ΣΥΡΙΖΑ, εκείνου που κινείτο μεταξύ του 3% και του 5% στα καλύτερά του, είναι καλώς ή κακώς πρόδηλο ότι πέρα από τις «συνθήκες» (που έπαιξαν κι εκείνες πολύ σημαντικό ρόλο), η αναρρίχηση στην εξουσία και η μετεξέλιξη σε ένα κόμμα ικανό να την ασκήσει, αλλά και να παραμείνει αξιωματική αντιπολίτευση, με ποσοστό της τάξεως του 31%, οφείλεται πρωτίστως στην ηγετική φυσιογνωμία και στην ευρύτερη πολιτική εμβέλεια του αρχηγού του. Του Αλέξη Τσίπρα.
Ούτε το 2015, στις πρώτες εκλογές, κι ασφαλώς ούτε στις δεύτερες, ούτε όμως και το 2019, προτίμησε τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο μεγάλο ποσοστό του εκλογικού σώματος, επειδή το κόμμα αυτοχαρακτηρίζεται ως «ριζοσπαστική αριστερά». Κι αν ρωτήσουμε τους περισσότερους από τους ψηφοφόρους του, δεν θα έχουν ιδέα τι ακριβώς σημαίνει η φράση. Κι ασφαλώς δεν έμαθαν τίποτε παραπάνω για τη σημασία της, από την κυβερνητική θητεία όσων εκ των 53ών βρέθηκαν σε κυβερνητικές θέσεις τα προηγούμενα χρόνια, με πρώτο και κυριότερο τον άτυπο επικεφαλής της κίνησης, τον Ευκλείδη Τσακαλώτο. Ο οποίος, πάντως, προς τιμήν του, κατάφερε ένα διόλου ευκαταφρόνητο έργο. Να τηρηθούν τα υπεσχημένα και να εξέλθουμε, τυπικά τουλάχιστον, από τα μνημόνια. Σίγουρα όχι όμως με «ριζοσπαστικά αριστερές» πολιτικές.
Δυστυχώς, ο πραγματισμός με τον οποίο πορεύθηκαν οι «53» στη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας φαίνεται να τους εγκαταλείπει στη φάση της αντιπολίτευσης. Ή ίσως τον φόρεσαν ως ένα υποχρεωτικό «κοστούμι» (μετά το σοκ των πρώτων μηνών του 2015) και βιάστηκαν να τον πετάξουν. Αλλιώς δεν εξηγείται η άρνησή τους να αντιληφθούν ορισμένα δεδομένα της πραγματικότητας:
1ον Η «λειψανδρία», η έλλειψη δηλαδή ικανών και έμπειρων στελεχών, ήταν ένα από τα πιο βασικά μειονεκτήματα του κυβερνητικού τους μηχανισμού.
2ον Το ίδιο το κόμμα, στηριζόμενο στις περιορισμένες δομές του παλαιού 3-5%, δεν μπορούσε να σταθεί και να αντεπεξέλθει στη διπλή εκλογική αναμέτρηση (Ευρωεκλογές - Δημοτικές), με αποτέλεσμα όχι μόνο τη βαριά ήττα των ευρωεκλογών (που ασφαλώς είχε και άλλες αιτίες) αλλά και την ανυπαρξία στις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
3ον (Κι ενδεχομένως το πιο σημαντικό). Ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια. Τα νέα φλέγοντα θέματα έχουν να κάνουν με την ανισότητα στο εσωτερικό των κοινωνιών, με τις μετακινήσεις πληθυσμών (βλέπε μεταναστευτικό-προσφυγικό), με την παγκοσμιοποίηση, την τεχνολογική ανάπτυξη που αλλοιώνει τις ισορροπίες στον κοινωνικό ιστό, ακόμη και με γεωπολιτικά θέματα, όπως η ανάδυση ενός πολυ-πολικού κόσμου με πολλαπλά κέντρα επιρροής, μακριά από το μοντέλο ενός καθαρά «Καυκάσιου» ανταγωνισμού κατεστημένων δυνάμεων, με ξεκάθαρες ιδεολογικές διαφορές.
