Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Τα μέτρα είναι πολύ πιθανόν ότι θα ψηφιστούν. Το θέμα είναι με ποιους όρους και προϋποθέσεις θα καταστεί δυνατό να εφαρμοστούν, χωρίς να ξεχειλίσει η δυσαρέσκεια πολύ μεγάλου μέρους της κοινωνίας. Στο ερώτημα αυτό οι απαντήσεις που δίνουν τα κόμματα της συγκυβέρνησης, αλλά και καθένας από τους βουλευτές τους, δεν είναι καθόλου ίδιες.

Η Νέα Δημοκρατία αντιλαμβάνεται ότι στο διάστημα της συγκυβέρνησης οι απώλειές της είναι μικρές. Στην ουσία έχει καταφέρει να γίνει προνομιακός εκφραστής του τμήματος της κοινωνίας που φοβάται την έξοδο από το ευρώ, πολύ περισσότερο από τις επιπτώσεις της παραμονής στο νόμισμα. Το γεγονός αυτό δημιουργεί ανακούφιση στην πλειονότητα των βουλευτών της, καθώς διατηρείται μια εκλογική βάση στην οποία μπορούν να στηριχθούν.

Σε ό,τι αφορά όμως τη ΔΗΜΑΡ, κι ακόμη περισσότερο το ΠΑΣΟΚ, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική.

Στην πρώτη περίπτωση, οι φυγόκεντρες δυνάμεις είναι μεν ισχυρές, πλην όμως -με μία-δύο εξαιρέσεις- οι αποφάσεις λαμβάνονται συντεταγμένα, καθώς το κόμμα είναι νεοπαγές και όλοι αντιλαμβάνονται ότι τυχόν ρήξεις θα επηρεάσουν δυσμενώς το όποιο μέλλον του. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείονται μεμονωμένα κρούσματα.

Στη δεύτερη περίπτωση, η συνοχή του εκλογικά συντετριμμένου ΠΑΣΟΚ κρέμεται πλέον από μια κλωστή, ενθαρρύνοντας τις προσωπικές στρατηγικές, συχνά και με στοιχεία απόλυτου αιφνιδιασμού.

Κοινό σημείο αμφότερων των κομμάτων είναι ότι προσπαθούν να αποφύγουν τη μοίρα του «κολαούζου». Έχουν ανάγκη να δικαιολογήσουν την ψήφο που έλαβαν «κάνοντας τη διαφορά» στη συγκυβέρνηση.

Με απλά λόγια, χρειάζονται μια μικρή έστω διαπραγματευτική νίκη απέναντι στους δανειστές για να αιτιολογήσουν την πολιτική τους παρουσία, αλλά και για να περισώσουν το σοσιαλιστικό (εντός ή εκτός εισαγωγικών) προφίλ τους.

Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία δείχνει ότι κατόπιν της προσωπικής μετάλλαξης του Αντώνη Σαμαρά, κι έχοντας οικειοποιηθεί την πολιτική Στουρνάρα, απομακρύνεται από το όραμα της «λαϊκής δεξιάς», τουλάχιστον σε ό,τι έχει σχέση με την ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση.

Προσδοκία της είναι ότι η Ευρώπη θα παίξει γενναιόδωρα το παιχνίδι του «δούναι και λαβείν» ώστε να εξαργυρωθεί η συμφωνία επί των μέτρων, με αντιπαροχές που θα «εκτονώσουν» και θα δώσουν ελπίδα σε ένα μέρος της κοινωνίας, με επίκεντρο τη μεσαία τάξη και την «αγορά».

Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η ΔΗΜΑΡ πήρε την πρωτοβουλία της διαφοροποίησης, ανοίγοντας το γνωστό θέμα με τα εργασιακά.

Δημιούργησε όμως αντανακλαστική αντίδραση στο ΠΑΣΟΚ, όπως φάνηκε από τις εξελίξεις που ακολούθησαν την άτεγκτη στάση Κουβέλη - και είχαν ως πρώτο αποτέλεσμα τις…καραμπόλες στα επιμέρους άρθρα του σχεδίου νόμου περί αποκρατικοποιήσεων.

