Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν στο ότι η κρίση στην Ουκρανία αποτελεί μείζονα γεωπολιτική εξέλιξη, καθώς αναζωπύρωσε ανησυχίες και φόβους που είχαν σχεδόν ξεχαστεί μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου.
Υπάρχει όμως και μία ακόμη διάσταση της κρίσης, που δεν έχει σχέση με τις εμπειρίες του παρελθόντος, αλλά με τις εκδοχές του μέλλοντος. Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που εκτιμούν ότι «αρωγός» της Ρωσίας, απέναντι σε κινήσεις απομόνωσής της από την πλευρά της Δύσης, θα είναι η Κίνα, η οποία έχει πολλά να κερδίσει αν καταστεί «προνομιακός» πελάτης της πρώτης στον χώρο της ενέργειας, ενδεχομένως και της αμυντικής τεχνολογίας.
Ασφαλώς οι δύο γίγαντες είχαν διαφορές κατά το παρελθόν (ακόμη και το 1969 όταν έγιναν σοβαρά στρατιωτικά επεισόδια στα σύνορα της Κίνας με την τότε Σοβιετική Ένωση), ωστόσο υπάρχουν και σημαντικά στοιχεία που ενθαρρύνουν -υπό κάποιες συνθήκες- τη στενή συνεργασία τους.
Στο ζήτημα της Ουκρανίας και της Κριμαίας, η Κίνα έχει κρατήσει σχετική ουδετερότητα, αποφεύγοντας μεν να εμπλακεί μεταξύ των πρωταγωνιστών, αλλά και υποστηρίζοντας διακριτικά τις θέσεις της Ρωσίας, μέσω δηλώσεων που έχουν κάνει υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της.
Με βάση τους όρους της διεθνούς πολιτικής, κάτι τέτοιο δεν είναι παράδοξο.
Το κινεζικό καθεστώς δεν έχει λόγο να βλέπει με συμπάθεια την ανατροπή κυβερνήσεων μέσα από «λαϊκές εξεγέρσεις», ούτε και τις προσπάθειες απαγκίστρωσης περιοχών «δορυφόρων» από τις παραδοσιακές εξαρτήσεις τους, καθώς το ζήτημα του Θιβέτ (στο οποίο η Κίνα εισέβαλε το 1951 και έκτοτε έχει την επικυριαρχία) παραμένει ευαίσθητο.
Κι αν αυτοί οι λόγοι σύγκλισης είναι συγκυριακοί, υπάρχουν και μονιμότεροι.
Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα λειτουργούν οικονομικά με διαφορετικά μεν, αλλά παραπλήσια είδη «κρατικού καπιταλισμού». Πολιτικά, αμφότερες απέχουν παρασάγγας από τις έννοιες της αστικής δημοκρατίας και των ατομικών ελευθεριών.
Η Ρωσία είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς ενέργειας στον κόσμο. Δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός φυσικού αερίου και παράλληλα τρίτος παραγωγός υγρών καυσίμων. Από την άλλη πλευρά, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής ενέργειας.
Στην περίπτωση που η Ευρώπη επιχειρήσει απαγκίστρωση από τη ρωσική ενέργεια και κυρίως το φυσικό αέριο, η Ρωσία θα έχει κάθε λόγο να αναζητήσει βασική διέξοδο στην αγορά της Κίνας. Άλλωστε το 50% του προϋπολογισμού της Ρωσίας καλύπτεται από τον χώρο της ενέργειας.
Αλλά και η Κίνα, που εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα πετρέλαια του Περσικού Κόλπου και τις θαλάσσιες συγκοινωνίες (στις οποίες πλανάται η σκιά του πανίσχυρου αμερικανικού ναυτικού), θα είχε πολλά να κερδίσει από τη διηπειρωτική μεταφορά ενέργειας (και άλλων πρώτων υλών) με άξονα τη Ρωσία.
Τέλος, κοινό σημείο μεταξύ τους είναι οι προσπάθειες αμφισβήτησης της αμερικανικής-δυτικής κυριαρχίας, καθώς αμφότερες αποτελούν ισχυρότατες περιφερειακές δυνάμεις, με φιλοδοξίες υπερδύναμης που απλώνονται σε όλο τον κόσμο.
Στο πλαίσιο αυτό, η κρίση στην Ουκρανία είναι για την Κίνα σχεδόν θεόσταλτο δώρο. Η ανάδυση μιας νέας «ρωσικής απειλής» στην Ευρώπη θα δοκιμάσει τις αντοχές του νέου επίσημου δόγματος των ΗΠΑ για «στροφή προς τον Ειρηνικό», σε μια εποχή περιστολής των αμυντικών τους δαπανών.
Σημειώστε σχετικά ότι Αμερικανοί αναλυτές παραδέχτηκαν προ ημερών πως δεν λογάριαζαν παρά μόνο μία εν δυνάμει «ισχυρή» κρατική απειλή για τα ερχόμενα χρόνια (με την Κίνα στον ρόλο του ανταγωνιστή), κι ότι το ενδεχόμενο δύο σοβαρών απειλών δεν καλύπτεται από τους μεσοχρόνιους σχεδιασμούς τους!
Για μία ακόμη φορά, οι εξελίξεις αποδεικνύουν ότι οι απόπειρες «γραμμικής» πρόβλεψης του μέλλοντος (με βάση το ότι θα αποτελέσει ομαλή συνέχεια του πρόσφατου παρελθόντος) έχουν μικρά περιθώρια επιτυχίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, ενδεχόμενος εναγκαλισμός των σινορωσικών συμφερόντων, στο άμεσο μέλλον, με τη λογική του «ο εχθρός του εχθρού μου φίλος μου», ουδόλως θα πρέπει να υποτιμάται, εφόσον η Ευρώπη και οι ΗΠΑ επιχειρήσουν να απομονώσουν τα ρωσικά συμφέροντα.
Αν συμβεί δε αυτό, είναι πιθανό να έχει πολύ ευρύτερες επιδράσεις ανατρέποντας διεθνείς ισορροπίες που θεωρούνται δεδομένες τις τελευταίες δεκαετίες, όπως αυτές μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναδυόμενων ισχυρών οικονομιών...