Σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις της χώρας τα τελευταία χρόνια μιλούν για την ανάγκη αλλαγής οικονομικού μοντέλου. Τι σημαίνει όμως αυτό πρακτικά και κυρίως τι σημαίνει για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού -και εν μέρει του δημόσιου τομέα-, ουδείς έχει επιχειρήσει να εξηγήσει.
To ίδιο, δε, συνέβη και με τις ομιλίες του πρωθυπουργού αλλά και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επ’ ευκαιρία της φετινής ΔΕΘ. Μίλησαν για ανάπτυξη, αλλά απέφυγαν τις... λεπτομέρειες και τις εξηγήσεις, παρότι τα πράγματα είναι αρκετά απλά.
Επί δεκαετίες η ελληνική οικονομία στηρίχθηκε σε ένα μοντέλο που βασίστηκε στην υπερβολική κατανάλωση και τις συχνά σπάταλες δημόσιες επενδύσεις. Πίσω από αυτό το μοντέλο κρύβονταν βεβαίως τα «δανεικά» που ελάμβανε ο δημόσιος και -λιγότερο- ο ιδιωτικός τομέας.
Πέρα από το ξεχείλωμα των κρατικών ελλειμμάτων και την εκτόξευση του χρέους, το αποτέλεσμα αυτού του μοντέλου ήταν και η εκτόξευση του ισοζυγίου συναλλαγών με το εξωτερικό.
Με απλά λόγια, η χώρα ξόδευε μεγάλο μέρος των διαθεσίμων της για να εισαγάγει προϊόντα και υπηρεσίες, ενώ οι εξαγωγές της ήταν πολύ μικρότερες, συγκριτικά θα λέγαμε μηδαμινές.
Ταυτόχρονα, δεδομένου του «εύκολου» κέρδους στο εσωτερικό, ο ιδιωτικός τομέας στράφηκε κυρίως στην κάλυψη της εσωτερικής ζήτησης (κυρίως καταναλωτικής), την ίδια ώρα που η διεθνής ανταγωνιστικότητά του περιοριζόταν συνεχώς.
Κοινώς, σε πολύ μεγάλο βαθμό η ελληνική οικονομία λειτουργούσε ως κλειστό κύκλωμα, αλλά με χρηματοδότηση (δανεικά) από εξωτερικές πηγές!
Το πόσο ηχηρά κατέρρευσε αυτό το μοντέλο το έχουμε νιώσει όλοι στο πετσί μας. Κι όμως, τα βασικά συστατικά του στοιχεία παραμένουν σχεδόν ίδια ενώ εμείς, ως κοινωνία, δεν φαίνεται να έχουμε αντιληφθεί τις συνέπειες των επιλογών μας!
Κι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα η συντριπτική πλειονότητα των νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων επικεντρώνεται στους χώρους που παραδοσιακά «έχουμε μάθει». Μαγαζιά, φαγάδικα, παροχή υπηρεσιών και γενικώς δραστηριότητες που απευθύνονται στην εσωτερική κατανάλωση, παρότι η τελευταία συνεχώς περιορίζεται!
Το κωμικοτραγικό της ιστορίας είναι ότι ακόμη κι αν με κάποιο μαγικό τρόπο μπορούσε να αυξηθεί η εσωτερική κατανάλωση κάτω από τις σημερινές συνθήκες, θα δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα στο εξωτερικό ισοζύγιο, το άνοιγμα του οποίου έχει περιοριστεί δραστικά, αλλά όχι τόσο λόγω της αύξησης των εξαγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, όσο λόγω της μείωσης των εισαγωγών που επέφερε ο περιορισμός του εισοδήματος και της κατανάλωσης!
Με απλά και πάλι λόγια, για να πάρει μπροστά η οικονομία, χωρίς να διαταράξει βλαπτικά τα μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας, απαιτείται αλλαγή των διαμορφωμένων ισορροπιών στο εξωτερικό ισοζύγιο, ήτοι σημαντική ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.
