Είναι εντυπωσιακό πόσος λόγος γίνεται για τις μεταρρυθμίσεις, τόσο από το εγχώριο πολιτικό σύστημα όσο και από τους δανειστές μας, όταν είναι ηλίου φαεινότερο ότι η χώρα δύσκολα θα περάσει σε φάση «δίκαιης βιώσιμης ανάπτυξης» (για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία της περιόδου), αν δεν λυθούν τα δύο πιο ακανθώδη προβλήματα των δημόσιων οικονομικών: το φορολογικό και το συνταξιοδοτικό.
Στο φορολογικό, το κεντρικό πρόβλημα ήταν και παραμένει ότι στη χώρα μας υπάρχουν δύο κατηγορίες φορολογούμενων. Αυτοί που μπορούν να κρύψουν σημαντικά εισοδήματα και αυτοί που δεν μπορούν.
Οι μεν πρώτοι συμβάλλουν πολύ λιγότερο απ’ όσο τους αναλογεί (κυρίως ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες, μικροεπιχειρηματίες, καθώς και ιδιαίτερα εύποροι άνθρωποι/μεγάλες επιχειρήσεις, που βρίσκουν τεχνοκρατικούς τρόπους να φοροαποφεύγουν).
Όλοι οι υπόλοιποι πληρώνουν, ολοένα και περισσότερο, τον λογαριασμό των προηγούμενων, με αλλαγές στο φορολογικό σύστημα που εκ προοιμίου δημιουργούν στρεβλώσεις, αδικίες, και οδηγούν μεγάλο μέρος των έως πρότινος ειλικρινών φορολογούμενων στην οδό της «αφανούς» εργασίας, ιδίως όταν το βάρος της πρόσθετης φορολόγησης οδηγεί σε οριακή απολαβή από την κανονική εργασία.
Η κατάσταση αυτή δεν πρόκειται βέβαια να αλλάξει με τη μείωση του αφορολόγητου, καθώς οι περισσότεροι φοροδιαφεύγοντες εμφανίζουν ούτως ή άλλως πολύ χαμηλότερα από τα πραγματικά εισοδήματα. Θα αλλάξει μόνον όταν περιοριστεί δραστικά η έκταση της φοροδιαφυγής, κάτι που προς το παρόν δεν φαίνεται να συμβαίνει.
Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση με το ασφαλιστικό/συνταξιοδοτικό, καθώς πέραν του προβλήματος της εισφοροδιαφυγής (που εντείνεται όσο αυξάνεται το ύψος των εισφορών), υπάρχουν τα συσσωρευμένα προβλήματα από το παρελθόν (με τη μορφή των ελλειμμάτων), η υψηλή ανεργία, αλλά και η αντεστραμμένη δημογραφική πυραμίδα, που εντείνει το πρόβλημα απλά και μόνο με το πέρασμα του χρόνου!
Πρόκειται στην κυριολεξία για «συμπληγάδες» που «λιώνουν» οικονομικά και κοινωνικά τη χώρα και δεν πρόκειται να ξεπεραστούν με την πρακτική των «τσιρότων» και των «μπαλωμάτων» που ακολουθείται μέχρι σήμερα. Αυτό, κατά την ταπεινή άποψη του υπογράφοντος, έχει ήδη φανεί μέσα στα χρόνια της κρίσης, ασχέτως αν διαδοχικές κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι πέτυχαν πολλά. Στην πραγματικότητα δεν πέτυχαν παρά ελάχιστα.
Είτε περικοπές έκαναν, είτε επιβάρυναν κυρίως εκείνους που μπορούσαν να «πιάσουν», χωρίς να αλλάξουν ουσιαστικά τη φιλοσοφία και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων λειτουργίας.
Για πόσο όμως μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι; Παρά την πρόσκαιρη υπεραπόδοση των εισπρακτικών μέτρων, όλα δείχνουν ότι το αδιέξοδο πλησιάζει. Στις συντάξεις, το ένα «ψαλίδι» διαδέχεται το άλλο, στον χώρο της υγείας, η κατάσταση είναι κάτι παραπάνω από μελανή, ενώ και στην πλευρά των φόρων, το ποσοστό των ανείσπρακτων απαιτήσεων του κράτους αρχίζει να λαμβάνει λίαν ανησυχητικές διαστάσεις, καθώς όσο μεγαλώνει ο αριθμός των πολιτών που «οφείλουν», τόσο αυξάνει και η πιθανότητα ότι μεγάλο μέρος των χρημάτων αυτών δεν πρόκειται να εισπραχθεί ποτέ.