«You can talk the talk, but can you walk the walk?» λέει μια αγγλοσαξονική έκφραση, που φαίνεται να ταιριάζει «κουτί» στην περίπτωση της ηγεμονικής στον ευρωπαϊκό χώρο Γερμανίας, από την οποία προήλθε η «ηθικοπλαστική» άποψη και θεωρία για την ευρωπαϊκή κρίση.
Διακατεχόμενη από τον διαρκή φόβο ότι θα κληθεί να πληρώσει «τα σπασμένα» άλλων χωρών της Ευρωζώνης (παρότι η ίδια υπήρξε, λόγω μεγέθους και ανταγωνιστικότητας, ο μεγάλος ωφελημένος του ευρώ επί μια δεκαπενταετία), η Γερμανία επέβαλε μια σειρά από ευρω-κανόνες, που δύσκολα θα άγγιζαν την ίδια.
Ώσπου ήρθε η ώρα της… Deutsche Bank!
Μια τράπεζα που αποτελεί κυριολεκτικά την «Εθνική» τράπεζα της χώρας, τη σημαία του τραπεζικού συστήματός της, βλέπει τη μετοχή της να καταρρέει, θεωρείται από έγκυρα αμερικανικά ιδρύματα ως η μεγαλύτερη πηγή κινδύνου σήμερα για τον διεθνή χρηματοπιστωτικό τομέα, κι οδηγεί αυτό το διάστημα σε σημαντική πτώση τις χρηματιστηριακές αγορές.
Πρόκειται για έναν πραγματικό κολοσσό, με τεράστιες θέσεις σε χρηματιστηριακά παράγωγα προϊόντα, ενώ ταυτόχρονα ο ισολογισμός της είναι υπερπολλαπλάσιος του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος της Γερμανίας.
Αφορμή για την τελευταία περιπέτεια της Deutsche Bank είναι ο επικείμενος συμβιβασμός με τις αμερικανικές αρχές για τις «ατασθαλίες» της στο τεράστιο σκάνδαλο των τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων, που οδήγησε στη μεγάλη τραπεζική κρίση του 2008.
Οι φήμες ότι θα της επιβληθεί πρόστιμο-ρεκόρ ύψους 14 δισ. δολαρίων καταπόντισαν τη μετοχή, ενώ την Παρασκευή άλλες φήμες για ένα συμβιβασμό στα 5,4 δισ. δολάρια έφεραν ένα «γενναίο» ριμπάουντ.
Οι βαθύτερες αιτίες όμως είναι πολύ πιο ανησυχητικές και αφορούν α) τα «κρυφά» στοιχεία του ισολογισμού της, που δεν αποτιμώνται σε όρους αγοράς (mark to market) ενώ πλησιάζουν σε μέγεθος το μισό των ιδίων κεφαλαίων της, β) τη χαμηλή κερδοφορία της και την έλλειψη προοπτικής στην εσωτερική αγορά της Γερμανίας.
Μάλλον δικαιολογημένα λοιπόν, κατόπιν των όσων έχουν συμβεί, αυτό που απασχολεί το τελευταίο διάστημα την επικαιρότητα είναι τι θα συμβεί στην περίπτωση που η τράπεζα χρειαστεί μια «διάσωση».
Με βάση τα όσα θεσπίστηκαν το τελευταίο διάστημα στην Ευρώπη (με την πλήρη ενθάρρυνση και αποδοχή της γερμανικής πλευράς), σε περίπτωση που απαιτηθεί η «διάσωσή» της, τότε αυτή θα πρέπει κανονικά να γίνει με «bail in», δηλαδή με επιβάρυνση των μετόχων, των πιστωτών της τράπεζας κι εντέλει, αν χρειαστεί, με κούρεμα των καταθετών της κι όχι με «bail out», δηλαδή με κρατική χρηματοδότηση κι επιβάρυνση των φορολογουμένων.
Το ερώτημα είναι τι θα πράξει η γερμανική κυβέρνηση, στην περίπτωση που συμβεί το μοιραίο και η τράπεζα δεν μπορέσει να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα κεφάλαια για να καλύψει την «τρύπα».
Θα επιμείνει στην «ηθική» θέση ότι το βάρος θα πρέπει να φέρουν οι μέτοχοι, οι πιστωτές, ακόμη και οι καταθέτες της, ή θα σπεύσει ως κράτος να βοηθήσει τη μεγαλύτερη τράπεζά της, προκειμένου να αποφευχθούν οι τεράστιοι κραδασμοί που θα δημιουργηθούν σε άλλη περίπτωση, με επίκεντρο αυτή τη φορά τη γερμανική οικονομία;
Παρά την ανάσα της Παρασκευής, πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι κάθε μέρα που περνά χωρίς να αίρονται τα ανοικτά ζητήματα, το πρόβλημα της Deutsche Bank μεγαλώνει, καθώς κάποιοι πελάτες αποσύρουν την εμπιστοσύνη και τα κεφάλαιά τους (όπως συνέβη τις αμέσως προηγούμενες ημέρες με ορισμένα Hedge Funds), η μετοχή πιέζεται και οι συναλλασσόμενοι με την τράπεζα αισθάνονται ολοένα και μεγαλύτερη ανασφάλεια.