Η αντίδραση αυτή εντός του ΠΑΣΟΚ δεν είναι δυσεξήγητη. Τα δύο κόμματα παρουσιάζουν επικίνδυνη «εγγύτητα» ως προς το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται, που σημαίνει ότι οι «πόντοι» που κερδίζει το ένα συχνά πρέπει να αφαιρεθούν από το άλλο.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το γεγονός ότι η κυβέρνηση Σαμαρά δείχνει αποφασισμένη να προχωρήσει στην ψήφιση των νέων μέτρων σε ένα άρθρο, ενώ η ΔΗΜΑΡ έχει δηλώσει ανοικτά ότι θα καταψηφίσει, θέτει το εύθραυστο σήμερα ΠΑΣΟΚ σε ασφυκτική πίεση, αναδεικνύοντας τη συνοχή του σε κύριο αστάθμητο παράγοντα των εξελίξεων.

Ήδη αρκετοί βουλευτές (αλλά και προβεβλημένα στελέχη) του κινήματος φλερτάρουν λιγότερο ή περισσότερο ανοικτά είτε με την ιδέα της συγκρότησης ενός νέου σχηματισμού, είτε με την προοπτική «μεταγραφής» σε άλλο υφιστάμενο σχηματισμό.

Κι αν για ορισμένους εξ αυτών ο φυσικός χώρος μετατοπίζεται προς τα δεξιά, σε κάποιους άλλους γίνεται ολοένα περισσότερο αισθητή η έλξη που ασκείται από τον μαγνήτη της πιο «δυναμικής» Αριστεράς.
Μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να συμβεί αυτό. Ξένη κυβέρνηση δίνει με πλάγιο τρόπο στην κυβέρνηση της Αθήνας λίστα καταθετών σε τράπεζα της Ελβετίας (ναι, αυτή η λίστα αποτελεί τυπικά προϊόν εγκλήματος), μήπως κι ενισχυθούν τα φορολογικά έσοδα.

Ο αρμόδιος υπουργός (Παπακωνσταντίνου) δίνει στον υφιστάμενό του στο ΣΔΟΕ ορισμένα μόνο ονόματα κι εν συνεχεία η πλήρης λίστα αρχίζει να παραδίδεται από τον έναν «προϊστάμενο» στον άλλο.

Εις εξ αυτών (Διώτης) τη δίνει στον επόμενο αρμόδιο υπουργό (Βενιζέλος) κι εν συνεχεία δηλώνει (μετά από πολύ καιρό, κι αφού η υπόθεση βγαίνει στη δημοσιότητα) ότι ο υπουργός δεν του έδωσε εντολή να την αξιοποιήσει!

Ο πρώτος υπουργός δηλώνει ότι τη λίστα την έχασε (λες και ήταν… ραβασάκι) κι ο δεύτερος ότι δεν την είδε(!), αλλά την κράτησε στο αρχείο και την πήρε μαζί του(!) φεύγοντας από το υπουργείο. Λες και ήταν προσωπικό του έγγραφο για να το πάρει σπίτι. Κι ακόμη, δηλώνει ότι «υπέθεσε» πως υπάρχει άλλο αντίγραφο, που έχουν κρατήσει οι υπηρεσίες.

Με μια λέξη, ντροπή!

Ντροπή σε όλους τους εμπλεκομένους που αποδεικνύουν στη συγκεκριμένη υπόθεση τι επίπεδο κρατικών στελεχών και υπουργών εξακολουθεί να έχει η Ελλάδα, προς γνώσιν και του απλού ψηφοφόρου, που βέβαια δεν είναι άμοιρος ευθυνών για το κατάντημα.

Εν τέλει, κι αφού πρώτα έχουν κυκλοφορήσει προφορικά διάφορες πληροφορίες για πρόσωπα -και ποσά- που φέρεται να περιλαμβάνονται στη «λίστα Λαγκάρντ», κυκλοφορεί και η ίδια(;) η λίστα, μέσω περιοδικού που εκδίδει «αντισυστημικός» δημοσιογράφος, ο Κώστας Βαξεβάνης. Η πηγή του οποίου, αυτός δηλαδή που του έδωσε τη συγκεκριμένη λίστα, αυτούσια ή με διαφορές από την original, προφανώς και δεν είναι άγνωστος επιστολογράφος, αλλά κάποιος της εμπιστοσύνης του δημοσιογράφου, που είχε σοβαρά κίνητρα (άγνωστα σε εμάς) για να προκαλέσει τη δημοσίευσή της τη συγκεκριμένη στιγμή.

