Εξ ορισμού, ο τραπεζικός τομέας ως έναν βαθμό «διαπλέκεται» υποχρεωτικά με την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία. Δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, συμβαίνει παντού, καθώς οι τράπεζες αποτελούν τις αρτηρίες μέσα από τις οποίες κυκλοφορεί το χρήμα στην ελληνική και στην παγκόσμια οικονομία.
Το πολιτικό σύστημα θέτει το πλαίσιο για τη λειτουργία των τραπεζών, λιγότερο ή περισσότερο ανεξάρτητοι θεσμοί, με τη μορφή των κεντρικών τραπεζών, ελέγχουν τη λειτουργία τους, όμως οι ίδιες οι τράπεζες ελέγχουν τη ροή του χρήματος προς τους κλάδους της οικονομίας, αλλά και προς το ίδιο το κράτος, γεγονός που τους προσδίδει ιδιαίτερα υπολογίσιμη δύναμη.
Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο τα περισσότερα κράτη προσέχουν πολύ σε ό,τι αφορά τον βαθμό εντοπιότητας του τραπεζικού τους συστήματος. Δεν θέλουν να φύγει σε άλλα κέντρα η δυνατότητα λήψης αποφάσεων στον πλέον στρατηγικό τομέα της οικονομικής δραστηριότητας, ακόμη κι αν η μετοχική βάση των τραπεζών έχει αποκτήσει διεθνή χαρακτηριστικά. Τους ενδιαφέρει ο σκληρός πυρήνας που ασκεί και τη διοίκηση να βρίσκεται σε εθνικά χέρια.
Άλλωστε η ειδική μεταχείριση της οποίας τυγχάνουν οι μεγάλες τράπεζες αποδεικνύεται κι από ένα ακόμη σχετικά πρόσφατο γεγονός: από την ταχύτητα με την οποία έσπευσαν να διασώσουν τα τραπεζικά τους συστήματα σχεδόν όλες οι εμπλεκόμενες χώρες κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Διότι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Μαζί με τις τράπεζες θα κατέρρεαν και οι οικονομίες. Για να συνεχίσουμε την αρχική μας παρομοίωση, θα πάθαιναν μαζικά και αλλεπάλληλα… εμφράγματα.
Στην Ελλάδα, ένα μέρος του πολιτικού συστήματος αρνείται να αντιμετωπίσει με τον δέοντα πραγματισμό αυτήν τη διεθνή πραγματικότητα. Αντί αυτού εκφράζει εμπρηστικές θέσεις, προκειμένου να απευθυνθεί σε ένα σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης που αντιμετωπίζει με αντιπάθεια (δικαιολογημένη ή όχι δεν έχει σημασία) τράπεζες και τραπεζίτες.
Βασικό επιχείρημα όσων ακολουθούν τη συγκεκριμένη -εξαιρετικά υποκριτική- λογική είναι ότι οι τράπεζες «διασώθηκαν» με τα χρήματα των φορολογουμένων. Αληθές αυτό, αν και κατ' αρχάς πρόκειται για χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων, που κάποια στιγμή, αν δεν αλλάξει κάτι στα συμφωνηθέντα, θα πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος.
Ωστόσο, θα πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί απαιτήθηκε αυτή η διάσωση και μάλιστα με ένα ποσό της τάξεως των 50 δισ. ευρώ (μέρος των οποίων παραμένει στο παγκάρι του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας).
Η απάντηση προκύπτει από τους αριθμούς: Στο μεγαλύτερο μέρος της, η ανάγκη διάσωσης προέκυψε από το «κούρεμα» των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, δηλαδή από τη ζημία που υπέστησαν οι τράπεζες λόγω αθέτησης των υποχρεώσεων του κράτους.
Αλλά και το μέρος εκείνο των ζημιών που αφορά στο δανειακό χαρτοφυλάκιο σε μεγάλο βαθμό προέκυψε ως αποτέλεσμα της πρωτοφανούς κρίσης, που οδήγησε στο απροχώρητο την πλειονότητα όχι μόνο των επιχειρήσεων, αλλά και των νοικοκυριών.
Κι αυτό καθίσταται εμφανές από το γεγονός ότι δεν υπήρξε ούτε μία από τις περίπου 25 ελληνικές τράπεζες που να εξήλθε αλώβητη από τις εξελίξεις. Θα μπορούσαμε να δεχτούμε ότι ορισμένες από τις διοικήσεις ήταν κακές - και γι' αυτό οι τράπεζές τους «απέτυχαν». Αλλά να μην υπάρχει ούτε μία ικανή διοίκηση στις 25 τράπεζες, είτε ανήκαν σε Έλληνες μετόχους, είτε σε ξένους, αυτό πια φαντάζει εντελώς παράλογο.
Κατά συνέπεια, η θέση ότι φταίνε οι τραπεζίτες φαίνεται ιδιαίτερα υποκριτική, ιδίως όταν συνοδεύεται από παροτρύνσεις για κρατικοποίηση του τραπεζικού τομέα, είτε για παράταση του ιδιόμορφου καθεστώτος που επικρατεί σήμερα, με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να ελέγχει την απόλυτη πλειοψηφία, σε όλες ανεξαιρέτως τις μεγάλες τράπεζες, άρα και στο τραπεζικό σύστημα συνολικά.
