Μια κι έγινε πάλι πολύς λόγος τις προηγούμενες μέρες περί Grexit και δραχμής, θα ήταν ίσως σκόπιμο να επισημάνουμε ορισμένες κρίσιμες παραμέτρους.
Κάθε υπερεθνική προσπάθεια ενισχύεται όταν ολοένα και περισσότερα κράτη θέλουν να προσχωρήσουν σε αυτή κι αντίστοιχα υποσκάπτεται όταν υφιστάμενα μέλη αποχωρήσουν. Υπό αυτή την έννοια, το Brexit ήταν ένα σοβαρότατο πλήγμα για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην περίπτωση των νομισματικών ενώσεων, τα πράγματα είναι ακόμη πιο «σφικτά».
Αντίθετα με ό,τι εμφανίζεται να πιστεύει ο κ. Σόιμπλε, οι νομισματικές ενώσεις δεν μπορούν να λειτουργήσουν «αλά καρτ». Τουναντίον, αν ένα μέλος αποφασίσει ή πιεστεί να αποχωρήσει, αμέσως θα δημιουργηθούν αμφιβολίες για τη συνεκτικότητα της ένωσης αυτής και τα «γεράκια» των αγορών θα ψάξουν να βρουν τον επόμενο αδύναμο κρίκο.
Στην περίπτωση της Ευρωζώνης, το άλογο ήταν εξαρχής «κουτσό» και… παραμένει. Εκλαϊκεύοντας ως ένα βαθμό, η αχίλλειος πτέρνα της βρίσκεται στο γεγονός ότι ενώ οι ισχυροί οικονομικά Βόρειοι της ένωσης επωφελούνται (με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία) από το γεγονός ότι το ευρώ είναι λιγότερο «σκληρό» από το εθνικό νόμισμα που θα είχαν, εν τούτοις δεν είναι πρόθυμοι να προχωρήσουν σε «δημοσιονομικές μεταβιβάσεις», αγγλιστί fiscal transfers, προς τις πιο αδύναμες χώρες, οι οποίες αναγκάζονται να κινηθούν με πιο σκληρό νόμισμα από αυτό που κανονικά θα είχαν.
Με ακόμη λιγότερα λόγια, υπάρχει ένα κοινό νόμισμα, χωρίς όμως να υπάρχει κοινή δημοσιονομική πολιτική, αλλά και πραγματικά ενιαίες αγορές και συνθήκες ανταγωνισμού, είτε λόγω διαφοράς στα επιτόκια, είτε λόγω διαφορών στα επιμέρους θεσμικά πλαίσια.
Οι πλέον ρεαλιστές μεταξύ των αναλυτών (και των πολιτικών) αναγνωρίζουν ότι εκεί που έχουν φτάσει τα πράγματα, οικονομικά και πολιτικά (με χαρακτηριστικά παραδείγματα το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου αλλά και τα τεράστια προβλήματα που δημιούργησαν το προσφυγικό και η τρομοκρατία), η Ευρώπη (και η Ευρωζώνη) θα έχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο «πόρτες»: είτε την περαιτέρω ενοποίηση, είτε την αποσύνθεση του εγχειρήματος.
Σε ό,τι αφορά στην περαιτέρω ενοποίηση (που προϋποθέτει βεβαίως περαιτέρω εκχώρηση εθνικών εξουσιών σε υπερεθνικά όργανα), οι ίδιες οι κρίσεις που μεσολάβησαν, έχουν δημιουργήσει πλέον ισχυρές αντιστάσεις, όπως αυτές καταγράφονται στη ραγδαία άνοδο του «ευρωσκεπτικισμού», σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε την περίοδο της ευρωπαϊκής «ευμάρειας».
Ωστόσο ούτε η λύση της αποσύνθεσης είναι εύκολη, όπως κάποιοι νομίζουν. Κι όχι μόνον εξαιτίας του τεράστιου πολιτικού και κοινωνικού κεφαλαίου που δαπανήθηκε στην ανέγερση του πανευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Η έξοδος από το εγχείρημα δεν είναι απλή ακόμη κι όταν πρόκειται για την έξοδο μιας ισχυρής χώρας, όπως η Μεγάλη Βρετανία, από το πιο «χαλαρό» σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα πράγματα είναι εξαιρετικά πιο δύσκολα όταν πρόκειται για την Ευρωζώνη, η οποία πρακτικά σχεδιάστηκε για να λειτουργήσει ως ένα εγχείρημα χωρίς επιστροφή!
Κι αυτό εξηγεί ίσως, εν μέρει, το φαινόμενο της «αδράνειας» που παρατηρείται τόσο συχνά, μέσα σε αυτούς τους ομόκεντρους ευρωπαϊκούς κύκλους. Πολύ απλά, με τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, ο δρόμος δεν είναι καθόλου εύκολος, όποια από τις «πόρτες» κι αν ανοίξει η Ευρώπη, είτε προς τα εμπρός, είτε προς τα πίσω!
