Η στρατηγική της έντασης που επικρατεί εδώ και μήνες μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, με τους μεν να κατηγορούν τους δε ότι κατέστρεψαν (οι παλαιοί) ή καταστρέφουν (οι τωρινοί) τη χώρα, τίποτε δυστυχώς δεν προσφέρει στην επίλυση των προβλημάτων της κοινωνίας.
Τα βασικά προβλήματα της οικονομίας (και κατ' επέκταση της κοινωνίας), όπως έχουν περιγραφεί ξανά σε προηγούμενα σχόλια και με δεδομένη την ύπαρξη των συμφωνιών με τους πιστωτές μας, είναι τρία:
- Όσο δεν μεγαλώνει η «πίτα», δηλαδή το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, τόσο θα κυριαρχεί το απελπιστικό δίλημμα μεταξύ νέων περικοπών (δηλαδή κυρίως περικοπών σε συντάξεις και μισθούς -οι υπόλοιπες δαπάνες έχουν περιοριστεί σχεδόν ως το μη περαιτέρω) και νέων φόρων.
- Όσο δεν καταπολεμάται ουσιαστικά η φοροδιαφυγή, ούτως ώστε να απεικονιστεί με ακρίβεια η περιουσιακή και εισοδηματική κατάσταση κάθε πολίτη, θα συνεχίζεται η υπερφορολόγηση των μισθωτών και των λοιπών «ειλικρινών» φορολογούμενων, δημιουργώντας συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού αλλά και ενθάρρυνσης στην απόκρυψη εισοδημάτων.
- Όσο δεν υπάρχει ένα οργανωμένο σχέδιο ανάπτυξης με έμφαση στην εξωστρέφεια (τουρισμός, εξαγωγές) και στη στοχευμένη υποκατάσταση εισαγωγών, δεν πρόκειται να λυθούν οι ανισορροπίες στο εμπορικό ισοζύγιο που σήμερα βρίσκονται σε ύφεση, κυρίως εξαιτίας της μεγάλης μείωσης των εισαγωγών, ως αποτέλεσμα της κατάπτωσης στην εσωτερική ζήτηση και κυρίως στην κατανάλωση.
Εν τούτοις, τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση εμφανίζονται εντελώς ανέτοιμες να παρουσιάσουν λύσεις προς αυτή την κατεύθυνση, ή έστω να προχωρήσουν σε εκτεταμένες επαφές με τους παραγωγικούς φορείς, προκειμένου να βρεθούν σταδιακά κάποια σημεία «ευρείας συναίνεσης».
Η μεν κυβέρνηση εμφανίζεται να πιστεύει ότι η ανάπτυξη θα πέσει ως «ώριμο φρούτο», από ένα δένδρο εξωγενών παραγόντων, όπως το κλείσιμο της διαδικασίας αξιολόγησης και η έναρξη της διαδικασίας ρύθμισης του χρέους, επενδύοντας στη λογική του «πιεσμένου ελατηρίου».
Οι παράγοντες αυτοί αποτελούν μεν αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για «βιώσιμη ανάπτυξη». Η αποσυμπίεση του ελατηρίου της οικονομίας σε ένα περιβάλλον μεγάλων φορολογικών επιβαρύνσεων, πολύ σημαντικών γραφειοκρατικών εμποδίων κι ενός θεσμικού πλαισίου που εξακολουθεί να αντιπαλεύει την επιχειρηματικότητα σχεδόν σε κάθε τομέα, ενδέχεται να αποδειχτεί πρόσκαιρη απατηλή ανάσα, ιδίως όταν το γενικότερο διεθνές περιβάλλον είναι γεμάτο αβεβαιότητα.
Από την πλευρά της, η αντιπολίτευση επικεντρώνεται στο θέμα της φορολογίας και των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών, χωρίς να παρουσιάζει κάποια πρόταση για το πώς θα καταστεί δυνατή η μείωση της φορολογίας, χωρίς ισόποσες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, που όπως είπαμε, αφορούν πλέον κυρίως μισθούς και συντάξεις.
Και πολύ περισσότερο, χωρίς να έχει -ακόμη και σήμερα, μετά από τουλάχιστον οκτώ χρόνια κρίσης- ένα οργανωμένο σχέδιο ανάπτυξης.
Εξίσου επιβαρυντικός είναι όμως και ο ρόλος που διαδραματίζουν οι λεγόμενες παραγωγικές τάξεις. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι διάφορες μορφές «εργοδοτικών φορέων» αναλώνονται στην υπεράσπιση επιμέρους κλαδικών συμφερόντων, ακόμη κι όταν έχει ήδη καταστεί προφανές ότι ορισμένοι κλάδοι ΔΕΝ γίνεται να παραμείνουν με τη μορφή που είχαν.
Είτε διότι αποτέλεσαν δημιούργημα του οικονομικού μοντέλου «εσωτερικής κατανάλωσης με δανεικά», είτε διότι έχουν πρόβλημα στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας.
Αυτό που κατά κανόνα λείπει είναι οι δημιουργικές, καινοτομικές, ρηξικέλευθες (έστω για τα ελληνικά δεδομένα) προτάσεις, με την πλειονότητα της επιχειρηματικότητας να μαστίζεται από την αδράνεια του «έτσι μάθαμε, αυτό ξέρουμε, αυτό θέλουμε», ακόμη κι όταν είναι ηλίου φαεινότερο ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Λυπηρό επίσης είναι ότι το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων, που σε πλείστες περιπτώσεις ζητούν πράγματα ακατόρθωτα όπως η παραμονή εν ζωή χρεοκοπημένων επιχειρήσεων, όταν μάλιστα οι τομείς στους οποίους αυτές δραστηριοποιούνται είναι συλλογικά προβληματικοί λόγω αθρόας υπερπροσφοράς και μειωμένης ζήτησης.
Με άλλα λόγια, ακόμη και σήμερα, οκτώ χρόνια μετά την έλευση της κρίσης και πάνω από έξι χρόνια μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, μπορεί να υπάρχει ένταση, και μάλιστα υψηλή, μεταξύ των πολιτικών σχηματισμών, των διαφόρων κοινωνικών ομάδων κ.λπ., αλλά δεν υπάρχουν ουσιαστικές προτάσεις και συναίνεση σε ορατές «λύσεις».
Ίσως γιατί οι περισσότεροι εξακολουθούν να επιθυμούν το παρελθόν και να «αρνούνται» την πραγματικότητα…