Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετά από μια δεκαετία κρίσης, στη διάρκεια της οποίας ανοίχτηκαν μεγάλες πληγές στον κοινωνικό ιστό, αλλά ταυτόχρονα τέθηκαν οι βάσεις για να γίνουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της χώρας, η νέα κυβέρνηση έχει την ευκαιρία να προχωρήσει σε μεγάλες τομές, τόσο σε σχέση με τις επενδύσεις και την ανάπτυξη όσο και αναφορικά με την «καθημερινότητα» του πολίτη, είτε αυτό αφορά την ασφάλειά του είτε και τη διευκόλυνσή του στις δοσοληψίες με τον κρατικό δεινόσαυρο.
Ο «χώρος» για να ριζώσουν τέτοιου είδους τομές και να γίνουν αποδεκτές από το κοινωνικό σύνολο έχει διαμορφωθεί από τη συγκυρία της τελευταίας δεκαετίας. Το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης είναι έτοιμο να ενστερνιστεί μεταβολές που προ κρίσης θεωρούνταν «ταμπού», αρκεί να τηρηθούν κάποιες ισορροπίες και να γίνει πράξη η φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη περί «ανάπτυξης με κοινωνική δικαιοσύνη».
Κατά κάποιο τρόπο άλλωστε, η θέληση του «λαού» φαίνεται να εκφράστηκε με σοφό τρόπο στις τελευταίες εκλογές, καθώς η κάλπη έβγαλε μια ισχυρή αυτοδύναμη κυβέρνηση, αλλά και μια ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση που μετά από σχεδόν πέντε χρόνια διακυβέρνησης (κατά τη διάρκεια των οποίων έλαβε πληθώρα σκληρών και αντιλαϊκών στην ουσία τους μέτρων), είδε τα ποσοστά της να πέφτουν ελάχιστα σε σχέση με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, παρότι χρεώθηκε και το πολιτικό κόστος μιας μη δημοφιλούς συμφωνίας για την επίλυση του ονοματολογικού της νυν Βόρειας Μακεδονίας.
Που σημαίνει ότι για ένα σοβαρότατο ποσοστό του ελληνικού λαού, κάποια πράγματα τα έκανε σωστά!
Οι «ευκαιρίες» της νέας κυβέρνησης εντοπίζονται προφανώς σε θέματα οικονομίας και επενδύσεων, τομέα που θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ακόμη και ιδεολογικά είναι πιο πολύ η «ειδικότητά» της. Το θέμα είναι τα θεωρητικά πλεονεκτήματα να γίνουν πράξη -και μάλιστα γρήγορα.
Εξίσου μεγάλες ευκαιρίες υπάρχουν όμως και σε δύο ακόμη χώρους. Αυτόν της ασφάλειας και αυτόν της παιδείας, σε ζητήματα δηλαδή που αφορούν την καθημερινότητα και τον «καημό» του κόσμου, που εδώ και δεκαετίες, όταν γίνεται «γονιός» καίγεται να μορφώσει όσο το δυνατόν καλύτερα τα παιδιά του, προσπαθώντας να τους εξασφαλίσει καλύτερο μέλλον.
Στα δύο αυτά θέματα, οι ευκαιρίες της νέας κυβέρνησης προκύπτουν από το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκμεταλλεύθηκε τη δική του ευκαιρία. Οι πολίτες, σχεδόν ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, έχουν κουραστεί από το εύκολο «μπάχαλο» που προκαλούν διάφορες μειοψηφίες, πραγματικά ελάχιστες αριθμητικά, αλλά και από την ατμόσφαιρα ανασφάλειας που έχει δημιουργήσει η υποεπένδυση στις δυνάμεις ασφαλείας, είτε πρόκειται για την αστυνομία, είτε για την πυροσβεστική και την αντιμετώπιση κρίσεων.
Ομοίως, στο θέμα της παιδείας, κάθε λογικός πολίτης αντιλαμβάνεται ότι μέσω των φροντιστηρίων αλλά και του μαζικού πλέον φαινομένου των σπουδών στο εξωτερικό, ή και σε παραρτήματα εντός Ελλάδος, η «δωρεάν παιδεία» σε σχολεία και ιδρύματα μόνο δωρεάν δεν είναι.
