Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Αγαπητέ Αλέξη,


Οι προβληματισμοί της επιστολής αυτής εδράζονται στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα αξιωματική αντιπολίτευση και εν δυνάμει ισχυρός διεκδικητής της εξουσίας.

Με αυτό το δεδομένο, προκαλεί ανησυχία το γεγονός ότι, πλην της άρνησης των μέτρων και των μνημονίων, δεν έχει καταφέρει ακόμη να καταθέσει μια ολοκληρωμένη πρόταση, ένα συγκροτημένο σχέδιο για την έξοδο της χώρας από την κρίση.

Για την ακρίβεια, δεν έχει ακόμη ολοκληρωμένη πρόταση ούτε καν σε ό,τι αφορά τον τρόπο διαπραγμάτευσης που θα επέλεγε έναντι των δανειστών. Πλην, βεβαίως, του αφορισμού ότι «θα καταγγείλει» τα μνημόνια και θα ζητήσει «κούρεμα» του χρέους.

Σύμφωνοι, θα καταγγείλει. Και θα πιέσει για «κούρεμα». Μετά; Αν υποθέσουμε ότι οι δανειστές κάθονται στο τραπέζι, με αυτούς τους όρους, τι ακριβώς θα τους προτείνει για τα περαιτέρω; Ποιο είναι το ολοκληρωμένο σχέδιο που θα παρουσιάσει, ώστε να γίνει αποδεκτό;

Η ερώτηση αυτή έχει νόημα, Αλέξη, διότι συνδέεται με το σχέδιο δράσης -άμεσης δράσης- που οφείλει να έχει ένα κόμμα εξουσίας, ειδικά σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε.

Πώς θα αναμορφωθούν τα δημόσια οικονομικά; Ας υποθέσουμε ότι αρκεί η φορολόγηση των «πλουσίων». Πώς ορίζει όμως ο ΣΥΡΙΖΑ τους πλούσιους; Από ποιο επίπεδο εισοδήματος ή περιουσίας και πάνω; Με ποιον τρόπο θα τους φορολογήσει ώστε να μη διαφεύγουν τα εισοδήματα; Πώς θα ξεπεράσει τα εμπόδια που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση ως προς τον έλεγχο και τη «σύλληψη» του μεγάλου πλούτου;

Κι επειδή μόνο οι «πλούσιοι» μάλλον δεν θα… φτάσουν, ποια είναι εν ολίγοις -συγκεκριμένα- η πρότασή σας για την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος στην Ελλάδα;

Σε αυτά τα ερωτήματα δεν έχετε ακόμη δώσει απαντήσεις…

Πέραν όμως του θέματος των εσόδων, δεν έχουν υπάρξει αναλυτικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ούτε για την αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα, ούτε για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. Γιατί άραγε;

Το μείζον θέμα όμως για τη χώρα, ελπίζω ότι θα συμφωνήσουμε σε αυτό, είναι η οικονομική ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα. Χωρίς ανάπτυξη τίποτε δεν γίνεται, ακόμη κι αν μας χαριστούν τα χρέη.

Όσοι ασχολούνται γνωρίζουν ότι κεντρικές θέσεις στο πρόγραμμά σας έχουν ο ισχυρός δημόσιος τομέας και η συλλογική, η λεγόμενη «κοινωνική», επιχειρηματικότητα, με έμφαση και στην τοπικότητα.

Ωστόσο, επειδή όλοι πλέον γνωρίζουν ότι η αποτελεσματικότητα -ανεξαρτήτως ιδεολογικής αφετηρίας- εξαρτάται τελικά από τις διαδικασίες, δημιουργεί απορία το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει συγκεκριμένη πρόταση για το εναλλακτικό μοντέλο διοίκησης και λειτουργίας των υπό κρατικό έλεγχο επιχειρήσεων (μια και το υφιστάμενο έχει ξεκάθαρα αποτύχει), ούτε και μια τεκμηριωμένη παρουσίαση των άλλων μορφών επιχειρηματικότητας που ευαγγελίζεστε.

