Όλα δείχνουν πως, ακόμα κι αν κάποιοι στην κυβέρνηση έσπευδαν να διανοηθούν… φωναχτά μια ρήξη, πλησιάζει η ώρα του συμβιβασμού με τους δανειστές, μετά από ένα διάστημα αναμονής και έντονης αγωνίας, που ως προκύπτει είχε πρωτίστως πολιτική σκοπιμότητα.
Πέρα από τα πολιτικά τερτίπια που σε κάθε περίπτωση έχει μια τόσο σημαντική διαπραγμάτευση, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι μέσα από αυτήν την τρίμηνη διαδικασία η Ελλάδα φαίνεται να ξεπέρασε το διαχωρισμό σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, ένα διαχωρισμό που ήταν επίπλαστος και στην πράξη επικίνδυνος.
Σύμφωνα με τελευταίο γκάλοπ της GPO, περίπου 8 στους 10 Έλληνες δηλώνουν πλέον απερίφραστα ότι επιθυμούν συμβιβασμό με τους δανειστές και όχι ρήξη, ενώ είναι εντυπωσιακό ότι σχεδόν εξίσου υψηλό (76%) είναι το ποσοστό εκείνων που θέλουν η Ελλάδα να παραμείνει «πάση θυσία» στην Ευρώπη. Όπως έχει ιδιαίτερη σημασία ότι πάνω από 7 στους 10 δεν θέλουν εκλογές σε περίπτωση αδιεξόδου με τους δανειστές, ενώ 6 στους 10 δεν θέλουν ούτε δημοψήφισμα.
Τρεις μήνες μετά τις εκλογές, διάστημα μικρό μεν, αλλά κρίσιμο λόγω της έντασης που έχει ζήσει η χώρα στη δίνη της διαπραγμάτευσης, ποσοστό περίπου 58% εμφανίζεται να συμφωνεί ή περίπου να συμφωνεί με τη στάση της κυβέρνησης. Ποσοστό που όμως έχει μειωθεί δραματικά σε σχέση με τα μέσα του περασμένου Φεβρουαρίου, οπότε ανερχόταν σε… 90%! Και δείχνει ότι η υπομονή της κοινωνίας (κι όχι μόνο τα ταμειακά διαθέσιμα) εξαντλείται, άρα η υπόθεση της συμφωνίας, έστω της «μικρής» συμφωνίας, πρέπει να κλείσει το γρηγορότερο.
Ακόμη και σήμερα πάντως, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να διατηρεί τα ποσοστά του στην πρόθεση ψήφου (ποσοστό 36,5%) όταν η Ν.Δ. έχει κατρακυλήσει στο 22% και το ΠΑΣΟΚ στο 4%, με το ΠΟΤΑΜΙ να κρατά 6,5% και τους ΑΝΕΛ στο 5%.
Σε ό,τι αφορά δε τη δημοτικότητα των αρχηγών, ο Τσίπρας εμφανίζει το συντριπτικό 63,9% με δεύτερο τον Πάνο Καμένο (41%) και τρίτο τον Σταύρο Θεοδωράκη (39%), όταν ο Σαμαράς βρίσκεται στο 28% και ο Βενιζέλος στο 20%.
Τα συμπεράσματα προκύπτουν αβίαστα. Ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει χωρίς αντίπαλο στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο με την εμβέλεια του αρχηγού του να φτάνει στα 2/3 του συνόλου της κοινής γνώμης, μιας κοινή γνώμης που θέλει να παραμείνει στην Ευρώπη και να κλείσει η συμφωνία.
Σε αυτό το κλίμα, που δικαιολογεί πολλές υποχωρήσεις, η κυβέρνηση έχει όλα τα περιθώρια να προχωρήσει σε ένα συμβιβασμό, εφόσον δεν υποχρεωθεί να τα δώσει όλα και να εκτεθεί εξόφθαλμα έναντι των πεπραγμένων της προηγούμενης κυβέρνησης. Αρκεί δηλαδή η άλλη πλευρά, των δανειστών, να μην τραβήξει τα πράγματα στα άκρα.
Μια πρώτη γεύση αυτών των υποχωρήσεων πήραμε με τις διαρροές που έγιναν αργά το βράδυ της Τετάρτης, παρότι στη συνέχεια έγινε μεγάλη προσπάθεια να μαζευτούν. Όπως φαίνεται, κόκκινη γραμμή πλέον ακόμη και στο εργασιακό είναι να μην επιδεινωθεί αισθητά η υφιστάμενη κατάσταση, ή με άλλα λόγια, η αποφυγή του πυρήνα των μέτρων που περιελάμβανε το περίφημο πλέον mail Χαρδούβελη.
Προφανώς, σε ένα κόμμα με έντονα αριστερές καταβολές, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, η εσωτερική διαμάχη, ο εκνευρισμός, οι διαφωνίες, είναι το μείζον θέμα που προκύπτει από τη στροφή στον ρεαλισμό που επέφερε η ανάληψη της εξουσίας και η δυσχερής θέση της χώρας.
Εντούτοις, η πολιτική πραγματικότητα όπως καταγράφηκε σε αυτό το γκάλοπ (με τόσο υψηλά ποσοστά που να επιτρέπουν την εξαγωγή των ίδιων συμπερασμάτων με οποιαδήποτε περιθώρια στατιστικού λάθους) δεν φαίνεται να αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια στην εσωκομματική αντιπολίτευση να αμφισβητήσει οργανωμένα τις αποφάσεις της ηγετικής ομάδας
Αυτό που απομένει, λοιπόν, είναι το ενδεχόμενο των μεμονωμένων αντιδράσεων, που ακόμη κι αν είναι ολιγάριθμες, θα έχουν κόστος. Αλλά δεν φαίνεται ότι θα μπορούσαν να αποτρέψουν τις εξελίξεις.