Η αναφορά περί υποκρισίας δεν είναι τυχαία. Διότι ασφαλώς οι περισσότεροι εκείνων που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους δημοσίως για το δήθεν ξεπούλημα των τραπεζών (με πρώτον και καλύτερο τον ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα) είναι σε θέση να γνωρίζουν δύο βασικά στοιχεία:
Πρώτον ότι εξαρχής έχει γίνει σαφές σε υπολογισμούς του ΔΝΤ, που περιέχονται σε επίσημα δημόσια έγγραφα, ότι από τα 50 δισ. ευρώ προβλέπεται να ανακτηθούν περίπου 16-18 δισ.
Ίσως ο υπολογισμός αυτός να αποδειχτεί συντηρητικός, δείχνει όμως καθαρά ότι εξαρχής στόχος της διάσωσης δεν ήταν να προκύψει κέρδος για τον φορολογούμενο (πράγμα πολύ δύσκολο αφού με το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων καλύφθηκαν τρύπες αρνητικής καθαρής αξίας), αλλά να λειτουργήσει ξανά το σύστημα, έστω και με βαριές απώλειες.
Δεύτερον, ότι τόσο το ΔΝΤ όσο και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας (που έβαλαν τα λεφτά) δεν αντιμετωπίζουν τη διάσωση ως «ευκαιρία» κρατικοποίησης των τραπεζών, αλλά ως αναγκαίο κακό, που θα πρέπει να έχει εκλείψει απαραιτήτως έως το 2018, προκειμένου να έχει επιστρέψει στον ιδιωτικό τομέα το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Η λογική αυτή των δανειστών μας φάνηκε και με τις πρόσφατες επιστολές Αλμούνια (της Ευρωπαϊκής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού) προς το υπουργείο Οικονομικών και το ΤΧΣ, από τις οποίες προκύπτει σαφώς η εξής απλή θέση: Κρατικά λεφτά μπαίνουν μόνον όταν δεν υπάρχει προθυμία του ιδιωτικού τομέα να συμμετάσχει σε μια «εύλογη και δίκαιη» τιμή. Ειδάλλως πρόκειται για κρατική ενίσχυση, που αντίκειται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία περί ανταγωνισμού.
Παρ' όλα αυτά η υποκρισία δεν πρόκειται να τελειώσει εδώ. Οι αυξήσεις της Alpha και της Πειραιώς πέρασαν χωρίς πρόβλημα διότι έγιναν περίπου στις τιμές όπου είχε συμμετάσχει το ΤΧΣ, ή και ψηλότερα. Στη Eurobank είναι προφανές ότι δεν πρόκειται να συμβεί το ίδιο, διότι δεν θα μπορούσε να συμβεί. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουν δίκιο όσοι φωνάζουν.
Η Eurobank έχει ανάγκη από κεφάλαια ύψους 3 δισεκατομμυρίων ευρώ, πολύ περισσότερα απ' όσα ζήτησαν οι άλλες δύο τράπεζες, ενώ μεγάλο μέρος των ιδίων κεφαλαίων της προκύπτει από την περίφημη αναβαλλόμενη φορολογία. Δεν είναι δηλαδή «loss absorbing capital», είναι λογιστικά κεφάλαια χαμηλότερης «ποιότητας» γεγονός που σίγουρα δικαιολογεί σοβαρό discount σε σχέση με τις αποτιμήσεις που «έπιασαν» η Πειραιώς και η Alpha.
Συνιστά αυτό λόγο περαιτέρω συμμετοχής του ΤΧΣ; Με βάση τη λογική της όσο το δυνατόν ταχύτερης επιστροφής στον ιδιωτικό τομέα, σίγουρα όχι, από τη στιγμή που η αποτίμηση στην οποία θα συμμετάσχουν οι ιδιώτες, αντικατοπτρίζει τη δίκαιη αξία. Άλλωστε, η «απώλεια» σε σχέση με την αρχική τοποθέτηση του ΤΧΣ έχει ήδη συντελεστεί και δεν είναι διόλου σίγουρο ότι η περαιτέρω επένδυση κεφαλαίων (του… φορολογούμενου) θα την αναστρέψει.
Στην ουσία της υπόθεσης των τραπεζών βρίσκονται απλώς δύο αντικρουόμενες φιλοσοφίες. Αμφότερες αναγνωρίζουν τον κομβικό ρόλο των τραπεζών, αλλά η μία τις θέλει εντεταγμένες στον κρατικό και όχι στον ιδιωτικό τομέα.
Θα ήταν επίσης υποκριτικό να θεωρήσουμε ότι είτε στην Ελλάδα, είτε και παγκοσμίως, ο ιδιωτικός τομέας αξίζει ιδιαίτερα εύσημα για τις επιδόσεις του. Η διεθνής κρίση έβγαλε στην επιφάνεια μια σειρά χτυπητά μειονεκτήματα που θα πρέπει να διορθωθούν σε ότ,ι αφορά τον περιορισμό της τραπεζικής μόχλευσης αλλά και της «χρηματοοικονομικής απληστίας».
Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι οι επιδόσεις είναι καλύτερες όταν οι τράπεζες ανήκουν στο κράτος. Συνήθως ισχύει το αντίθετο.
Ειδικά δε στην περίπτωση της Ελλάδας, τα παραδείγματα της «επιτυχίας» των κρατικών τραπεζών, όπου η διαπλοκή αποκτά «θεσμικό χαρακτήρα» στην παροχή θαλασσοδανείων, στην εξυπηρέτηση ημετέρων και στην απασχόληση κομματικών και συνδικαλιστικών στελεχών, είναι ακόμη νωπά.