Οι νέες τεχνολογίες, η παγκοσμιοποίηση και η εδραίωση εταιρειών-κολοσσών που ελέγχουν τεράστιο μέρος μιας παγκόσμιας πλέον αγοράς, δημιουργούν ένα δίλημμα που μπορεί να μην είναι καινούργιο (μια και αντίστοιχα φαινόμενα είχαν παρατηρηθεί στο παρελθόν, αλλά σε εθνικό επίπεδο), φαίνεται όμως ότι σύντομα θα χρήζει άμεσης αντιμετώπισης.
Το ερώτημα είναι ποιος -και πώς- θα τα αντιμετωπίσει, όταν από τη φύση τους αυτές οι μονοπωλιακές ή, σε κάποιες περιπτώσεις, ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις έχουν παγκόσμια εμβέλεια και άρα απαιτούν «ρύθμιση» σε παγκόσμιο επίπεδο.
Για να μην παρεξηγηθεί, ο υπογράφων σημειώνει ότι πρόκειται αναμφίβολα για πρωτοπόρες επιχειρήσεις που κατάφεραν να δημιουργήσουν εντελώς νέες αγορές, δρώντας σε πολλές περιπτώσεις ως disruptor παλαιότερων καθιερωμένων πρακτικών.
Κι ότι έχουν ήδη προσφέρει πολλά όχι μόνο στους μετόχους τους και στην ιδέα της καινοτομίας, αλλά και στον ίδιο τον τρόπο ζωής μας, διευρύνοντας ορίζοντες και προσφέροντας έως πρότινος ανύπαρκτες δυνατότητες στον μέσο άνθρωπο, συχνά χωρίς κανένα κόστος για τον ίδιο.
Εξ αυτού άλλωστε προκύπτει ένα ακόμη θέμα με τη νέα «φύση» ορισμένων εξ αυτών των εκκολαπτόμενων ή υπαρκτών μονοπωλίων και ολιγοπωλίων: Συχνά πραγματικός «πελάτης» τους δεν είναι ο χρήστης των υπηρεσιών τους, αλλά τρίτες οντότητες που θέλουν πρόσβαση στο «πελατολόγιό» τους (ο όρος σε εισαγωγικά, διότι δωρεάν… πελάτες δεν υπάρχουν, υπάρχουν απλώς χρήστες υπηρεσιών).
Δεν είναι τυχαίο ότι τα ονόματα Google, Αmazon, Facebook, Instagram, Paypal, ebay και άλλα, είναι πλέον γνωστά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Ούτε χωρά αμφιβολία ότι η οικονομική τους δύναμη και η δυνατότητά τους να κάνουν νέες επενδύσεις τούς φέρνει στην πρωτοπορία της καινοτομίας.
Όλα αυτά όμως δεν μπορούν -και δεν πρέπει- να αλλάξουν το θεμελιώδες ερώτημα: Έχουν τέτοιου είδους επιχειρήσεις παγκόσμιου χαρακτήρα αποκτήσει ιδιαιτέρως κυρίαρχη θέση στην «αγορά» τους, σε παγκόσμιο επίπεδο (όπως φαίνεται να συμβαίνει π.χ. με την υπηρεσία «αναζήτησης» του Google στο διαδίκτυο), κι αν ναι, πώς θα διασφαλιστεί η δυνατότητα ανταγωνισμού;
Πρόκειται για ερώτημα εξαιρετικά περίπλοκο (ακόμη και ως προς τον ορισμό της εκάστοτε «αγοράς» προκειμένου να διερευνηθεί η ύπαρξη κυρίαρχης θέσης), που προέκυψε σε αναλογικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά την ίδια την ανακάλυψη της ανάγκης για τις συγκεκριμένες υπηρεσίες.
Οι πτυχές του δεν είναι εύκολο να διερευνηθούν, ούτε σε εθνική ούτε σε διεθνή κλίμακα, ενώ προσώρας φαίνεται ότι λείπει και ο μηχανισμός για να αποκτήσει μια απόφαση με διεθνή χαρακτήρα και βεβαίως αντίστοιχη «νομιμοποίηση».
Κάποιοι ενδεχομένως θα απαντήσουν ότι δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθεί κάποιος με το ζήτημα (υπάρχουν κι άλλα θέματα, πολύ μεγάλα, που έχουν προκύψει και σχετίζονται με την ιδιωτικότητα του ατόμου, τα προσωπικά δεδομένα, τα επακόλουθα θέματα ασφαλείας κ.λπ.), όταν μια τεχνολογική ανακάλυψη μπορεί να καταστήσει κάποιους από τους σημερινούς γίγαντες «είδος υπό εξαφάνιση».
Ωστόσο τα γεγονότα δείχνουν πως οι γίγαντες λαμβάνουν τα μέτρα τους για τέτοιου είδους ενδεχόμενα, αξιοποιώντας το μέγεθός τους για να βρίσκονται στην πρωτοπορία της έρευνας, αλλά και εξαγοράζοντας νωρίς τους πιθανούς αντιπάλους τους, ενώ ταυτόχρονα επεκτείνονται και σε νέους τομείς.
Κάποιοι άλλοι θα πουν ότι οι επιχειρήσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω ως παραδείγματα, είτε είναι πλέον περίπου μονοπωλιακές είτε όχι, προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο και δεν έχουν επιδείξει διαθέσεις εκμετάλλευσης της κυριαρχίας τους.
Στην πράξη όμως δεν υπάρχουν «καλά» και «κακά» μονοπώλια και ολιγοπώλια (που καθιστούν εύκολα εφικτή την καρτελοποίηση μιας αγοράς). Αρκεί να σκεφθεί κάποιος, πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος, αν υπήρχε μόνο μία εταιρεία τηλεφωνίας ή αν η μόνη εταιρεία που κατασκεύαζε οχήματα ήταν για παράδειγμα η FORD.
Σε κάθε περίπτωση, η κόντρα του Booking.com με τους ξενοδόχους στην Καραϊβική αλλά και στην Ελλάδα, (εξαιρετικά ενδιαφέρον το άρθρο του Αλέξανδρου Αγγελόπουλου της Aldemar και το σχετικό ρεπορτάζ του Euro2day.gr, η απήχηση των οποίων στους αναγνώστες αναδεικνύει την ευρύτερη σημασία του θέματος), όπως και η μαζική εξάπλωση του Airbnb και στη χώρα μας, δείχνουν ότι τέτοιου είδους θέματα θα προκύψουν μοιραία στο εγγύτατο μέλλον, επηρεάζοντας άμεσα και την ελληνική αγορά.
Το αν θα αντιμετωπιστούν όπως πρέπει, όμως, δεν είναι καθόλου δεδομένο.