Οι τελευταίες και εξαιρετικά ανησυχητικές για την Ελλάδα και τις λοιπές γειτονικές χώρες δηλώσεις του Ερντογάν, που αμφισβητούν τη Συνθήκη της Λωζάνης και ουσιαστικά εγκαινιάζουν μια εποχή δήθεν «αλυτρωτισμού» και έμμεσης αμφισβήτησης των επίσημων συνόρων της Τουρκίας, προκύπτουν κυρίως από την έντονη ανησυχία της Άγκυρας για τα τεκταινόμενα στο Ιράκ και στη Συρία, ιδίως σε ό,τι αφορά την ενδεχόμενη δημιουργία κουρδικού κράτους.
Διότι δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που εκτιμούν ότι τόσο το Ιράκ, όσο και η Συρία, κράτη που προέκυψαν τον 20ό αιώνα και έχουν πολυάριθμες μειονότητες στο έδαφός τους, δεν θα αποφύγουν τον διαμελισμό, εκ του οποίου θα προκύψει και το νέο κουρδικό κράτος, με πιθανή πρωτεύουσα την πολιορκούμενη Μοσούλη και τα πετρέλαιά της.
Ίσως δε το πιο σημαντικό στοιχείο στην εξέλιξη αυτής της υπόθεσης είναι ότι οι Αμερικανοί θεωρούν ότι οι Κούρδοι αποτελούν τον πλέον σημαντικό παράγοντα «ανάσχεσης» της ISIS σε μεγάλες περιοχές τόσο του Ιράκ, όσο και της Συρίας, αλλά και τον πλέον σημαντικό -και σταθερό- σύμμαχό τους στο έδαφος των δύο αυτών χωρών.
Αντίθετα με τα διάφορα «αντάρτικα» κινήματα που προσπάθησαν να ενισχύσουν στη Συρία, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και σε σύγκριση με τις επίσημες Ένοπλες Δυνάμεις του Ιράκ, οι «Πεσμεργκά», τα ένοπλα τμήματα των Κούρδων, αποδεικνύονται αξιόμαχα, σε σχέση με το μέγεθος και τις υποδομές που διαθέτουν, ενώ ο προσανατολισμός τους είναι ξεκάθαρα «κοσμικός», σε μια περιοχή που δύσκολα βρίσκει κάποιος συμμάχους που να μην ασπάζονται είτε τη μία (σιιτική), είτε την άλλη (σουνιτική) μορφή θρησκευτικού εξτρεμισμού.
Αυτός είναι άλλωστε και ένας από τους βασικούς λόγους που η Άγκυρα υποχρεώθηκε να στείλει στρατεύματα πέρα από τα σύνορά της, παρότι κατά τα προηγούμενα χρόνια κράτησε εξαιρετικά επαμφοτερίζουσα στάση σε σχέση με την ISIS και τον ακραίο σουνιτικό εξτρεμισμό που αυτή εκπροσωπεί, σε σημείο που να κατηγορείται ότι ενισχύει τη συγκεκριμένη οργάνωση, την ίδια ώρα που φιλοξενεί στο έδαφός της αμερικανικές ειδικές μονάδες εκπαίδευσης Σύριων ανταρτών που αντιτίθενται στην ISIS.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι αμερικανικά μέσα έχουν καταγράψει την αντίδραση Αμερικανών στρατιωτών που λαμβάνουν μέρος σε τέτοιου είδους προγράμματα εκπαίδευσης. Σύμφωνα με αυτούς, αισθάνονται ότι εκπαιδεύουν «τους φανατικούς τρομοκράτες της επόμενης ημέρας», καθώς θεωρούν ότι αρκετοί από τους εκπαιδευόμενους είναι στην πραγματικότητα εξίσου φανατικοί με τον «εχθρό» τους!
Μέσα σε αυτό το «κουβάρι» συμφερόντων (που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, πέρα από τις άμεσα αντιμαχόμενες πλευρές, το Ιράν, τις χώρες του Περσικού Κόλπου, με πρώτη τη Σαουδική Αραβία, τη Ρωσία, τις ΗΠΑ, την Τουρκία, καθώς και γειτονικές χώρες όπως το Ισραήλ και η Ιορδανία), οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να μη δυσαρεστήσουν την Τουρκία αλλά και τους Κούρδους, μια διπλωματική διαδικασία όμως που, σε βάθος χρόνου, δύσκολα θα μπορέσει να διατηρήσει αμφότερες τις πλευρές ευχαριστημένες.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, οι δηλώσεις και οι κινήσεις αυτές του Ερντογάν, όπως επίσης και οι συμβολισμοί που δημιουργεί ορίζοντας μόνιμο ιμάμη στην Αγιά Σοφιά, στοχεύουν αφενός να αναδείξουν την «ισχύ» της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης που έχει αδικηθεί από τον Δυτικό παράγοντα ως προς τα τρέχοντα σύνορα της (…κι εξακολουθεί να αδικείται είναι το μήνυμα) κι αφετέρου, να ευχαριστήσουν και να εμψυχώσουν το ισλαμικό ακροατήριο στο εσωτερικό της, εκείνες δηλαδή τις δυνάμεις που ουσιαστικά απέτρεψαν το εναντίον του πραξικόπημα, κατεβαίνοντας στους δρόμους.
Σε αντίστοιχο μήκος κύματος κινείται επίσης η καλλιέργεια σχέσεων με τη Ρωσία και το Ισραήλ (που αμφισβητεί τη στρατηγική επιλογή των Αμερικανών να ανοίξουν «παρτίδες» με το Ιράν), προκειμένου να πιεστεί ο αμερικανικός παράγοντας.
Εν ολίγοις, ο Ερντογάν «φουσκώνει» το τελευταίο διάστημα ωσάν… παγόνι, προκειμένου να παρουσιάσει την εικόνα ενός ισχυρού ηγέτη, αλλά και μιας μεγάλης χώρας που θυμάται τον ρόλο που διαδραμάτιζε στην ευρύτερη περιοχή, την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η εικόνα αυτή είναι βέβαια πλασματική, ακόμη και σε ό,τι αφορά το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεών της, μετά τις σαρωτικές διώξεις που ακολούθησαν το αποτυχημένο πραξικόπημα. Εν τούτοις, αντίθετα με το παγόνι, αυτό δεν καθιστά απαραιτήτως τη ριψοκίνδυνη και συχνά εμπρηστική τακτική του λιγότερο ανησυχητική.
Ο Ερντογάν είναι εδώ και καιρό παράγοντας αστάθειας και όχι σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Μετά το πραξικόπημα δε, που τον έφερε ακόμη πιο κοντά με το ισλαμικό στοιχείο αλλά και υπό την αναδυόμενη «απειλή» στα νότια σύνορα, φαίνεται ότι γίνεται ολοένα και πιο απρόβλεπτος.
Κι αυτό θα πρέπει να το λάβει πολύ σοβαρά υπόψη της η ελληνική εξωτερική και αμυντική πολιτική.