Προφανώς λοιπόν τόσο η βελτίωση της «δωρεάν παιδείας» όσο και η αντιμετώπιση της τεράστιας εκροής σε ιδρύματα του εξωτερικού, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση διαφόρων αρρωστημένων φαινομένων (μεταξύ των οποίων και η κομματικοποίηση της παιδείας) μέσα στα σχολεία και κυρίως στα πανεπιστήμια (όπως το ότι ο προαύλιος χώρος και οι είσοδοι ορισμένων ιδρυμάτων έχουν μετατραπεί σε εμποροπανηγύρεις) μόνο θετικά σχόλια θα προκαλούσε στη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης.
Πέρα όμως από τις ευκαιρίες (ορισμένες εκ των οποίων προσφέρονται για εύκολα και γρήγορα… γκολ), στο μέλλον της νέας κυβέρνησης υπάρχουν και σοβαρές «παγίδες». Απ' ό,τι φαίνεται, η κυβέρνηση έχει ήδη πέσει στην… πρώτη. Και το όνομά της είναι… υπερπροσδοκία! Όλο το διάστημα και μετά τις εκλογές, είτε μέσω της ανακοίνωσης της σύνθεσης της κυβέρνησης, είτε μέσω της γνωστοποίησης των σχεδιασμών της και της οργανωτικής δομής που θα ακολουθήσει, έχει καλλιεργηθεί μια ατμόσφαιρα μεγάλων προσδοκιών, που βάζει πολύ υψηλά τον πήχη.
Ο νεωτερισμός στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η ατμόσφαιρα αυτή δεν αφορά προεκλογικό διάστημα (στο οποίο ο ψηφοφόρος έχει συνηθίσει να ακούει πολύ περισσότερα απ' όσα θα μπορούσαν να γίνουν), αλλά μετεκλογικό διάστημα στο οποίο ο πολίτης μετράει διαφορετικά τα όσα λέγονται. Ο υπογράφων δεν μπορεί να μη σημειώσει πως η αίσθηση που του δημιούργησαν ορισμένες εξαγγελίες από τους περίφημους «μπλε φακέλους» ήταν ότι θα χρειαστούν πολύ περισσότερες τετραετίες από μία για να γίνουν πράξη, εκτός κι αν γίνουν... θαύματα.
Η δεύτερη παγίδα είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, διότι αφορά παράγοντες της εξωτερικής συγκυρίας, επί των οποίων η επίδραση της οιασδήποτε κυβέρνησης είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένη. Όπως σημειώθηκε και σε προηγούμενο σχόλιο της στήλης, η επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί θετικό στοιχείο για την Ελλάδα, αυξάνοντας τις πιθανότητες για απρόβλεπτες εξελίξεις.
Ομοίως, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ διαμορφώνεται μεταξύ ειδημόνων εξαιρετικά επιφυλακτικό κλίμα σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη αλλά και την πορεία των αγορών, το επόμενο και το μεθεπόμενο έτος, κάτι που αν συμβεί, θα επιδράσει και στην πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Ανοικτό θέμα, μέσα στη γενικότερη αβεβαιότητα που προκαλούν τα παραπάνω, κι ενόψει ενός Brexit που εμφανίζεται πλέον (μετά και την εκλογή του Μπόρις Τζόνσον στην πρωθυπουργία) ως αναπόφευκτο, είναι και η στάση που θα κρατήσουν οι νέες συνθέσεις των ευρωπαϊκών αρχών (με πρώτη την Κομισιόν) απέναντι στη χώρα μας.
Διότι, καλώς ή κακώς, με μνημόνια ή χωρίς, για όσο διάστημα η χώρα μας παραμένει μεγαλο-οφειλέτης των εταίρων μας, ελάχιστες σημαντικές αποφάσεις, στο οικονομικό επίπεδο τουλάχιστον, θα λαμβάνονται παρά τη θέλησή τους.