Παρακολουθώντας τις εξελίξεις πολύ στενά, όλο αυτό το διάστημα, προκύπτουν κατά την άποψη μου κάποια κρίσιμα συμπεράσματα.
Από τον τρόπο με τον οποίο έχει εκτυλιχθεί η υπόθεση, με τον χρόνο συνεχώς να ροκανίζεται, φαίνεται ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις στην Ευρώπη, αλλά και το ΔΝΤ, δεν έχουν διάθεση να δουν την υπόθεση Ελλάδα να τινάζεται στον αέρα, για διάφορους λόγους, οικονομικούς, πολιτικούς και γεωπολιτικούς, κι ότι υπερισχύουν της -υπαρκτής- τάσης μεταξύ ορισμένων Ευρωπαίων, να γίνει η Ελλάδα ένα είδος «Ιφιγένειας» στην Ευρωζώνη.
Κι από την άλλη, διαφαίνεται ότι ο 40χρονος πρωθυπουργός της Ελλάδας δεν έχει καμία διάθεση να κάψει το πολιτικό του μέλλον, συνδέοντας το με κεφαλαιακούς ελέγχους και μια οδυνηρή ελληνική πτώχευση εντός του ευρώ. Κι ότι παρά τις διάφορες «παρόλες», ακόμη και οι θεωρητικοί οπαδοί της δραχμής, στα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ, γνωρίζουν πλέον πως η χώρα δεν έχει προετοιμαστεί καθόλου για ένα Grexit, το οποίο θα ελάμβανε τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, διαστάσεις βιβλικής καταστροφής.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι τους πολιτικούς πάντα τους ενδιαφέρει το βραχυχρόνιο, τους ενδιαφέρει ποια βόμβα θα σκάσει στα χέρια τους, κι όχι τι θα γίνει πιθανώς, μετά από 10-20 χρόνια.
Με αυτά τα δεδομένα, την παραδοχή ότι όσα γράφονται παραπάνω τα γνωρίζουν και οι δύο πλευρές, αλλά και με το άθροισμα των ως τώρα διαθέσιμων πληροφοριών, για το τι συζητείται, πιθανότερη εκδοχή για την κατάληξη της διαπραγμάτευσης είναι αυτή της «σολομώντειας λύσης» για την Ελλάδα, που θα καλύπτει ευσχήμως τα συμφέροντα όλων των πλευρών.
Η λύση αυτή θα είναι η παράταση του ελληνικού προγράμματος, για αρκετούς μήνες, πιθανώς ως και το Μάρτιο του 2016 (οπότε και λήγει το πρόγραμμα του ΔΝΤ) χωρίς νέα δάνεια, με όρους σκληρούς, αλλά και ενέσεις χρηματοδότησης, που θα αποσκοπούν να απαλύνουν τις επιπτώσεις.
Μέσα στο πλαίσιο αυτής της λύσης, η ελληνική κυβέρνηση θα αναγκαστεί πράγματι να πάρει σκληρές αποφάσεις «εδώ και τώρα» και στο ΦΠΑ και στο Ασφαλιστικό, μεταξύ των άλλων μέτρων, ώστε να διασφαλιστούν οι δημοσιονομικοί στόχοι που έθεσαν οι δανειστές, ακόμη κι αν υπάρξουν κάποιες διαφοροποιήσεις στα εργαλεία, ώστε να μην μειωθεί το ΕΚΑΣ κ.λπ.
Ωστόσο σε αντάλλαγμα για αυτό το «μαστίγιο» θα λάβει κι ένα ευμέγεθες καρότο, με τη μορφή της διασφάλισης χρηματοδότησης και ρευστότητας για την οικονομία, με διάφορους τρόπους που δεν θα δημιουργούν νέες δανειακές υποχρεώσεις (όπως πχ διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα, η αλλαγή της χρήσης κεφαλαίων του ΤΧΣ κ.λπ.), εφόσον βεβαίως τηρούνται τα κάθε φορά «προαπαιτούμενα».
Ας σημειωθεί σχετικά ότι ορισμένες πληροφορίες ανεβάζουν το ύψος αυτού του πακέτου (που βεβαίως δεν θα αφορά μόνο χρηματοδότηση του κράτους) σε περίπου 25 δισ. ευρώ, όταν οι τοκοχρεωλυτικές ανάγκες της χώρας, (έως τον Μάρτιο του 2016), προς το εξωτερικό, είναι περίπου 12 δισ. ευρώ. Που σημαίνει ότι θα υπάρξει επιτέλους, πλεόνασμα ρευστότητας στην οικονομία, ακόμη κι αν το ύψος του πακέτου είναι μικρότερο.