Κατά την ταπεινή άποψη του υπογράφοντος, το τι θα συμβεί, θα κριθεί κατά κύριο λόγο από τη στάση των τριών μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών που μετέχουν στην Ευρωζώνη: της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Η Ιταλοί έχουν ήδη αρχίσει να αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν οικονομικά τη Γερμανία κι ότι αν δεν αλλάξει η «αρχιτεκτονική» λειτουργίας της Ευρωζώνης, ενδεχομένως να μη συμφέρει τις παραγωγικές τους τάξεις.
Οι Γερμανοί δεν φαίνονται διατεθειμένοι, κι όχι μόνο για «ηθικούς» λόγους, όπως συνηθίζουν να διατυμπανίζουν, να δεχτούν δημοσιονομικές μεταφορές, ή μια δομή στην οποία δεν θα έχουν τον πρώτο και εν πολλοίς τον τελευταίο λόγο.
Οι Γάλλοι, μέχρι στιγμής, πιθανώς και για λόγους εθνικής υπερηφάνειας, δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί πως ό,τι ισχύει για την Ιταλία, ισχύει λίγο-πολύ και για τους ίδιους. Τους είναι δύσκολο -ψυχολογικά- ως έθνος, να παραδεχτούν ότι ενώ η Ενωση στηρίχθηκε στο κεντρικό δίπολο Γερμανίας-Γαλλίας, σταδιακά αλλά νομοτελειακά, μετατρέπονται, κυρίους για λόγους οικονομικούς, σε δεύτερο «βιολί».
Εκτιμώ όμως ότι αργά ή γρήγορα θα το καταλάβουν. Και τότε θα επέλθει ο μεγάλος κίνδυνος ενός πραγματικού ρήγματος στον άξονα Βορρά-Νότου, με τη Γαλλία να αποδέχεται ηγετικό ρόλο στη δεύτερη παράταξη. Ένα ρήγμα που δεν θα προξενούσε έκπληξη, αν οδηγούσε τελικά στη διάσπαση της Ευρωζώνης στα δύο.
Ο κίνδυνος, θα πρέπει όλοι να το συνειδητοποιήσουμε, είναι υπαρκτός. Όπως υπαρκτός είναι και ο κίνδυνος διάλυσης κι όχι διάσπασης, ενδεχομένως εξαιτίας ενός «μεγάλου ατυχήματος» στο τραπεζικό σύστημα, ή κάποιας άλλης απρόβλεπτης σήμερα κρίσης με οικονομικά η γεωπολιτικά αίτια.
Εν ολίγοις, όσοι επιθυμούμε την περαιτέρω ενοποίηση της Ευρώπης, διαβλέποντας την ευρύτερη σημασία του εγχειρήματος, με όρους όχι απλά οικονομικούς αλλά και γεωπολιτικούς, ακόμη και πολιτισμικούς, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, θα πρέπει να έχουμε κατά νου μερικά απλά πράγματα.
1. Ότι αυτό προϋποθέτει τη σταδιακή αλλά συνεχή μεταβίβαση εξουσίας σε υπερεθνικά όργανα, τα οποία όμως πρέπει να εκλέγονται κι όχι να διορίζονται, είτε εμμέσως, είτε αμέσως. Ούτε βεβαίως μπορεί η Ευρωζώνη να συνεχίσει επ' άπειρον να διοικείται από θεσμούς όπως το Eurogroup, στο πλαίσιο του οποίου εκφράζονται ξεκάθαρα επιμέρους εθνικά συμφέροντα και ισορροπίες -οικονομικών κυρίως- δυνάμεων.
2. Ότι η προώθηση μιας «γερμανοκεντρικής» Ευρώπης, το πιθανότερο είναι να αποδειχθεί καταστροφική για το όλο εγχείρημα.
3. Ότι όσο ογκώδη θεμέλια κι αν έχει η ευρωπαϊκή ενοποίηση, το πιθανότερο είναι ότι θα καταρρεύσει, εάν σταματήσει να αντιπροσωπεύει μια ιδέα και μια προοπτική στηριγμένη στα δημοκρατικά ιδεώδη και στο κοινωνικό συμφέρον, ώστε να είναι θελκτική για τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών στις χώρες που συμμετέχουν σε αυτό.
4. Ότι η προοπτική αναγκαστικής de facto μετάβασης σε μια άλλη κατάσταση (ακόμη και μιας επιστροφής στη δραχμή) αποτελεί ενδεχόμενο που δεν μπορεί να παραβλέπεται από καμία εθνική ηγεσία, τουναντίον πρέπει να υπάρχουν σχεδιασμοί αντίδρασης δια «παν ενδεχόμενο», έστω κι αν αυτοί κρατούνται ως επτασφράγιστα μυστικά.
Ουδείς υποθέτω θα ήθελε έναν πόλεμο με γειτονική χώρα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις και οι πολιτικές ηγεσίες απαλλάσσονται της υποχρέωσης να έχουν όσο το δυνατόν καλύτερα αμυντικά σχέδια εξουδετέρωσης μιας πιθανής απειλής.