Ομοίως και για τον τραπεζικό τομέα, που έχει ρόλο κλειδί στην οικονομία. Εσείς υποστηρίζετε ότι οι λεγόμενες και «συστημικές» τράπεζες θα πρέπει να περάσουν στον έλεγχο του δημοσίου.

Για πάντα; Αν ναι, τι αλλαγές σκοπεύει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ ώστε να μη βρεθεί η ελληνική κοινωνία αντιμέτωπη με τα φαινόμενα του πρόσφατου παρελθόντος;

Προσωρινά; Πώς θα διασφαλιστεί μελλοντικά η επάνοδός τους στον ιδιωτικό τομέα; Και με ποιους όρους; Θα υπάρχουν άλλες ιδιωτικές τράπεζες κι αν όχι γιατί;

Κι εν τέλει, ποιο είναι το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για την ίδια την ιδιωτική πρωτοβουλία; Τι θέση έχει αυτή στο κοινωνικοοικονομικό του όραμα; Τι ρόλο θα παίξει σε ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης;

Ποιες είναι οι κατά τον ΣΥΡΙΖΑ βασικές αρχές που θα διέπουν το καθεστώς εργασίας, τις σχέσεις εργοδότη - εργαζόμενου, το θεμελιώδες ζήτημα της ασφάλισης της υγείας και της συνταξιοδότησης;

Διότι το μόνο σίγουρο είναι πως οι σχέσεις αυτές δύσκολα θα επιστρέψουν στις συνθήκες του παρελθόντος. Το παλιό σύστημα, ειδικά σε ό,τι αφορά την ασφάλιση και τη σύνταξη, είχε χρεοκοπήσει πριν ακόμη ξεσπάσει η κρίση. Απλώς οι πολιτικοί μας πετούσαν την μπάλα όλο και πιο κάτω, ώσπου… έσκασε.

Η έλλειψη απαντήσεων σε αυτά τα ερωτήματα (και σε πολλά ακόμη) ίσως να μην αποτελέσει εμπόδιο για την κατάληψη της εξουσίας, αγαπητέ Αλέξη. Στη μέχρι τώρα πορεία της χώρας, ελάχιστοι κυβέρνησαν επειδή είχαν δώσει πειστικές απαντήσεις. Οι περισσότεροι κέρδισαν εκλογές «καβάλα» σε παροχές και σε αόριστες υποσχέσεις.

Γι' αυτό και φτάσαμε ως εδώ.

Η σημερινή συγκυρία, όμως, δεν συγχωρεί Αν έλθετε στην εξουσία χωρίς οργανωμένο και ρεαλιστικό σχέδιο για τη διακυβέρνηση της χώρας, το πιθανότερο είναι ότι θα το μετανιώσετε πικρά. Πολύ πικρά.

Και μαζί σας η ελληνική κοινωνία.
Ενόσω συνεχίζεται με διαφορετικά… επεισόδια το θρίλερ της δόσης (της κάθε δόσης) κι ανεβαίνουν οι τόνοι για τη σχέση της Ελλάδας με τους δανειστές της, καλό είναι να δούμε ένα… ανθολόγιο από δημοφιλή «τσιτάτα», που επαναλαμβάνονται με ανησυχητική συχνότητα, παρότι απέχουν πολύ από την πραγματικότητα

Τα σημειώνω γιατί φοβάμαι ότι σηματοδοτούν όχι μόνο απόπειρες παραπλάνησης του πολίτη, αλλά και μια βαθύτερη ανασφάλεια της «κοινής γνώμης», που ενίοτε ωθεί στην πεποίθηση πως υπάρχουν «απλές» λύσεις για έξοδο από την κρίση.

1. «Η Γερμανία μας έχει ανάγκη για τις εξαγωγές της». Αυτήν τη στιγμή, η Γερμανία προωθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη το 36% των εξαγωγών της έναντι 43% πριν από μόλις 4 χρόνια. Ήδη οι εξαγωγές της προς την Κίνα υπερβαίνουν το άθροισμα των εξαγωγών της, προς την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία!