Δηλαδή αύξηση των ξένων επενδύσεων, αύξηση των εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών, και σε όποιο βαθμό μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, υποκατάσταση των εισαγωγών από εγχώρια παραγόμενα προϊόντα, με μεγάλη εγχώρια προστιθέμενη αξία.
Προφανώς το τουριστικό προϊόν της χώρας, η έμφαση σε real estate development που θα απευθύνεται σε πελάτες εξωτερικού, αποτελούν τους πιο «βατούς» δρόμους για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού, αλλά όχι τους μόνους.
Η στοχευμένη προσπάθεια υποκατάστασης εισαγόμενων προϊόντων, σε τομείς που αυτό έχει πιθανότητες να πετύχει στην πράξη, αλλά και η έμφαση στη δημιουργία εξαγώγιμων προϊόντων, προϋποθέτουν όχι απλά χρηματοδοτικούς πόρους αλλά και αλλαγή νοοτροπίας στον ελληνικό επιχειρηματικό κόσμο, που συνήθισε σε μορφές οργάνωσης και λειτουργίας οι οποίες κατά κανόνα δεν μπορούν να σταθούν στο διεθνές περιβάλλον.
Προϋποθέτει επίσης και σημαντική αναδιάταξη του εργασιακού δυναμικού της χώρας προς άλλες κατευθύνσεις, από εκείνες που κυριάρχησαν με βάση το προηγούμενο μοντέλο.
Πρόκειται για διαδικασία δύσκολη, επίπονη και βεβαίως οδυνηρή για εκείνους που είτε ως εργοδότες, είτε ως εργαζόμενοι έχτισαν τη ζωή τους με βάση τα παλαιότερα δεδομένα.
Εν τούτοις πρόκειται και για μονόδρομο, καθώς οι συνθήκες έχουν αλλάξει ανεπιστρεπτί.
Για την πλειονότητα των επιχειρήσεων, μικρών ή μεγαλύτερων, που κινούνται σήμερα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας (με οφειλές σε τράπεζες, φόρους, μισθούς και εισφορές), η προσδοκία ανάκαμψης της εσωτερικής ζήτησης αποτελεί φρούδα ελπίδα.
Η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος όμως δεν έχει ακόμη επέλθει, ακριβώς διότι οι πολιτικο-οικονομικές ηγεσίες αρνούνται να πουν τη σκληρή αλήθεια: Μιλούν για την ανάπτυξη αορίστως και χωρίς να θίγουν τις δυσάρεστες πτυχές που αυτή θα έχει, για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, προκειμένου να είναι πραγματικά βιώσιμη.
Η αλλαγή του οικονομικού μοντέλου δεν θα επέλθει χωρίς σημαντική περαιτέρω αναταραχή, καθώς παραδοσιακοί τομείς θα συνεχίσουν να φθίνουν και η μετάβαση των απασχολούμενων στους «νέους» τομείς, είτε πρόκειται περί εργαζόμενων, είτε περί εργοδοτών και αυτοαπασχολούμενων, ακόμη και υπό τις καλύτερες συνθήκες, δεν θα γίνει με ευκολία, από τη μια μέρα στην άλλη. Η διαδικασία, ακόμη και στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα είναι πολυετής.
Τα πράγματα θα ήταν βεβαίως κάπως πιο εύκολα, αν υπήρχαν μελέτες, σχεδιασμός για τις βασικές παραμέτρους του νέου οικονομικού μοντέλου, αλλά κι αν κτίζονταν σταδιακά οργανωμένες δομές για την επιμόρφωση του ανθρώπινου δυναμικού, που θα διευκόλυναν αυτή τη «στοχευμένη» μετάβαση.
Δυστυχώς όμως έως στιγμής το μόνο που υπάρχει είναι η αδράνεια, η αντίσταση στην (αναπόφευκτη) αλλαγή και η εμμονή σε δεδομένα περασμένων εποχών!