Με άλλα λόγια, για τον μέσο πολίτη σήμερα, δεν είναι σημαντική η ιδεολογική οροθέτηση εννοιών και τα σλογκανάκια μιας άλλης εποχής, αλλά η στόχευση ρεαλιστικών πολιτικών. Αν αυτή βάζει ή όχι περισσότερους στο «παιχνίδι» της βελτίωσης βιοτικού (και όχι μόνον) επιπέδου.
Έτσι, όταν ένα κόμμα ή μια «παράταξη» (άλλος ένας λεκτικός διαχωρισμός που αφορά τους επαγγελματίες του χώρου κι όχι τον λαό) παρασύρεται για παράδειγμα από «θέσφατα» περασμένων δεκαετιών, όπως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον χώρο της Παιδείας, παραμένει αγκυλωμένο -και χάνει τον παλμό της κοινωνίας.
Διότι προς όφελος των αγκυλώσεών του, παραγνώρισε ο ΣΥΡΙΖΑ την πίκρα και την απογοήτευση γονέων, φοιτητών και μαθητών για το τέλμα -και τα κόστη- της σημερινής «δωρεάν» Παιδείας, την αγωνία τους για το δυσβάστακτο κόστος των σπουδών στο εξωτερικό, αν αποτύχει το παιδί στις εισαγωγικές, αλλά και την οργή τους όταν βλέπουν πανεπιστημιακά ιδρύματα να ευτελίζονται ποικιλοτρόπως στον βωμό του «ασύλου».
Είναι αλήθεια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πάρει σημαντικές αποφάσεις, αν θέλει να παραμείνει βασικός πυλώνας στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Αυτές οι αποφάσεις όμως ουδόλως έχουν να κάνουν με «ριζοσπαστικά» ή άλλα ιδεολογήματα που στηρίζονται σε νόρμες του παρελθόντος, ή με το αν θα είναι «κόμμα» ή παράταξη.
Το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία φλερτάρει εδώ και χρόνια τόσο έντονα μαζί του δεν είναι τυχαίο. Οφείλεται στο ότι όντως «τάραξε τα νερά», κι έστω σε εμβρυακό επίπεδο εξέφρασε κάποιες νέες ενδιαφέρουσες «τάσεις». Το πρόβλημα λοιπόν του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα (δηλαδή της τρίτης «γενιάς» ενός κόμματος που πέρασε στη δεύτερη φάση του με την έξοδο αρκετών τότε πρωτοκλασάτων μελών του στα μέσα του 2015), είναι να εκφράσει συνεκτικά ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, με νέες ιδέες και αντιλήψεις, να αποτελέσει περαιτέρω «την άλλη λύση», σε ένα πολιτικό σύστημα που έχει εγγενώς διπολικά χαρακτηριστικά, κι ευτυχώς για όλους, ίσως εξαιτίας της έμφασης που έχουν ακόμη οι οικογενειακοί και συγγενικοί δεσμοί, αποφεύγει τις ακρότητες.
Τυχόν λοιπές «ανησυχίες», είτε εκπορεύονται από προσωπικές φιλοδοξίες είτε από αρτηριοσκληρωτικούς δογματισμούς, ελάχιστα αφορούν τους πολίτες και εν δυνάμει ψηφοφόρους, άρα και το «μέλλον» μιας πολιτικής οντότητας που φιλοδοξεί να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, σε μια ελεύθερη δημοκρατία των πολιτών.
Αφορά ίσως όσους προτιμούν να είναι «πρώτοι στο χωριό παρά δεύτεροι στην πόλη» και πρόθυμα θα επέστρεφαν στην «ασφάλεια» του… 3% που ρητορεύει ανενόχλητα, γνωρίζοντας ότι ουδέποτε θα κληθεί να κάνει τα λεγόμενά του πράξη.