Στην πράξη, έχει μεγαλύτερη ανάγκη το… ευρώ, προκειμένου να είναι φθηνότερα διεθνώς τα προϊόντα της, καθώς αν είχε δικό της νόμισμα θα ήταν πολύ σκληρότερο.

2. «Για όλα φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι και το Δημόσιο». Φταίνε σε πολλά, αλλά δεν είναι μόνον εκεί το πρόβλημα. Αν ήταν έτσι, δεν θα υπήρχε το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας του ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ τομέα, που μεταφράζεται σε έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο και βάζει ταφόπλακα στην οικονομική δραστηριότητα. Η αλήθεια είναι ότι και ο ιδιωτικός τομέας χρειάζεται ριζική αναδιάρθρωση και αλλαγής νοοτροπίας.

3. «Θα μας σώσουν οι εξαγωγές και ο τουρισμός». Θα μπορούσαν, αλλά όχι με τις μεθόδους που ακολουθούνται. Παρότι υπάρχει σημαντική αύξηση των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια, μια προσεκτικότερη ανάλυση των αριθμών δείχνει ότι οφείλεται κυρίως στα πετρελαιοειδή!

Όπως εύστοχα παρατήρησε πρόσφατα σε άρθρο του ο Σεραφείμ Κωνσταντινίδης, η αύξηση των εξαγωγών -πλην πετρελαιοειδών και αγοραπωλησιών πλοίων- την τελευταία διετία ήταν 25%. Σε απόλυτο μέγεθος, όμως, δεν ξεπερνά το 1,6 δισ. ευρώ. Μάλλον χειρότερη είναι η εικόνα στον τουρισμό, καθώς τα έσοδα από το «τουριστικό προϊόν» είναι ελάχιστα μεγαλύτερα σε σχέση με πέρυσι.

Για όσο διάστημα το brand name «Ελλάδα» έχει σοβαρότατα προβλήματα ρίσκου, αξιοπιστίας ποιότητας αλλά και ρευστότητας, ούτε οι εξαγωγές ούτε και ο τουρισμός θα ορθοποδήσουν. Για τον απλούστατο λόγο ότι είναι πολύ δύσκολο να ανταγωνιστούμε σε διεθνές πλαίσιο με μόνο πλεονέκτημα την «τιμή πωλήσεως». Κι αυτό ισχύει με ελάχιστες εξαιρέσεις, που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

4. «Αν δεν πάρουμε ΤΩΡΑ τη δόση θα πεινάσουμε». Όπως αποδείχτηκε -ξανά-πολύ πρόσφατα, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Το Δημόσιο μπορεί να περάσει μήνες χωρίς «δόση» (αυτή που θα πάρουμε ελπίζω σύντομα έπρεπε κανονικά να την πάρουμε τον… Μάιο), με τη συναίνεση όμως της ΕΚΤ. Από την άλλη πλευρά, έτσι αυξάνονται οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του στην ελληνική αγορά, ενώ ασφυκτιά και ο ιδιωτικός τομέας.

5. «Τα πάντα μπορούσαν να λυθούν με μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων». Αγαπημένη καραμέλα ορισμένων νεοφιλελεύθερων, που μάλλον ξεχνούν ότι και οι δημόσιοι υπάλληλοι καταναλώνουν. Ένα κύμα μαζικών απολύσεων στο Δημόσιο (π.χ. 150.000 ατόμων που θα επιβάρυναν την ανεργία κατά 2,5% μονομιάς) θα είχε πολύ οδυνηρές συνέπειες στην κατανάλωση ή και στις καταβολές συντάξεων από τα ταμεία, εφόσον επιλεγόταν η λύση της εθελουσίας πρόωρης εξόδου.

Επιπροσθέτως, όταν μιλάμε για τόσο μεγάλους αριθμούς -και χωρίς να υπάρχει οργανωμένο σύστημα αξιολόγησης-, είναι προφανές ότι προκύπτουν σοβαροί κίνδυνοι να μείνουν οι «αρεστοί» και να φύγουν… «ικανοί», για άλλους ευνόητους λόγους.

Κάτι τέτοιο θα είχε έως και συντριπτικές επιπτώσεις στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, με βαρύτατες συνέπειες όχι μόνο στην κοινωνία αλλά και στην οικονομική δραστηριότητα.

