Τώρα που η συμφωνία φαίνεται να είναι θέμα 24ώρων, είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή να αποσαφηνίσουμε που θα κριθεί πρακτικά, για την οικονομία, η σχετική έστω επιτυχία της πολύμηνης προσπάθειας της κυβέρνησης, μιας και ήταν εξ αρχής ξεκάθαρο ότι απόλυτη επιτυχία δεν επρόκειτο να υπάρξει.
Τα κρίσιμα θέματα είναι δύο: Χρηματοδότηση και ρευστότητα για την οικονομία, αναδιάρθρωση του χρέους.
Στο θέμα του χρέους η κυβέρνηση εμφανίζεται να προωθεί την αναχρηματοδότηση των «ακριβών» ομολόγων που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης, με ομόλογα του EFSF. Αν καταφέρει να το περάσει, θα είναι μια πολύ σημαντική επιτυχία, καθώς θα ετεροχρονιστούν στο απώτερο μέλλον και με πολύ μικρό επιτόκιο, πληρωμές ύψους περίπου 27 δισ. ευρώ, που έπρεπε να γίνουν σύντομα.
Ωστόσο αν αυτό δεν γίνει αποδεκτό σε τούτη τη φάση, (όπως διαφαίνεται μέχρι στιγμής) θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε αν η τρέχουσα συμφωνία παράτασης θα εμπεριέχει έστω κάποιες σαφείς δεσμεύσεις για μελλοντική ρύθμιση, κάτι που συνέβη αλλά με εντελώς ασαφή και απροσδιόριστο τρόπο, το 2012.
Εάν συμβεί έστω και αυτό θα είναι μια-μικρή- ελληνική επιτυχία, το ακριβές μέγεθος της οποίας θα εξαρτηθεί προφανώς, από τις ακριβείς διατυπώσεις.
Πολύ περισσότερα όμως θα εξαρτηθούν από το σχέδιο χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας- και όχι μόνον του κράτους- που θα συνοδεύσει την όποια συμφωνία. Από την αναπτυξιακή διάσταση που θα προσφέρει.
Τα νούμερα που έχουν ακουστεί είναι πολλά. Από τα 35 δισ. ευρώ που κατά δήλωση του «διασφάλισε» ο κ. Γιούνκερ στην Ελλάδα, ως το 2020, μέχρι τα 18 δισ. που ανέφερε σε πρόσφατα ρεπορτάζ ο διεθνής Τύπος.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχει σημασία είναι να λάβει το κράτος αρκετά περιθώρια χρηματοδότησης (χωρίς νέα δάνεια-αυτό είναι βέβαιο) ώστε όχι απλά να πληρώνει τις εκάστοτε δόσεις προς το εξωτερικό, αλλά και να χρηματοδοτήσει την οικονομία, πληρώνοντας π.χ. τα καθυστερούμενα που έχει, αξίας πολλών δισ. ευρώ, προς τον ιδιωτικό τομέα.
Μια «μπακάλικη» προσέγγιση λέει ότι το ποσό που προκύπτει, μέσα στα πλαίσια των προηγουμένως συμφωνηθέντων, θα μπορούσε πράγματι να ανέλθει σε περίπου 18 δισ. ευρώ, ή και παραπάνω, ως εξής:
-1,8 δισ. ευρώ από την τελευταία δόση του υφιστάμενου προγράμματος
-1,9 δισ. από τα κέρδη που έχουν αποκομίσει ξένες κεντρικές τράπεζες, μέσω ελληνικών ομολόγων, το 2004.
-Περίπου 1,4 δισ. ευρώ, από τα αντίστοιχα κέρδη του τρέχοντος έτους.
-Περίπου 10,9 δισ. ευρώ, εφόσον επιτρέψουν οι δανειστές την αλλαγή χρήσης των κεφαλαίων που ήταν δεσμευμένα στο ΤΧΣ για ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών. Να σημειώσουμε δε ότι τα χρήματα αυτά εφόσον υπάρχει συμφωνία, έχουν πάψει να είναι απαραίτητα για τις τράπεζες, (πέρα από ένα απόθεμα ασφαλείας), κι ότι αν παρελπίδα χρειάζονταν θα σήμαιναν την εκ νέου κρατικοποίηση των τραπεζών και την εξάλειψη όλων των ιδιωτών μετόχων τους.
-Ακόμη 2 δισ. ευρώ, από την αύξηση της «οροφής» που έχει θέσει η ΕΚΤ στις αγορές εντόκων γραμματίων, από τις ελληνικές τράπεζες.
Πέραν αυτών, υπάρχει πάντα η πιθανότητα νέας εκταμίευσης και από το ΔΝΤ, που θα επέτρεπε να υπάρξει και το απόθεμα ασφαλείας στο ΤΧΣ, που προαναφέραμε, (το οποίο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και από μια Bad Bank) χωρίς να μεταβληθεί το διαθέσιμο ποσό για άλλες χρήσεις.
Από μόνα τους τα ποσά αυτά- αν επιβεβαιωθούν- υπερκαλύπτουν τις δανειακές υποχρεώσεις για περίπου 1 χρόνο, αφήνοντας περιθώριο και για πληρωμή των οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα.
Προφανώς το κατά πολύ μεγαλύτερο ποσό στο οποίο αναφέρθηκε ξανά τη Δευτέρα ο κ. Γιούνκερ, τονίζοντας ότι 1 δισ. ευρώ μπορεί να δοθεί άμεσα μέσα στο β εξάμηνο και σημειώνοντας ότι δεν αφορά τα γνωστά κονδύλια των μνημονίων, θα πρέπει να περιλαμβάνει χρήματα από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο για την ανακούφιση της ανθρωπιστικής κρίσης, όσο και για την ενίσχυση της ανάπτυξης.
Το πώς ακριβώς θα γίνει αυτό, μέλλει να το διαπιστώσουμε. Το ποσό πάντως είναι ιλιγγιώδες.
Αν όντως επιβεβαιωθούν τα παραπάνω, τότε για πρώτη φορά θα υπάρχει πιθανότητα για ανάπτυξη στην Ελλάδα, παρά τη σειρά υφεσιακών μέτρων που ξεκάθαρα περιλαμβάνει η εκκολαπτόμενη συμφωνία, με πρώτο θύμα την κατανάλωση (αυξήσεις ΦΠΑ, περικοπές κ.λπ.) και δεύτερο τις ιδιωτικές επενδύσεις (μέσω της φορολόγησης των κερδοφόρων εταιριών με υψηλότερους συντελεστές, αλλά και της έκτακτης εισφοράς στα κέρδη τους).
Το χρέος δεν είναι άμεσο πρόβλημα, τουλάχιστον για ένα διάστημα.
Ωστόσο, χωρίς επαρκή χρηματοδότηση και ρευστότητα, «εδώ και τώρα» ακόμη κι αν οι τελευταίες προτάσεις της ελληνικής πλευράς γίνουν αποδεκτές ως έχουν από τους δανειστές, η οικονομία- άρα και η κοινωνία- θα συνεχίσει να βρίσκεται σε φαύλο κύκλο.