Μέσα σε διάστημα λεπτών και ωρών, το περιεχόμενο της λίστας -2.059 ονόματα με τις ιδιότητές τους (άλλες στα γαλλικά, άλλες στα αγγλικά, ορισμένες ολίγον τραγελαφικές, όπως το… «kivernitis»), χωρίς όμως τα σχετικά ποσά, δημοσιεύεται από μεγάλα ΜΜΕ που μόνο «αντισυστημικά» δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Όλοι δημοσιεύουν ΟΛΑ τα ονόματα, «κλέβοντας» την αποκλειστικότητα του Βαξεβάνη. Χαίρε δημοσιογραφική δεοντολογία, που κατέληξες μια… «αναφορά στην πηγή»!

Άλλος το κάνει για να πλήξει τον «αντίπαλο» εκδότη (μια και η οικογένειά του περιλαμβάνεται στη λίστα, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι πρόκειται για αδήλωτα ή παράνομα εισοδήματα), άλλος προς όφελος πολιτικής παράταξης, άλλος για να μη «χαρίσει» θέαση και μείνει πίσω. Σχεδόν όλοι, πάντως, αναδημοσιεύουν αυτούσια τη λίστα από το «ΗΟΤ DOC», με την «επισήμανση» ότι όσοι περιέχονται σε αυτή δεν είναι… κατ' ανάγκην φοροφυγάδες και παράνομοι.

Ωραία, αλλά γιατί αυτοί που δεν είναι παράνομοι ή φοροφυγάδες πρέπει να δουν τα ονόματά τους στα μανταλάκια; Γιατί πρέπει να τους δει ο γείτονας, ο φίλος, ο συνεργάτης, ή ο κλέφτης κι ο εν δυνάμει απαγωγέας (μόλις χθες κατά σύμπτωση κυριακάτικη εφημερίδα μας προειδοποιούσε «προσέξτε τα παιδιά σας» γιατί έρχεται, λέει, κύμα απαγωγών αντάξιο της… Λατινικής Αμερικής);

Ντροπή!

Απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα της ντροπής, διογκώνεται ο Τύπος της ντροπής. Που υπερβάλλει, που βλέπει τα πάντα «άσπρο ή μαύρο», που σπιλώνει υπολήψεις για ψύλλου πήδημα, που τρομοκρατεί τον αναγνώστη ή του χαϊδεύει τα αφτιά ξεδιάντροπα. Που έχει χάσει το παιχνίδι της αξιοπιστίας και απευθύνεται ολοένα και περισσότερο στα πιο ταπεινά ένστικτα του κοινού. Που έχει γραμμένη τη δεοντολογία και το «αποκλειστικό» στα παλιά του τα παπούτσια.

Πολιτικές ειδήσεις και δίπλα μπούτια, στήθη ή αιματηρά περιστατικά. Η συνταγή tabloid σε πλήρη ανάπτυξη - και στο διαδίκτυο. Κράχτης-αχταρμάς για μια κοινή γνώμη ζαλισμένη. Που παραπαίει ανάμεσα στις συνήθειες του καταναλωτικού κρεσέντο που έζησε και στις ανάγκες της δύσκολης εποχής που ζει.

Κι έρχεται στο σκηνικό να «παρέμβει» η Δικαιοσύνη. Που σπεύδει να κινηθεί ακαριαία κατά του Βαξεβάνη, αναζητώντας τον νύχτα, με διαδικασίες αυτοφώρου. Χαρίζοντάς του «ηρωικό» φωτοστέφανο. Γιατί οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται την αντιδιαστολή. Την απραξία δίπλα στην ακαριαία κινητοποίηση.

Ναι, ο Βαξεβάνης παραβίασε προσωπικά δεδομένα. Ουδόλως υπηρέτησε και αυτός τη δημοσιογραφική δεοντολογία δημοσιεύοντας αδιακρίτως χιλιάδες ονοματεπώνυμα. Αλλά ο ζήλος της Δικαιοσύνης φαντάζει «ύποπτος». Φωνάζει «δύο μέτρα και δύο σταθμά», όταν τόσο καιρό που σέρνεται η υπόθεση Λαγκάρντ δεν είδαμε κανέναν εισαγγελέα να κινείται ακαριαία ενάντια στα στελέχη του ΣΔΟΕ που έπαιζαν «πάσες» με τη λίστα ή… κάθονταν πάνω της, για ενδεχόμενη παράβαση καθήκοντος.

