O «μήνας του μέλιτος» σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της κυβέρνησης με τους τραπεζίτες φαίνεται πως έχει λήξει εδώ και αρκετό καιρό, δίνοντας τη θέση του σε μια σχέση ίσως και πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα.
Ένα από τα στοιχεία που μάλλον συντείνει στη διαφοροποίηση αυτής της σχέσης, σε σύγκριση με το παρελθόν, είναι ότι ο σημερινός πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, λόγω σπουδών και πρότερης απασχόλησης, κατανοεί τα θέματα και είναι σε θέση να έχει προσωπική άποψη.
Προφανώς σε ιδεολογικό επίπεδο, μια κυβέρνηση όπως η τρέχουσα δεν μπορεί να έχει λόγους σύγκρουσης με τις τράπεζες. Γι' αυτό και οι «συγκρούσεις» που φαίνεται να εξελίσσονται εμπρός αλλά και πίσω από τους προβολείς της δημοσιότητας αφορούν καθαρά πρακτικά θέματα, ομολογουμένως σημαντικά.
Ένα εξ αυτών φέρεται να αφορά το πρόγραμμα «Ηρακλής» και τις συνιστώσες του, θέμα περίπλοκο και ιδιαίτερα τεχνικό, πλην όμως εξαιρετικά σημαντικό για τον τραπεζικό τομέα. Το δεύτερο και πολύ πιο «λαϊκό», προφανώς, αφορά το θέμα των τραπεζικών προμηθειών, το οποίο συν τοις άλλοις, επέφερε και «έφοδο» της Επιτροπής Ανταγωνισμού στα γραφεία σχεδόν ολόκληρου του τραπεζικού τομέα.
Συμβάν περί του οποίου η κυβέρνηση «νίπτει τας χείρας της», με πειστικότητα που θα ήταν όμως πολύ μεγαλύτερη στην «καχύποπτη» χώρα μας, αν ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης δεν το είχε περίπου… προαναγγείλει, με πρόσφατες δηλώσεις του.
Δεν θα επιχειρήσουμε να δώσουμε δίκια και άδικα ούτε στο ένα θέμα ούτε στο άλλο, απλώς θα επισημάνουμε ορισμένες παραμέτρους που έχουν και πολιτική και οικονομική σημασία. Το θέμα των ελληνικών τραπεζών θυμίζει σήμερα το περίφημο ερώτημα «αν η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα», ακριβώς λόγω του κεντρικού τους ρόλου και της αλληλεπίδρασης που έχουν με όλο το φάσμα της οικονομίας και εξ αντανακλάσεως, της κοινωνίας.
Είναι σε όλους γνωστό ότι οι ελληνικές τράπεζες κεφαλαιοποιήθηκαν ξανά και ξανά με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων. Πέρα από τις αιτίες αυτών των ανακεφαλαιοποιήσεων όμως (που σε μεγάλο βαθμό συνδέονται με την ουσιαστική χρεοκοπία του ελληνικού κράτους -την τυπική την αποφύγαμε με τα προγράμματα), πρέπει να δούμε και τι έφερε η επόμενη μέρα.
Εν μέρει, λοιπόν, η αδυναμία των τραπεζών να «σηκώσουν κεφάλι» οφείλεται και σε «πολιτικές» κινήσεις που έγιναν για την προστασία των δανειοληπτών (όπως ο περίφημος νόμος Κατσέλη, που ωφέλησε πολλούς άλλους πέραν εκείνων που θα έπρεπε να προστατευθούν), ενώ κατά ένα μέρος σχετίζεται και με την τιμωρητική διάθεση που επέδειξαν οι δανειστές μας. Αλλωστε, η απόφαση που ελήφθη σε πολύ υψηλό επίπεδο να μείνουν πρακτικά μόνο τέσσερις τράπεζες ήταν εν τοις πράγμασι βέβαιο ότι θα μείωνε τον ανταγωνισμό.
Όπως και να έχει, με δεδομένη την γενικότερη κατάσταση (και τη μαζική έξοδο καταθέσεων στο εξωτερικό τα προηγούμενα χρόνια), οι τράπεζες δεν είναι σήμερα σε θέση να δανείσουν όπως θα έπρεπε. Πέρα από τις επιπτώσεις όμως που έχει αυτό στην οικονομία, έχει κι ένα άλλο αποτέλεσμα. Ότι η κύρια δραστηριότητα προσφέρει μειωμένα έσοδα. Ποιος είναι ο βασικός τομέας που απομένει για την άντληση εσόδων; Οι προμήθειες.
Αλλά και τον τομέα των εξόδων όταν κοιτάξουμε, θα δούμε πάλι ότι η «κοινωνική διάσταση» της σημασίας και του μεγέθους των τραπεζών έχει παίξει τον ρόλο της. Πόσες απολύσεις έχουν γίνει στον τραπεζικό τομέα; Ελάχιστες, είναι η απάντηση, παρά τη μεγάλη συρρίκνωση στον κλάδο, όχι μόνο λόγω της κρίσης αλλά και λόγω της τεχνολογίας. Αντιθέτως είδαμε κύματα εθελοντικής εξόδου ( που συνεχίζονται) με πλούσιες παροχές, για να είναι όλοι ευχαριστημένοι.
Οπότε προκύπτει το ερώτημα, πώς θα ορθοποδήσουν οι τράπεζες, εάν δεν αποκτήσουν ικανή κερδοφορία και δεν επιλύσουν το πρόβλημα των «κόκκινων δανείων»;
Τα παραπάνω δεν γράφτηκαν όμως για να δικαιολογήσουν τις αυξήσεις προμηθειών που επέβαλαν -με ομολογουμένως άκομψο τρόπο- οι τράπεζες, ορισμένες εκ των οποίων είναι όντως αυτό που λέμε «προκλητικές». Ιδίως όταν αφορούν ηλεκτρονικές συναλλαγές με πρακτικά σχεδόν μηδενικό λειτουργικό κόστος, ανά μονάδα συναλλαγής. Γράφτηκαν για να αναδείξουν ότι πάντα και παντού ισχύει το ρητό «δεν μπορείς να έχεις και την πίτα σωστή και τον σκύλο χορτάτο». Κι ότι αφ' ής στιγμής δεν αφήνεται η αγορά «να λειτουργήσει μόνη της», με τον ψυχρό και «άκαρδο» συχνά, αμερικάνικο τρόπο, πρέπει να βρεθούν δύσκολες, «σολομώντειες» ισορροπίες.
Κατά την άποψή μας δε, καλό αποτέλεσμα δεν πρόκειται να βγει από αυτή την υπόθεση, αν οι εμπλεκόμενες πλευρές δεν κάτσουν στο τραπέζι για να αναλύσουν σε βάθος και συνολικά τις πτυχές του προβλήματος, χωρίς εκατέρωθεν μαξιμαλισμούς.
JUMBO: Τα τεκταινόμενα στην πρόσφατη Γενική Συνέλευση της εταιρείας, όπως τα περιγράφει το ρεπορτάζ του Euro2day.gr, δείχνουν με τον πιο σαφή τρόπο πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα από την εποχή που η Folli Follie σήκωνε εκατοντάδες εκατομμύρια από το εξωτερικό, χωρίς πολλές πολλές ερωτήσεις.
Το γεγονός μάλιστα ότι η «φασαρία» γίνεται σε μια εταιρεία που ομολογουμένως έχει διακριθεί για τις επιδόσεις της όλα αυτά τα χρόνια, δείχνει σε πρώτη ανάγνωση και κάτι ακόμη: Οι διεθνείς επενδυτές γίνονται ολοένα και πιο απαιτητικοί, ιδίως σε εταιρείες που δεν διαθέτουν βασικούς μετόχους με εδραιωμένη πλειοψηφία.
Ο κ. Βακάκης, συνηθισμένος μέχρι πρότινος να είναι «απόλυτος άρχοντας» της στρατηγικής της Jumbο, αλλά και να δίνει αφ' υψηλού «συμβουλές» για γενικότερα θέματα της ελληνικής οικονομίας, μάλλον θα χρειαστεί σύντομα να βάλει νερό στο κρασί του, καθώς οι αντιφρονούντες έφτασαν το 44% των παρόντων, ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο.
Τα όσα συμβαίνουν όμως δεν είναι «καμπανάκι» μόνον για τον ίδιο. Αφορούν κι όλους όσοι κινούνται σε παράλληλους άξονες, επιδιώκοντας τη διεθνοποίησή τους και την ανάδειξή τους σε «επενδυτικό προορισμό».
Οι εποχές άλλαξαν και μαζί τους η απαιτήσεις των επενδυτών, ακόμη κι αν είναι «θεσμικοί».