Για μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, με πολλά βουνά και νησιά, με υπογεννητικότητα κι ελάχιστες πρωτογενείς πλουτοπαραγωγικές πηγές, ο πιο πολύτιμος πόρος δεν μπορεί παρά να είναι τα «μυαλά» των νέων ανθρώπων, που θα καθορίσουν το μέλλον της σε έναν κόσμο που ολοένα και περισσότερο εξαρτάται από τη γνώση και την τεχνολογία.
Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να αφήνει κανένα μυαλό να πάει χαμένο, ανεξάρτητα από την οικονομική και την κοινωνική κατάσταση της οικογένειάς του. Είναι λοιπόν ευτύχημα ότι η χώρα μας διαθέτει δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες της, αλλά και πολύ σημαντικό το γεγονός ότι το ποσοστό των νέων που αποκτά τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι από τα υψηλότερα της Ευρώπης.
Εντούτοις, η δωρεάν παιδεία υπάρχει περισσότερο στα... χαρτιά, καθώς οι περισσότερες οικογένειες πληρώνουν «χρυσά λεφτά» σε διαφόρων ειδών φροντιστήρια, πολύ συχνά ακόμη κι όταν τα παιδιά τους πηγαίνουν σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία. Κι από την άλλη, γίνεται ολοένα προφανέστερο ότι ενώ παράγουμε υπεραρκετούς «πτυχιούχους» σε τομείς που είναι κορεσμένοι (τροφοδοτώντας ένα άλλο είδος διαρθρωτικής ανεργίας) , δεν παράγουμε αρκετούς σε άλλους τομείς, ούτε και τους εξειδικεύουμε, με τον τρόπο που απαιτεί η σύγχρονη οικονομία.
Το γεγονός αυτό ενισχύει το φαινόμενο του brain drain (το οποίο βεβαίως οφείλεται σε άλλους λόγους) κι από την άλλη, μειώνει την πρόσβαση των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων, σε ένα σημαντικότατο κεφάλαιο, το εγχώριο εξειδικευμένο στελεχιακό δυναμικό.
Δυστυχώς, παρότι μεσολάβησε η κρίση (που θα έπρεπε να μας έχει ανοίξει τα μάτια, πέρα από τις τυχόν κομματικές παρωπίδες), η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε να πραγματοποιήσει κάποια ουσιαστική αλλαγή στο θέμα της όχι-και-τόσο- δωρεάν παιδείας, κι έσπευσε να αποκηρύξει τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, χωρίς ωστόσο να κάνει οτιδήποτε, είτε για να αναβαθμίσει το επίπεδο της κρατικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, είτε για να τη συνδέσει περισσότερο με τις ανάγκες της οικονομίας.
Για τον λόγο αυτό, η νέα κυβέρνηση έχει -θεωρητικά- μπροστά της «πεδίον δόξης λαμπρό», σε ένα πεδίο που απασχολεί σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια, αλλά και από το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το οικονομικό μέλλον της χώρας, σε ένα βάθος χρόνου.
Το ερώτημα είναι αν θα τολμήσει.
Θα τολμήσει να αυξήσει τη διασύνδεση μεταξύ της Παιδείας και της επιχειρηματικότητας, όπως ζητά ο ΣΕΒ, με πρόσφατη μελέτη του για τα «Βιομηχανικά Διδακτορικά»;
Θα τολμήσει να παλέψει με τον γόρδιο δεσμό που συνδέει τη «δωρεάν παιδεία» με τα φροντιστηριακά κυκλώματα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, επιβαρύνοντας δυσβάσταχτα τα νοικοκυριά, ιδίως στις χαμηλότερες εισοδηματικές βαθμίδες;
Θα τολμήσει να κάνει κάτι για την τεράστια αιμορραγία κεφαλαίων που προκαλεί στην οικονομία ο εκπατρισμός για σπουδές στο εξωτερικό, όταν για παράδειγμα η αδελφή Κύπρος έχει καταφέρει να προσελκύει φοιτητές από το εξωτερικό;
Αν δεν τολμήσει, θα είναι ασυγχώρητη, όχι μόνον επειδή η ανάγκη είναι προφανής, αλλά και διότι η νέα κυβέρνηση δεν κουβαλά τα «ιδεολογικά μπαγκάζια» και τις δήθεν αριστερές αγκυλώσεις της προηγούμενης.
Και άρα, πολιτικά, «οφείλει» να τολμήσει.