Δεν είδα καν τα πολιτικά κόμματα να λαμβάνουν αυστηρές θέσεις για το ζήτημα των πολιτικών ευθυνών και να κινούνται άμεσα, καθώς είναι ξεκάθαρο ότι στην υπόθεση εμπλέκονται δύο υπουργοί.

Δεν είναι η πρώτη φορά. Ο κρατικός μηχανισμός έσπευσε να κινηθεί ενάντια στους Χρυσαυγίτες που γκρέμισαν πάγκους στις λαϊκές (και ορθώς έπραξε), το κακό είναι όμως ότι ουδέποτε κινήθηκε εναντίον εκείνων που άφησαν το παραεμπόριο να ανθήσει (με το αζημίωτο) στις λαϊκές αλλά και στα κεντρικά πεζοδρόμια.

Ντροπή!

Το έγραψα και προχθές. Σε αντίστοιχες περιπτώσεις «λίστας», άλλες χώρες έσπευσαν να την αξιοποιήσουν, ενισχύοντας τα φορολογικά έσοδα και εντοπίζοντας παρανομίες, χωρίς να διαρρεύσουν αδιακρίτως ονόματα στον Τύπο.

Εδώ συνέβη το ακριβώς αντίθετο.

Ντροπή μας!

Ντροπή σε μια κοινωνία που συμψηφίζει τις παρανομίες, θεωρώντας ότι μια αδικία μπορεί να εξισορροπεί μια άλλη, ότι το δίκαιο, η διαφάνεια, η ηθική μπορεί να είναι προϊόν ισορροπιών, «διαρροών» ή αντικρουόμενων… παρανομιών.

Κουράστηκα! Η λίστα της ντροπής είναι μακριά και δεν μας τιμά καθόλου.

Όλους. Γιατί όλοι, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, είμαστε υπεύθυνοι για όσα ζούμε, όσα αποδεχόμαστε, όσα ανεχόμαστε να συμβαίνουν στην κοινωνία μας.
Να συμφωνήσουμε ότι υπό τις παρούσες συνθήκες το ευρώ είναι μονόδρομος. Ότι η Ελλάδα δεν έχει σήμερα τίποτε να κερδίσει από μια έξοδο από το κοινό νόμισμα. Αυτή άλλωστε είναι η κυρίαρχη σήμερα πολιτική θέση, εντός και εκτός Ελλάδος.

Το επόμενο ερώτημα, όμως, που δεν έχει απαντηθεί, είναι πού οδηγείται η χώρα μέσα από αυτόν τον μονόδρομο. Οδηγείται μέσω μιας βίαιης έστω προσαρμογής προς την «ευρωπαϊκού τύπου» ανάπτυξη, ή μήπως κινδυνεύει να γίνει «ευρωλιγούρης», ένας επιβάτης με εισιτήριο καταστρώματος στο πλοίο της ευρωζώνης;

Πρόκειται για κίνδυνο που καθίσταται ολοένα και περισσότερο ορατός.

Οι καταιγιστικές μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, η εμμονή της τρόικας να αυξήσει την ελληνική ανταγωνιστικότητα κυρίως μέσω της μείωσης του εργατικού κόστους, η μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων (με έμφαση στα μεγάλα ακίνητα), όλη η πρακτική της «εσωτερικής υποτίμησης» μαρτυρά το εξής απλό:

Ότι οι «εταίροι» μας, θεωρητικά ισότιμοι, μας αντιμετωπίζουν ως «άτακτους» Βαλκάνιους, που στην πραγματικότητα δεν έχουν κανέναν απολύτως λόγο να διεκδικούν βιοτικό επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από αυτό των γειτόνων τους.

Κάθε τόσο η κυρία Μέρκελ θυμάται ότι στην Ελλάδα δεν έχουν πληρώσει οι πλούσιοι, αλλά μόνο οι υπόλοιποι, ή ότι δεν έχουμε προχωρήσει στην εκ βάθρων ανανέωση της φορολογικής νομοθεσίας. Ωραία λόγια.

