Αν ρωτήσουμε τον μέσο Έλληνα τι τον καίει περισσότερο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα απαντήσει με μία ερώτηση: πώς και πότε θα ανέβει ξανά το βιοτικό του επίπεδο, το εισόδημά του, που πιέστηκε πρωτόγνωρα τα τελευταία χρόνια.
Στο ερώτημα αυτό, η απάντηση είναι σχετικά απλή: Με δεδομένο το τεράστιο μέγεθος του χρέους που έχει η χώρα (το οποίο και δεν επιτρέπει περαιτέρω διόγκωση του δανεισμού), άνοδος του βιοτικού επιπέδου μπορεί να έλθει μόνο αν υπάρξει σημαντική αύξηση των εξαγωγών και του τουρισμού.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Ένας από τους λόγους που επέφεραν την ελληνική κατάρρευση ήταν το τεράστιο έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο. Με απλά λόγια, η χώρα μας πλήρωνε πολύ μεγαλύτερα ποσά στο εξωτερικό (για να κάνει εισαγωγές) από αυτά που εισέπραττε από το εξωτερικό (κυρίως μέσω του τουρισμού και των εξαγωγών). Τη διαφορά, εν πολλοίς, την κάλυπταν τα… δανεικά.
Το 2013, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, το έλλειμμα αυτό εκμηδενίστηκε. Ωστόσο, αυτό συνέβη κυρίως λόγω της μείωσης των εισαγωγών, εξαιτίας της καταβαράθρωσης που υπέστη η αγοραστική δύναμη του Έλληνα. Που σημαίνει ότι αυτό το «επίτευγμα» θα αποδειχτεί βραχύβιο, ακόμη κι αν με κάποιο μαγικό τρόπο αυξηθεί το εισόδημα των Ελλήνων, χωρίς να αυξηθεί ο τουρισμός και οι εξαγωγές.
Διότι πολύ απλά θα αρχίσουν πάλι να αυξάνονται οι εισαγωγές, ανατρέποντας την ισορροπία που με τόσες θυσίες επέτυχε η χώρα, κι εξαγριώνοντας τους δανειστές μας.
Αν μάλιστα αναλογιστούμε σε ποιον βαθμό στηρίζεται στις εισαγωγές όχι μόνο η κατανάλωση (ρούχα, τρόφιμα, αυτοκίνητα κ.λπ.) αλλά και η εγχώρια παραγωγή (πρώτες ύλες, εξαρτήματα, εξοπλισμός), τότε είναι εύκολο να αντιληφθούμε πόσο ανελαστική είναι αυτή η «εξάρτηση».
Χωρίς εξαγωγές και τουρισμό, η χώρα είναι καταδικασμένη να παραπαίει μεταξύ στασιμότητας και ύφεσης, εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο λιτότητας.
Κι όμως, αυτή η πραγματικότητα, η αδήριτη πλέον ανάγκη εξωστρέφειας, δεν φαίνεται να έχει γίνει κτήμα ούτε της πολιτικής, ούτε της κοινής γνώμης, ούτε ακόμη κι ενός σημαντικού τμήματος του επιχειρηματικού κόσμου.
Στον χώρο του τουρισμού, χύθηκε πολύ μελάνι για την αύξηση που επιτεύχθηκε τα τελευταία χρόνια, αλλά και για την περαιτέρω άνοδο που αναμένεται εντός του έτους, χωρίς όμως να τονίζεται ένα άλλο γεγονός: ότι ήδη αρχίζουμε να πλησιάζουμε το «ταβάνι» της χωρητικότητάς μας.
Εκπρόσωποι του χώρου έχουν πει ξεκάθαρα ότι πρέπει να δημιουργηθούν τουλάχιστον 250.000 νέες κλίνες -με ποιοτικά χαρακτηριστικά- αλλά και νέες υποδομές, προκειμένου να αυξηθεί αυτή η χωρητικότητα. Ακόμη όμως δεν έχει οριστικοποιηθεί ένα στρατηγικό σχέδιο που θα επιτρέψει τη δημιουργία τους στις σημερινές συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας.
Δυσκολότερη φαίνεται να είναι η κατάσταση στον χώρο των εξαγωγών, καθώς το 2013 ήταν ίσως και χειρότερο από το 2012.
Κάποιοι εξαγωγείς αποδίδουν αυτήν την εξέλιξη σε συγκυριακούς παράγοντες του εξωτερικού, στην επιβάρυνση που προκαλεί το κράτος στην επιχειρηματική δραστηριότητα (ανεξόφλητες οφειλές, φορολογία, υψηλό κόστος ενέργειας) αλλά και στην έλλειψη τραπεζικών χρηματοδοτήσεων και εγγυήσεων.
Εν μέρει ισχύουν τα παραπάνω, όμως υπάρχουν άλλοι παράγοντες που δεν πρέπει να αγνοηθούν: Το ελληνικό εξαγώγιμο προϊόν κατά κανόνα στηρίζεται περισσότερο στην τιμή του και λιγότερο στο «όνομα», στον σχεδιασμό και στην ποιότητά του. Η χώρα μας δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει εξαγωγικό marketing και διεθνή «ταυτότητα», ενώ σημαντικές κατηγορίες προϊόντων εξάγονται πριν καν τυποποιηθούν.
Μεγάλα μειονεκτήματα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των φτηνών εργατικών, ανά τον κόσμο.
Εξίσου σημαντικό, όμως, είναι ότι ακόμη και σήμερα οι επιχειρηματίες μας είτε στοχεύουν περισσότερο στην εσωτερική κατανάλωση, αποφεύγοντας το «άγνωστο» των εξαγωγών, είτε αρνούνται να συνασπιστούν, ώστε να δημιουργήσουν σχήματα μεγαλύτερου μεγέθους, περισσότερο ικανά να είναι ανταγωνίσιμα στο εξωτερικό.
Τόσο στον τομέα του τουρισμού όσο και σε αυτόν των εξαγωγών, απαιτούνται άμεσα περισσότερες ενέργειες από την πλευρά του κράτους, κυρίως για τη διευκόλυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, μέσω κατάλληλων θεσμικών ρυθμίσεων και κινήτρων.
Η κρατική συνδρομή όμως δεν αποτελεί πανάκεια.
Πιο σημαντικό ίσως είναι να γίνει αντιληπτό από όλους μας, ιδίως δε από τους νέους επιχειρηματίες, ότι σε αυτό το δίπολο, του τουρισμού και των εξαγωγών, θα κριθεί εν τέλει το βιοτικό επίπεδο της χώρας για πάρα πολλά χρόνια.