Άκουσα χθες Τρίτη, τον κατά τα άλλα εξαιρετικά συμπαθή Θανάση Σκώκο να λέει στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, ως παράγων του νέου κόμματος Ποτάμι, ότι η πολιτική παράταξη που υποστηρίζει δεν έχει συγκεκριμένο ιδεολογικό στίγμα.
Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν το θεωρούσε αρνητικό, ακόμη κι όταν έφτασε να προσπαθεί να προσδιορίσει αυτό το στίγμα διά της εις άτοπον απαγωγής, λέγοντας με ποιους… δεν θα μπορούσε να «ταιριάξει».
Η όλη κατάσταση και η έμφασή του στην «κοινή λογική» μου θύμισε λίγο την περίπτωση Τζήμερου, τον καιρό που η Δημιουργία Ξανά άρχιζε να αποκτά δυναμική. Μπόλικη «κοινή λογική» κι απλές λύσεις που ακούγονται ωραία σε πολλούς.
Αν όμως ήταν έτσι, οι εκλογικές αναμετρήσεις θα διεξάγονταν ανάμεσα στους έχοντες κοινή λογική και στους… παράλογους, έννοια που αντιβαίνει όχι μόνο στη λογική, αλλά και στη θεμελιώδη έννοια της Δημοκρατίας.
Περνώντας από τη θεωρία στην πράξη, πρέπει να σημειώσουμε ότι τα μεγάλα και σημαντικά διλήμματα δεν έχουν συνήθως μόνο μία λύση, με βάση κάποια απροσδιόριστη «κοινή λογική». Τουναντίον, έχουν πολλές, ανάλογα με το «μοντέλο» λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας, το οποίο υιοθετούν οι ασκούντες την πολιτική και οι ψηφοφόροι τους.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το θέμα της Παιδείας. Πρέπει άραγε να είναι μόνο κρατική, μόνο ιδιωτική, ή πρέπει να είναι μικτή; Κι αν ναι, με ποιους όρους; Υπάρχει σε αυτό το θέμα μόνο μία απάντηση; Φοβάμαι πως όχι.
Υπάρχει απάντηση με την «κοινή λογική» για το πώς θα πρέπει να διαρθρώνεται και τι παροχές θα πρέπει τελικά να έχει η κοινωνική ασφάλιση και η συνταξιοδότηση; Για το ποσοστό συμμετοχής του κράτους; Επίσης φοβάμαι πως όχι, γι' αυτό άλλωστε υπάρχουν μεγάλες διαφορές ακόμη κι ανάμεσα στα συστήματα που χρησιμοποιούν οι οικονομικά ισχυρές, ανεπτυγμένες χώρες.
Έχοντας, ελπίζω, τελειώσει με τον μύθο της «κοινής λογικής», ως αντικαταστάτη της ιδεολογικής αφετηρίας, πρέπει να δούμε έναν ακόμη μύθο: «Το κόμμα είναι ο αρχηγός». Ε, λοιπόν, όχι, δεν είναι.
Μπορεί συχνά να δημιουργείται η αίσθηση ότι τις εκλογές τις κερδίζει ο αρχηγός, μπορεί η ακτινοβολία του να καθορίζει ένα μέρος της «εμβέλειας» του κόμματος, την εξουσία όμως την ασκούν τελικά οι μηχανισμοί, τα στελέχη των κομμάτων. Χωρίς αυτούς, η εξουσία δεν μπορεί να λειτουργήσει, όπως έχει ήδη καταλάβει και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Και για να περάσουμε στον τρίτο «μύθο» που είναι της μόδας τελευταία (λόγω της απέχθειας μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης για τους πολιτικούς), ακριβώς όπως δεν μπορεί να υπάρξει ομάδα επιπέδου χωρίς πεπειραμένους παίκτες, έτσι κι ένα κόμμα δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως φορέας εξουσίας χωρίς «ψημένους» πολιτικούς. Χωρίς ανθρώπους δηλαδή που να γνωρίζουν καλά τα τερτίπια της πολιτικής διαπραγμάτευσης, των ισορροπιών, των ελιγμών, που να έχουν εμπειρία στην πραγματική «άσκηση» πολιτικής.
Προς την ίδια κατεύθυνση, δείχνει και το γεγονός ότι πολύ συχνά αξιόλογα στελέχη άλλων χώρων που εμπλέκονται αίφνης στην πολιτική, χωρίς να έχουν περάσει από τους προθαλάμους της, αποτυγχάνουν παταγωδώς, όντας άπειροι στις ιδιομορφίες της.
Η αλήθεια είναι ότι την ύπαρξη αυτών των μύθων την έχει υποβοηθήσει η επί δεκαετίες συμπεριφορά των πολιτικών κομμάτων:
Που τσαλαβουτούν σε θολά ιδεολογικά νερά, τόσο προεκλογικά, όταν υπόσχονται αριστερά-δεξιά γη και ουρανό, όσο και μετεκλογικά, όταν περάσουν το κατώφλι της εξουσίας, οπότε και «ανακαλύπτουν» (κάθε φορά σαν να είναι η πρώτη!) τον… πραγματισμό.
Που κακοδιαχειρίζονται την εξουσία προς όφελος των μηχανισμών και των «ημετέρων», εξομοιώνοντας την έννοια του πολιτικού με την ωφελιμιστική «επαγγελματική» εκμετάλλευση αυτής της ιδιότητας.
Που έγιναν πρότυπα οικογενειοκρατίας και αναξιοκρατίας, δημιουργώντας ζωηρές αμφιβολίες για το επίπεδο ικανοτήτων των πολιτικών στελεχών.
Που οδήγησαν τη χώρα σε πολυεπίπεδη κρίση.
Σε αυτήν τη δεδομένη συγκυρία, Το Ποτάμι, χάρη στον αρχηγό του Σταύρο Θεοδωράκη, που είναι συμπαθής, άφθαρτος και έντονα αναγνωρίσιμος σε κάθε ελληνικό σπίτι, κατάφερε να πάρει κάμποσο «νεράκι» από την απηυδισμένη κοινή γνώμη.
Το κατάφερε χωρίς ιδεολογική ταυτότητα, χωρίς οργάνωση, χωρίς συγκροτημένες θέσεις, υπό μίαν έννοια εντελώς… άκοπα!
Δείγμα αυτό της δίψας των πολιτών για κάτι φρέσκο, διαφορετικό, για απεγκλωβισμό από την «υποχρεωτική» ψήφο. Δείγμα της ανάγκης για μετασχηματισμό στην ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά και της δύναμης που έχουν οι «πρωταγωνιστές» της τηλεόρασης.
Ωστόσο, προς ώρας το Ποτάμι δείχνει να μην έχει βρει την… κοίτη του. Να μην ξέρει προς τα πού ακριβώς ρέει, με ποιους, ή και πού θέλει να «εκβάλει», σε βαθμό ίσως πρωτόγνωρο για τα ελληνικά χρονικά.
Εικάζω ότι ίσως και να μην θέλει να «ξέρει» σε αυτήν τη φάση, προτιμώντας να μαζεύει ως ταμιευτήρας τις… διαρροές των άλλων. Αυτό όμως δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Πρέπει να αποκτήσει σημαίνοντα στελέχη, ξεκάθαρη «ταυτότητα», αλλά και εσωτερική οργάνωση.
Αλλιώς κινδυνεύει να αποδειχτεί το πρώτο ποτάμι που… γύρισε πίσω!