Στην πράξη, όμως, η τρόικα δεν φώναξε μέχρι σήμερα «δεν θα σας δώσουμε τη δόση αν δεν κάνετε σωστό φορολογικό σύστημα, γιατί το θεωρούμε πρώτη προτεραιότητα».

Τουναντίον, ασκεί πιέσεις με καθαρά αριθμητικούς στόχους, ασχέτως αν από τα μέτρα που προκύπτουν θίγονται μη προνομιούχοι, ή ενισχύεται συστηματικά η ύφεση. Σημασία για τους δανειστές έχει το αποτέλεσμα. Ασχέτως αν αυτό (εξαιτίας και πράξεων ή παραλήψεων της ελληνικής κυβέρνησης) θα προκύψει από τη φτωχοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας.

Προς αντίστοιχη κατεύθυνση δείχνουν και οι δηλώσεις του Β. Σόιμπλε (που έχει συστηματικά τον ρόλο του «κακού μπάτσου» στο σίριαλ), σύμφωνα με τις οποίες θα πρέπει να λειτουργήσουν και νέοι μηχανισμοί (εξωτερικού) ελέγχου στην Ελλάδα. Ένα σύστημα ελέγχου που ξεκινά από τον ειδικό λογαριασμό που εισηγείται και φτάνει μέχρι την πρόσληψη ξένων τεχνοκρατών σε κρίσιμους για την οικονομία τομείς.

Από… λογιστικής πλευράς, έχει κι αυτός τα δίκια του. Ωστόσο, η ευρωζώνη, όπως και κάθε κατ' εξοχήν πολιτικός σχηματισμός κρατών, δεν μπορεί να λειτουργεί με αυστηρώς λογιστικά κριτήρια, πολύ απλά διότι εξ ορισμού τίθενται θέματα εξαιρετικά ευαίσθητα, που αφορούν την περίφημη «εθνική κυριαρχία» της κάθε χώρας μέλους, όσο αδύναμη κι αν είναι.

Όλα αυτά, βεβαίως, δεν περνούν απαρατήρητα από τα κόμματα που στηρίζουν την ελληνική κυβέρνηση. Απλώς έχουν αποφασίσει να πιουν το πικρό φάρμακο, πιστεύοντας ότι κερδίζουν χρόνο. Ότι κρατούν τη χώρα «μέσα στο παιχνίδι», ώσπου να βρεθεί η περίφημη «συνολική λύση για την Ευρώπη».

Με δεδομένες τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα διεθνώς, η θέση αυτή έχει πολιτικό ρεαλισμό. Ενέχει, όμως, κι έναν μεγάλο κίνδυνο: δημιουργεί κοινωνικά, οικονομικά και εθνικά «τετελεσμένα», που θα συνεχίσουν να υπάρχουν αν και όταν βρεθεί η περίφημη «συνολική λύση».

Πολλά έχουν ακουστεί το τελευταίο διάστημα για την επιμήκυνση της διάρκειας ζωής στο φρέσκο γάλα, ώστε να μειωθεί η τιμή του, μια και -όντως- το πληρώνουμε σε υψηλότερη τιμή σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ρεπορτάζ, η διαφορά τιμής στο γάλα δεν είναι νέο φαινόμενο και ξεκινά από τη «ρίζα», δηλαδή από τους κτηνοτρόφους.

Οι τιμές «πόρτας» στη φάρμα είναι υψηλότερες απ' ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, κι αυτό οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες. Μεταξύ αυτών είναι το γεγονός ότι τα περισσότερα ζώα στην Ελλάδα δεν βοσκούν σε κάποιο λιβάδι, αλλά θρέφονται κυρίως με ζωοτροφές. Ατό σημαίνει ότι υπάρχει υψηλότερο κόστος διατροφής.