Κι αν η τράπεζα δεν κινδυνεύει άμεσα από ένα bank run, καθώς διαθέτει πολύ σημαντική ρευστότητα αλλά και τις «πλάτες» της ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων με πρόσθετη ρευστότητα από το «ευρωσύστημα», είναι πολλοί εκείνοι που εκτιμούν ότι ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη ένα «bank jog», μια σταδιακή απόσυρση κεφαλαίων, από όσους «θέλουν να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο», η οποία αν συνεχιστεί, θα δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πίεση στη μετοχή μεταφράζεται ευθέως και ως πίεση των αγορών προς τη γερμανική κυβέρνηση να δηλώσει ότι θα στηρίξει την τράπεζα. Μια δήλωση που προς το παρόν δεν έχει έρθει, ακριβώς διότι η Γερμανία αντιλαμβάνεται ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς αντίθετο με όσα πρεσβεύει στις ευρωπαϊκές και διεθνείς οικονομικές σχέσεις.
Όπως αντιλαμβάνεται ότι μετά τα πλήγματα στην αξιοπιστία των γερμανικών διεθνών εταιριών, με τα σκάνδαλα της Siemens, το φιάσκο της Volkswagen και τις ατασθαλίες της Deutsche Bank, τώρα δοκιμάζεται και η αξιοπιστία των γερμανικών κρατικών αρχών, του ίδιου του κ. Σόιμπλε, ο οποίος έχει εκπροσωπήσει με τον πιο απόλυτο τρόπο την «πουριτανική» οικονομική κοσμοθεωρία της κυβέρνησης της χώρας του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η κα Μέρκελ μένει έξω από το κάδρο.
Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, αφού η πλειονότητα της κοινής γνώμης, αλλά και μεγάλο μέρος των πολιτικών αντιπάλων της Γερμανίδας καγκελάριου τάσσονται ενάντια σε μια διάσωση με τα λεφτά των φορολογουμένων.
Το πολιτικό δίλημμα είναι μεγάλο, όπως μεγάλη θα συνεχίσει να είναι και η πίεση των αγορών, προκειμένου να «εκβιάσουν» τη στήριξη της κυβέρνησης προς την επίμαχη τράπεζα. Το τι θα συμβεί, είναι δύσκολο να προβλεφθεί.
Το βέβαιο είναι ότι αν συμβεί κάτι στην τράπεζα-κολοσσό, η θέση της Γερμανίας θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, είτε τη στηρίξει το κράτος, είτε όχι.
Στην πρώτη περίπτωση, η αξιοπιστία της Γερμανίας θα υποστεί τεράστιο πλήγμα, ενώ στη δεύτερη, θα είναι εκείνη που θα δοκιμάσει πρώτη το πικρό «φάρμακό» της, με όλες τις συνέπειες που αναπόφευκτα θα προκύψουν.
Ακόμη όμως κι αν δεν απαιτηθεί μια διάσωση στο προσεχές διάστημα, η Γερμανία δεν θα βγει αλώβητη. Αυτή τη φορά είναι ο δικός της τραπεζικός τομέας που έχει βρεθεί στο επίκεντρο, ενώ το γεγονός ότι μετά τη Volkswagen, μία ακόμη «εμβληματική» γερμανική εταιρία βρέθηκε να κυριαρχεί με τρόπο αρνητικό στα διεθνή πρωτοσέλιδα, ενισχύει τα ρήγματα στην εικόνα της «ηθικής» οικονομίας-παράδειγμα, που προσπάθησε να προβάλει τα τελευταία χρόνια.
ΥΓ: Όπως και στην περίπτωση του σκανδάλου με τους ρύπους της Volkswagen, έτσι και τώρα, δεν είναι λίγοι εντός και εκτός Γερμανίας εκείνοι που βλέπουν «δάκτυλο» αμερικανικών συμφερόντων, που δρα εναντίον τους. Μπορεί να είναι έτσι, μπορεί και όχι. Το σίγουρο είναι ότι η εμμονή των Γερμανών σε μια δογματική οικονομική πολιτική δημιουργεί πια πολλούς εχθρούς στο διεθνές σκηνικό. Μεταξύ αυτών -με κομψό επιφανειακά τρόπο- είναι όντως και οι Αμερικανοί, που έχουν εντελώς διαφορετική φιλοσοφία στην αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων και θεωρούν ότι η στάση των Γερμανών δυσχεραίνει την επίλυση των προβλημάτων στην Ευρώπη.