Την πιθανότητα αυτή ενισχύουν και οι σχεδόν μονότονες πλέον δηλώσεις του κ. Τσίπρα, ο οποίος έχει πάψει τις απ' ευθείας αναφορές σε «υφεσιακά μέτρα» και υπογραμμίζει κάθε τόσο ότι η λύση για την Ελλάδα πρέπει να έχει επαρκή χρηματοδότηση, να φέρνει ανάπτυξη και «βιώσιμο χρέος».
Ως προς το τελευταίο πάντως, δεν θεωρείται πιθανό ότι θα συμβεί άμεσα κάτι παραπάνω, πέρα από μια λιγότερο ή περισσότερο ασαφή δέσμευση της Ευρώπης, και –ίσως- μεταγενέστερα, την σταδιακή «μεταφορά» των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν ευρωπαϊκές τράπεζες, προς τον ESM, ως «πρελούδιο» μιας ευρύτερης ρύθμισης.
Ένα «αγκάθι» στην όλη υπόθεση είναι το τι θα γίνει με το ΔΝΤ, το οποίο βάση του καταστατικού του δεν μπορεί να χρηματοδοτεί μια χώρα αν δεν έχει εξασφαλιστεί η δυνατότητα της να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις της για τους επόμενους 12 μήνες. Ενδεχομένως να μην δανείσει περαιτέρω κεφάλαια παρότι θα παραμείνει δανειστής -και άρα συμμετέχον με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- μέχρι την εξόφληση του. Ενδεχομένως να βρεθεί και κάποια άλλη φόρμουλα, όπως έγινε την προηγούμενη φορά με μια λεκτική «δέσμευση» της Ευρώπης.
Αν υποθέσουμε ότι τα γεγονότα θα εξελιχθούν με αυτό τον τρόπο, το ερώτημα είναι αν αυτή η συμφωνία (ή κάποια αντίστοιχης υφής) θα υποστηριχθεί από τα κόμματα της συγκυβέρνησης, μια και ασφαλώς θα υπάρξει σχετική νομοθεσία εφαρμογής.
Παρά την κακοφωνία, οι πιθανότητες να περάσει η συμφωνία από το ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ είναι μάλλον μεγαλύτερες απ όσο πολλοί νομίζουν. Πρώτον διότι θεωρείται βέβαιο ότι θα υπάρξει η απαραίτητη πλειοψηφία στη Βουλή, (λόγω στήριξης από τα μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης) ακόμη κι αν η κυβέρνηση χάσει τη δεδηλωμένη.
Άρα το μόνο που θα έχουν κερδίσει οι αντιφρονούντες θα είναι να ρίξουν την κυβέρνηση, την «πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς». Κι από την άλλη, δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι αρκετοί από τους ακραίους αριστερούς του κόμματος φαίνεται να συνειδητοποίησαν τις τελευταίες εβδομάδες ότι οι δανειστές δεν ήταν καθόλου έτοιμοι να υποχωρήσουν ατάκτως με εκβιασμούς … αυτοκτονικού χαρακτήρα. Το αντίθετο μάλιστα, κάποιοι έτριβαν τα χέρια τους.
Ασφαλώς –και το τονίζω- αυτό δεν είναι το μόνο σενάριο, εδώ που έχουμε φτάσει. Ο κίνδυνος ατυχήματος δεν μπορεί να αποκλειστεί, δεδομένης και της καχυποψίας μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών αλλά και των πολλαπλών συχνά αντικρουόμενων συμφερόντων. Μην ξεχνάμε φερ ειπείν ότι οι αποφάσεις πρέπει να είναι ομόφωνες κι ότι υπάρχουν χώρες (όπως η Ισπανία, η Σλοβακία κ.λπ.) που δεν βλέπουν με καμία συμπάθεια την ελληνική υπόθεση.
Αυτό το σενάριο όμως, που περιγράψαμε, κινείται στο δρόμο της «λογικής», του πραγματισμού, της αποφυγής πρωτόγνωρων οικονομικών και πολιτικών κινδύνων, που επί δεκαετίες ακολουθεί τόσο η Ευρωπαϊκή όσο και η Ελληνική πολιτική.