Στη συνέχεια θα πρέπει να ληφθούν υπ' όψιν άλλοι παράγοντες, όπως το μικρό μέγεθος της μέσης ελληνικής «φάρμας» σε σχέση με το αντίστοιχο μέγεθος στο εξωτερικό, όπου προφανώς δημιουργούνται μεγαλύτερες συνεργίες. Κι εν συνεχεία, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν πρόσθετα κόστη, όπως η ηλεκτρική ενέργεια και ο υψηλότερος ΦΠΑ (13%) που επιβάλλει το ελληνικό κράτος, σε σχέση με άλλες χώρες μέλη.

Οι παράγοντες που αναφέραμε δεν πρόκειται να «θεραπευθούν» από την αλλαγή στη διάρκεια ζωής του φρέσκου γάλακτος. Στην πράξη, λοιπόν, θα έχουμε υποκατάσταση μεγάλου μέρους της εγχώριας παραγωγής από φθηνότερες εισαγωγές, καθώς θα αυξηθούν τα χρονικά περιθώρια μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Κάτι που γνωρίζουν βέβαια οι κτηνοτρόφοι, γι' αυτό και αντιδρούν.

Όπως μάλιστα μου ανέφερε παράγοντας της αγοράς, δεν αποκλείεται να επιφέρει και μεταφορά της συσκευασίας σε γειτονικές χώρες του εξωτερικού, με μικρότερο κόστος, μια και τα χρονικά περιθώρια θα επιτρέπουν πλέον κάτι τέτοιο.

Το ερώτημα που απομένει είναι αν αυτές οι «θυσίες», σε επίπεδο εγχώριας παραγωγής και συσκευασίας (που προφανώς οδηγούν σε απώλειες θέσεων εργασίας) θα προσφέρουν σημαντικό όφελος στη μείωση της τελικής τιμής του φρέσκου γάλακτος.

Αν κρίνω από όσα μου μετέφεραν στελέχη της αγοράς, η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Κι αυτό γιατί το φρέσκο γάλα σήμερα δεν αφήνει περιθώρια κέρδους. Τουναντίον, σε αρκετές περιπτώσεις «βάζει μέσα» τη βιομηχανία. Πρόκειται δηλαδή για προϊόν που χρησιμοποιείται ως «loss leader» στην ορολογία του marketing, ή επί το λαϊκότερον σαν… κράχτης.

Κατά συνέπεια, είναι εξαιρετικά πιθανό η όποια μείωση στο κόστος του γάλακτος να απορροφηθεί από τις βιομηχανίες (προκειμένου να μειωθούν οι απώλειες), αντί να περάσει στον τελικό καταναλωτή.

Κι αυτό σημαίνει ότι, παρά την εύλογη ενασχόληση των Media με την υπόθεση, εάν τυχόν περάσει η συγκεκριμένη ρύθμιση, θα έχουμε απλώς «πολύ κακό (στην παραγωγική βάση) για το… τίποτα»!
Τα τελευταία 2,5 χρόνια οι Έλληνες ασφυκτιούν από την πίεση ενός… ζουρλομανδύα, που έχει σκοπό να «συνετίσει» συλλογικά αυτήν τη χώρα.

Μπορεί οι εκδοχές του να ονομάζονται «μνημόνια» και να ψηφίζονται κάθε φορά από τη Βουλή, οι βασικές του προδιαγραφές, όμως, καθορίζονται από το εξωτερικό.

Ο σκοπός του ψυχιατρικού ζουρλομανδύα είναι απόλυτα συγκεκριμένος: να περιορίσει την ελευθερία κινήσεων του ασθενούς, προκειμένου να προστατεύσει τον ίδιο -και τους άλλους- από την «τρέλα» του. Δεν έχει όμως καμία θεραπευτική ιδιότητα. Δεν βελτιώνει την κατάστασή του.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα επιβαλλόμενα μέτρα. Αποσκοπούν στην επίτευξη κάποιων ποσοτικών στόχων, χωρίς να λογαριάζουν τις πολυπλοκότητες της οικονομίας και τις ιδιαιτερότητες της κοινωνίας. Χωρίς να λαμβάνουν αρκούντως υπ' όψιν τις αδυναμίες και τα πλεονεκτήματα της Ελλάδας.

Δυστυχώς, από τη στιγμή όπου τέθηκε το θέμα του πρώτου μνημονίου έως και σήμερα, όσοι εκπροσωπούν τα ελληνικά συμφέροντα απέτυχαν να παρουσιάσουν στους δανειστές αλλά και στον λαό μας ένα «εθνικό σχέδιο», ένα πειστικό όραμα για την αλλαγή αυτής της χώρας προς το καλύτερο.

