Ενώ το βίντεο με τη σύγκριση των δηλώσεων Ομπάμα και Τραμπ για την εξάλειψη των δύο ηγετικών φυσιογνωμιών της ισλαμικής τρομοκρατίας, του Μπιν Λάντεν και του Αλ Μπαγκντάντι, κάνει τον γύρο των social media καθιστώντας εύληπτες ακόμη και στον πλέον αδαή τις διαφορές επιπέδου (για όσους δεν το έχουν δει, υπάρχει στο τέλος του κειμένου), οι γεωπολιτικές απειλές στην περιοχή μας εντείνονται.
Σε προηγούμενο σημείωμα είχαμε σχολιάσει την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Αμερικανού προέδρου Τραμπ και το πλήγμα που επέφερε στη διεθνή αξιοπιστία των ΗΠΑ. Οι δηλώσεις του για τον θάνατο του αρχιτρομοκράτη, δυστυχώς, επιβεβαιώνουν την εικόνα ενός πολιτικού που, αν κάποιος υποστήριζε πριν από 15 χρόνια ότι θα είχε οιαδήποτε πιθανότητα να είναι Πρόεδρος των ΗΠΑ, θα τον θεωρούσαμε ή τρελό ή χωρατατζή.
Ο Τραμπ δεν είναι όμως το μόνο κρούσμα μιας πραγματικότητας που ούτε ο πιο ευφάνταστος δεν θα μπορούσε να προβλέψει. Υπάρχει επίσης το παράδειγμα της Βρετανίας, μιας υποδειγματικής στη λειτουργία της Δημοκρατίας, που αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση. Πλην όμως, βλέπει το κύρος της να διασύρεται σε μια κωμικοτραγική «διαμάχη» γύρω από το πώς, πότε και εντέλει «αν» θα γίνει το Brexit, που ενέκρινε το γνωστό δημοψήφισμα, πριν από σχεδόν 3,5 χρόνια!
Ποιος θα μπορούσε επίσης να φανταστεί ότι μετά τις σχεδόν αφόρητες διεθνείς πιέσεις που ασκήθηκαν προς την Ελλάδα και τη Βόρεια Μακεδονία, προκειμένου να υπογραφεί η συμφωνία των Πρεσπών, θα ερχόταν ο πρόεδρος Μακρόν της Γαλλίας να βάλει βέτο στη διαδικασία ένταξης της Β. Μακεδονίας (και της Αλβανίας) στην Ε.Ε., όταν αυτό ήταν το μεγαλύτερο κίνητρο που παρουσιάστηκε στους πολίτες της, προκειμένου να «περάσει» η συμφωνία;
Τα γεγονότα αυτά, εκ πρώτης όψεως ασύνδετα και άσχετα, όχι μόνο συνδέονται αλλά έχουν και ιδιάζουσα σημασία για τη χώρα μας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στο τιμόνι έναν ηγέτη που δεν εμπνέει πλέον εμπιστοσύνη στους συμμάχους του, παραδοσιακούς και μη, ενώ δείχνει να διέπεται από ένα ιδιότυπο στοιχείο «απομονωτισμού» και αποστασιοποίησης από τον διεθνή ρόλο της υπερδύναμης. Η Μεγάλη Βρετανία βρίσκεται καταφανώς σε περίοδο έντονης εσωστρέφειας και πολιτικής αστάθειας, από την οποία θα είναι μεγάλη έκπληξη αν καταφέρει να εξέλθει, ακόμη και μετά τις εκλογές του Δεκεμβρίου, ενώ οι περισσότεροι θεωρούν πολύ πιθανό ότι και η νέα προθεσμία για το Brexit θα αποδειχτεί εξίσου… ελαστική με τις προηγούμενες.
Η ίδια η Ευρώπη εμφανίζεται παντελώς ανήμπορη να αποκτήσει έστω και μια στοιχειώδη «κοινή» εξωτερική πολιτική, με το βέτο Μακρόν και τη δήλωση Γιούνκερ ότι πρόκειται για «ιστορικό λάθος» του Γάλλου ηγέτη απλώς να επιβεβαιώνει το φαινόμενο. Είναι κι αυτή σε φάση εσωστρέφειας προσπαθώντας να ανακτήσει «όραμα», αλλά και να αποκτήσει περισσότερο ρεαλιστικές δομές στην οικονομική κυρίως λειτουργία της.
Το κακό για την Ελλάδα, που παραδοσιακά κινείται με «όπλο» τις έννοιες του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας, στηριζόμενη σε ευρύτερες συμμαχίες για την εφαρμογή τους, είναι ότι η εσωστρέφεια, η έλλειψη κοινής εξωτερικής (κι ακόμη περισσότερο αμυντικής) πολιτικής στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των Ηνωμένων Πολιτειών του Τραμπ, δημιουργούν ένα δυνητικό «κενό ασφάλειας» στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής.
Το οποίο εσχάτως φαίνεται να λειτουργεί όχι μόνον υπέρ της Ρωσίας αλλά και της Τουρκίας, ενώ ταυτόχρονα εμμέσως αναζωπυρώνει εθνικιστικές τάσεις στα ίδια τα Βαλκάνια, τα- όχι άνευ λόγου- παλαιότερα αποκαλούμενα ως «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης».