Τα όσα είπε πρόσφατα κατά την απολογία του ο πρώην «λοχαγός» και μετέπειτα «στρατηγός» του ΠΑΣΟΚ Θεόδωρος Τσουκάτος απλώς επιβεβαιώνουν όσα λίγο-πολύ υποψιάζονταν οι περισσότεροι, εδώ και αρκετά χρόνια.
Η χρηματοδότηση των κομμάτων, παρότι επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή εμάς τους πολίτες, ακριβώς για να μην είναι εκείνα ευάλωτα σε οικονομικές θωπείες, όπως αυτές της Siemens, στην πράξη ενισχύεται ανορθόδοξα, με πολύ μεγάλα ποσά, για λόγους δήθεν «δημοσίων σχέσεων».
Με έναν πραγματικό πακτωλό δισεκατομμυρίων, υποστηρίζει μάλιστα ο κ. Τσουκάτος, μιλώντας για 16 δισεκατομμύρια δραχμές, το 2000, που προφανώς χρησίμευαν όχι μόνο για τη συντήρηση του «μηχανισμού» του κόμματος, προσφέροντας αμοιβή σε διάφορους κομματικά δια-σωληνωμένους, αλλά και για τη δαπάνη τεράστιων ποσών στις προεκλογικές περιόδους.
Είναι δε ενδεικτικό της «αδηφαγίας» όλου αυτού του μηχανισμού που συντηρούσαν -κι εν πολλοίς εξακολουθούν να συντηρούν- ιδίως τα μεγάλα κόμματα, το γεγονός ότι πέραν των «άσπρων ταμείων», της γενναίας επιχορήγησης του κράτους, αλλά και των «μαύρων ταμείων» που προκύπτουν από ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η Νέα Δημοκρατία κατάφεραν να έχουν μεγάλα ανεξόφλητα δάνεια στις τράπεζες, τα οποία εξασφάλιζαν με «ενέχυρο» τις μελλοντικές χρηματοδοτήσεις, ωσάν να είχαν εξασφαλισμένη την αποδοχή του κόσμου στο διηνεκές! (σ.σ. η κρατική επιχορήγηση αυξομειώνεται ή και εξαλείφεται με βάση τα εκάστοτε εκλογικά αποτελέσματα).
Όσο εύκολο είναι όμως να στιγματίσουμε το παρελθόν, τόσο δύσκολο φαίνεται πως είναι να διασφαλίσουμε κάτι καλύτερο για το μέλλον. Είναι γεγονός ότι η επικράτηση του «μιντιακού» κόσμου έχει αυξήσει κάθετα το κόστος της πολιτικής επικοινωνίας με μεγάλες μάζες του πληθυσμού. Οι προεκλογικές εκστρατείες ενέχουν μεγάλα κόστη, τόσο για τα ίδια τα κόμματα όσο και για τους υποψηφίους τους, έναντι των οποίων τα ποσά που δηλώνονται επισήμως είναι τουλάχιστον αστεία.
Σημαίνει αυτό ότι θα πρέπει να επιτρέψουμε να συνεχίζεται μια κατάσταση διπλών λογιστικών βιβλίων, για την οποία μίλησε ο κ. Τσουκάτος, με «μαύρες» χρηματοδοτήσεις, ανώνυμα κουπόνια και διαφόρων ειδών «μαγειρέματα» στο όνομα της Δημοκρατίας; Στο πλαίσιο της οποίας απλώς θα αλλάζουν τα ονόματα των κομμάτων που επωφελούνται;
Προφανώς και όχι.
Μια λύση θα ήταν, ίσως, να καταγράφονται ανοικτά και δημόσια οι χορηγίες που λαμβάνουν τα κόμματα, από όπου κι αν προέρχονται, τουλάχιστον από ένα ποσό και άνω, ενώ ταυτόχρονα θα υφίσταται ενισχυμένος έλεγχος των βιβλίων τους, ως προς τα έσοδα αλλά και τα έξοδα.
Στις ΗΠΑ, όπου εφαρμόζεται ένα παρεμφερές σύστημα, αν μη τι άλλο, υπάρχει τουλάχιστον μια χαρτογράφηση των συμφερόντων που ενισχύουν -και πόσο ενισχύουν- το ένα ή το άλλο κόμμα. Προφανώς ούτε αυτή η λύση αποτελεί πανάκεια, αφού πρακτικώς θεσμοθετεί το “lobbying” από την πλευρά ισχυρών οικονομικών συμφερόντων, έναντι των εν δυνάμει κυβερνητών της χώρας, μειώνει ωστόσο την αδιαφάνεια και την υποκρισία.
Πηγαίνοντας στο άλλο άκρο, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι στην εποχή των social media και του διαδικτύου, υπάρχουν μέθοδοι φθηνότερης επικοινωνίας, κι ότι καλό θα ήταν ίσως να τελειώσουμε οριστικά με τις πολυέξοδες προεκλογικές καμπάνιες αλλά και με τους μηχανισμούς που «ζουν» από την κομματική τους δράση. Κι ότι η κρατική επιχορήγηση, οι (πραγματικές) εισφορές των μελών, σε συνδυασμό με κάποιο δωρεάν χρόνο προβολής, θα πρέπει να συγκροτήσουν αποκλειστικά το νέο «μοντέλο» πολιτικής επικοινωνίας.
Σίγουρα η εύρεση μιας βιώσιμης και δημοκρατικά παραγωγικής λύσης δεν αποτελεί εύκολο εγχείρημα, ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά. Το περίεργο όμως είναι ότι δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοιου είδους ουσιαστικός διάλογος σε ολόκληρο το ελληνικό πολιτικό φάσμα
Οπότε, το μόνο που φαίνεται ότι θα απομείνει ως πολιτικό «δίδαγμα» από τις στιγματισμένες ιστορίες του παρελθόντος είναι ότι οι υπεύθυνοι των μαύρων ταμείων των κομμάτων πρέπει να… προσέχουν περισσότερο, ώστε να μη βγαίνουν τα άπλυτα στη φόρα!
ΥΓ: Δεν πρέπει ωστόσο να παραβλέψουμε το εξής: Διάφορα μέτρα που θεσπίζονται, είτε απέναντι στο «ξέπλυμα χρήματος» είτε για την πάταξη της φοροδιαφυγής, στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, καθιστούν ολοένα και πιο δύσκολη την πραγματοποίηση μεγάλων «μαύρων συναλλαγών», που πριν από μερικά χρόνια ήταν πανεύκολες. Μέσα από αυτή τη διαδικασία θα προκύψουν, θέλοντας και μη, σημαντικές αλλαγές στη σκιώδη χρηματοδότηση των κομμάτων. Τα οποία εξ αυτού του λόγου και μόνο, θα έπρεπε να προετοιμάζονται.