Έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που η Ιαπωνία, ένα περιορισμένο σε έκταση νησιωτικό σύμπλεγμα, με πληθυσμό -σήμερα- σχεδόν 130 εκατομμυρίων ανθρώπων, ξεκινώντας από φτηνές αντιγραφές δυτικών προϊόντων, πραγματοποίησε ένα οικονομικό θαύμα, φτάνοντας έως και τη δεύτερη θέση στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα.
Με αυτό το δεδομένο, είναι εντελώς παράδοξο που οι πολιτικές «ελίτ» της Δύσης άργησαν τόσο να αντιληφθούν την οικονομική και εν δυνάμει γεωπολιτική απειλή της πολλαπλάσιας σε μέγεθος και πληθυσμό Κίνας, η οποία ακολουθεί εδώ και πολλά χρόνια την παλαιά ιαπωνική πρακτική, πολύ πιο επιθετικά και με εντελώς διαφορετικές γεωπολιτικές βλέψεις.
Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ εμφανίστηκαν επισήμως να αντιλαμβάνονται ότι μεγάλος κερδισμένος της παγκοσμιοποίησης είναι η Κίνα, επί της πρόσφατης προεδρίας Τραμπ, επισκιάζεται μόνον από την καθυστέρηση που έχει επιδείξει η Ευρώπη στην αντίληψη της ιδιόμορφης αυτής απειλής.
Η Κίνα, εκμεταλλευόμενη την «απληστία» των αγορών και τα θέλγητρα της τεράστιας εσωτερικής αγοράς της, κατάφερε να συνάπτει ετεροβαρείς επιχειρηματικές συμφωνίες. Οι οποίες μπορεί βραχυχρόνια να φαίνονταν συμφέρουσες στα στελέχη των διεθνών εταιρειών που κοίταγαν τα μπόνους των αμέσως επόμενων ετών, μεσομακροχρόνια όμως ήταν προς όφελος της δικής της βιομηχανίας και τεχνολογίας.
Κι αυτό το όφελος, δεδομένου του «απολυταρχικού καπιταλισμού» που επικρατεί στην Κίνα, της επέτρεψε επίσης όχι μόνο να κάνει άλματα στην αμυντική τεχνολογία και στους εξοπλισμούς, αλλά και να αναπτύσσει τη γεωπολιτική ισχύ της διεθνώς, χέρι χέρι με την αύξηση της οικονομικής της ισχύος, επιδιώκοντας και πραγματοποιώντας εξαγορές «στρατηγικών πόρων» σε διάφορες περιοχές του κόσμου.
Κι έτσι φτάσαμε να ακούσουμε μόλις προ ημερών τον υπουργό Οικονομίας της Γερμανίας να δηλώνει ότι η κυβέρνησή του θα ήταν πρόθυμη να προχωρήσει ακόμη και σε προσωρινή κρατικοποίηση μεριδίων μεγάλων εταιρειών όπως η Thyssenkrupp, η Siemens, η Deutsche Bank και οι αυτοκινητοβιομηχανίες, προκειμένου να αποτραπεί η εξαγορά τους από άλλες ξένες (κυρίως κινεζικές) εταιρείες!
Πίσω βέβαια από το -λεπτό ομολογουμένως- «πέπλο» των δηλώσεων του Γερμανού υπουργού, βρίσκεται μια διαπίστωση που οι Αμερικανοί έχουν εκφράσει εδώ και αρκετό καιρό, πολύ πιο απερίφραστα. Η Κίνα εξελίσσεται σχεδόν νομοτελειακά σε δεύτερη παγκόσμια υπερδύναμη, όχι μόνο οικονομικά αλλά και στρατιωτικά. Και το «κέντρο βάρους» του κόσμου μετατοπίζεται από τον Ατλαντικό, όπου βρισκόταν εδώ και αιώνες, στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Η ανάδυση όμως της κινεζικής υπερδύναμης φέρνει στην επιφάνεια δύο «ουτοπίες» που ήταν πολύ της μόδας στον ανεπτυγμένο κόσμο τις προηγούμενες δεκαετίες.
- Ότι οι οικονομικές συναλλαγές αποτρέπουν τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό, άρα μέσω της παγκοσμιοποίησης θα οδεύσουμε σε έναν πιο ειρηνικό κόσμο, με μικρότερες ανάγκες για αμυντικές δαπάνες. Ιδέα την οποία ασπάστηκε με ενθουσιασμό η Ευρώπη, έχοντας διαθέσιμη την αμερικανική «ομπρέλα».
- Ότι η παγκοσμιοποίηση είναι αμοιβαία επωφελής εξ ορισμού. Μια «καραμέλα» που είναι πολύ γλυκιά όταν είσαι από τα μεγάλα σαρκοβόρα στη ζούγκλα, όχι όμως όταν αρχίσεις να γίνεσαι το… θήραμα.
Η ανοικτή αμφισβήτηση αυτών των ιδεών από την πραγματικότητα έρχεται σε μια στιγμή κατά την οποία τόσο πολιτικά όσο οικονομικά και στρατιωτικά, η Ευρώπη βρίσκεται σε σχετική αδυναμία.
Η βασική της «άμυνα» από πάσης πλευράς, δηλαδή το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, τελεί σε πολλές χώρες υπό εσωτερική αμφισβήτηση, ενώ κρίσιμοι πυλώνες του οικοδομήματος, στον οικονομικό αλλά κυρίως στον διπλωματικό και αμυντικό χώρο, βρίσκονται κυριολεκτικά σε εμβρυακό στάδιο. Κι από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ, επί προεδρίας Τραμπ, φαίνεται να επανεξετάζουν αν ο ρόλος του «διεθνούς χωροφύλακα» είναι σκόπιμος ή ακόμη και εφικτός (όπως σημειώσαμε σε προηγούμενο άρθρο).
Η κρισιμότητα της «στιγμής» είναι αναμφίβολα μεγάλη. Πλην όμως, η Ευρώπη, διασπασμένη στο εσωτερικό των χωρών-μελών της, μετέωρη ανάμεσα στις απαιτήσεις μιας πραγματικής ένωσης και στον εθνικισμό αιώνων, εθισμένη στην αδιάκοπη ευημερία πολλών δεκαετιών, δύσκολα θα ανταποκριθεί επαρκώς στις εξελίξεις.