Αντί αυτού, αρκέστηκαν στα να συνδιαλέγονται τα «μέτρα» του ζουρλομανδύα, με βασικό κριτήριο το πολιτικό κόστος. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Οι αριθμοί αρνούνται να «ευημερήσουν» εξαιτίας της ύφεσης, ενώ οι άνθρωποι υποφέρουν.

Το ότι η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο χρόνο, αλλά και περισσότερο χρήμα, για να ορθοποδήσει αρχίζει έστω και με μεγάλη καθυστέρηση να γίνεται συνείδηση ακόμη και μεταξύ των δανειστών μας. Καταλαβαίνουν ότι ο ζουρλομανδύας παραείναι στενός.

Η χαλάρωσή του, όμως, από μόνη της δεν θα δώσει τη λύση στο πρόβλημα. Όχι, όσο δεν υπάρχει ένα εθνικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των δραματικών αλλαγών που επέρχονται.

Η κατάρρευση του εντελώς στρεβλού και διεφθαρμένου μοντέλου «ανάπτυξης» της Ελλάδας έχει βαρύτατες συνέπειες όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και στην παιδεία, τη δικαιοσύνη, την υγεία και την ασφάλεια, στην ίδια την καθημερινότητα μεγάλου μέρους της κοινωνίας.

Σε συνθήκες ήπιας προσαρμογής (αν για παράδειγμα οι δανειστές μας δέχονταν να χρηματοδοτούν ελλείμματα επί πολλά έτη) η ομαλή μετάλλαξη αυτού του μοντέλου θα απαιτούσε τουλάχιστον μία δεκαετία.

Σήμερα, αυτή η πολυτέλεια εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει. Κι αυτό καθιστά την ανάγκη ενός «οραματικού» σχεδίου, το οποίο θα εμπνεύσει την κοινωνία, απόλυτα επιτακτική.

Το σχέδιο αυτό θα πρέπει να έχει δύο καθαρά πρακτικούς στόχους:

-Πρώτον, να μην καταλήξει η χώρα «ζώνη φτηνής εργασίας» εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ατό μπορεί να αποφευχθεί μόνο με την αξιοποίηση των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων και του ανθρώπινου κεφαλαίου που διαθέτει, το οποίο σήμερα φυλλοροεί δυστυχώς στο εξωτερικό.

-Δεύτερον, να αποκτήσει δημόσια διοίκηση στα πρότυπα των καλά οργανωμένων κρατών της Δυτικής Ευρώπης.

Προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι αναμφίβολα θα απαιτηθούν τεκτονικές αλλαγές στην ιδιωτική οικονομία (που, ας μην κρυβόμαστε, στηριζόταν ως τώρα στις κρατικές δαπάνες και στην εσωτερική κατανάλωση), στη λειτουργία των δημόσιων θεσμών, αλλά και στο χάος της πολύ περίπλοκης και ενίοτε αντικρουόμενης ελληνικής νομοθεσίας.

Πρωταρχική σημασία για την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου, ακριβώς λόγω των τεκτονικών αλλαγών που προϋποθέτει, έχει η στοχευμένη παροχή κινήτρων στην επιχειρηματικότητα και -το κυριότερο- η διασφάλιση κοινωνικής συνοχής και «συστράτευσης» στο κοινό όραμα.

Προκειμένου να επιτευχθεί το τελευταίο απαιτείται ορθότερη αναδιανομή του πλούτου, μέσω της εγκαθίδρυσης δικαιότερου και διαφανούς φορολογικού συστήματος (με έμφαση στην αντιμετώπιση της τερατώδους φοροδιαφυγής) και νέων, πιο αποτελεσματικών, μηχανισμών κοινωνικής προστασίας, ιδίως για τους ανέργους.

Προς το παρόν, τίποτε από τα παραπάνω δεν διαφαίνεται, έστω και αχνά, στον ορίζοντα. Κι αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει, ίσως περισσότερο κι από το θέμα των νέων μέτρων, της επόμενης δόσης και της διαφαινόμενης παράτασης, όσο είναι ακόμη καιρός.
v