6. «Θα μας βγάλουν από το ευρώ». Καλώς ή κακώς, ουδείς μπορεί να μας βγάλει από το ευρώ. Δεν είναι καν θεμελιωμένο νομικά ότι μπορούμε να φύγουμε με δική μας βούληση. Τα σχετικά σενάρια πηγάζουν από μια λογική «καταναγκασμού» της Ελλάδας να αποχωρήσει, προκειμένου να επιβιώσει, εφόσον στερηθεί τη βοήθεια των δανειστών. Τα σενάρια όμως αυτά ουδόλως ανταποκρίνονται στις γεωπολιτικές και οικονομικές συνθήκες αλληλεξάρτησης της εποχής μας.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Σημαίνει ότι δεν είμαστε μεν παντελώς άοπλοι σε μια διαπραγμάτευση, πρέπει όμως να λαμβάνουμε υπ' όψιν τις διεθνείς ισορροπίες και τους περιορισμούς οικονομικούς και πολιτικούς που επιβάλλει η ίδια η δομή της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

7. «Πρέπει να πληρώνουμε για να μην είμαστε μπαταχτσήδες». Ο μύθος αυτός στηρίζεται στη λογική που επικρατεί στις δοσοληψίες μεταξύ φυσικών προσώπων. Ωστόσο, όταν οι δοσοληψίες αφορούν εταιρίες, πολύ δε περισσότερο κυρίαρχα έθνη, η λογική αυτή δεν ισχύει. Σε όλες σχεδόν τις χώρες υπάρχουν διατάξεις του εμπορικού δικαίου που προστατεύουν τις εταιρίες από τους πιστωτές τους, προκειμένου να διασωθεί μια εταιρία, να διατηρηθούν θέσεις εργασίας κ.λπ.

Κατά κανόνα, οι διατάξεις αυτές προβλέπουν συμβιβασμούς και ρυθμίσεις με τους πιστωτές, που πολλές φορές έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα. Κι αυτό διότι εξυπακούεται ότι ευθύνη για τον δανεισμό (άρα και μερίδιο στον κίνδυνο) δεν έχει μόνο ο δανειζόμενος, αλλά και ο δανειστής

Ακόμη πιο ισχυρά επιχειρήματα υπάρχουν για την περίπτωση των κρατών, καθώς εν τέλει δεν αφορούν (στην πλευρά του δανειολήπτη) επιχειρήσεις που λειτουργούν με σκοπό το κέρδος, αλλά εθνικές κοινωνίες, με κυριαρχικά δικαιώματα στην επικράτειά τους, τα οποία απεμπολούνται μόνο με δύο τρόπους.

Είτε οικειοθελώς, είτε μέσω πολέμου. Και βεβαίως, αντίθετα με οποιαδήποτε επιχείρηση, τα κράτη δεν βάζουν «λουκέτο». Όλα αυτά είναι σε απόλυτη γνώση των δανειστών, εκ των προτέρων.

8. «Αν πάρουμε τη δόση και την παράταση σωθήκαμε». Όχι, απλώς θα πάρουμε μια ανάσα, κάποια πίστωση χρόνου. Τα προβλήματα της χώρας είναι μεγάλα και περίπλοκα καθώς αγκαλιάζουν το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών λειτουργιών, τους θεσμούς αλλά και τη ριζική αναδιάρθρωση που απαιτείται στον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να γίνει η περίφημη αλλαγή οικονομικού μοντέλου.

9. «Καλύτερα είναι να βγούμε από το ευρώ κι ας πεινάσουμε για λίγο». Οι οπαδοί αυτής της άποψης στηρίζονται στη δυνατότητα που θα αποκτήσει η χώρα να τυπώνει -και να υποτιμά- νόμισμα, προκειμένου να επανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της, ενώ θεωρούν δεδομένο ότι τα χρέη της ουδέποτε θα πληρώνονταν σε ευρώ.

Λησμονούν ωστόσο ότι στις σύγχρονες συνθήκες η επαναφορά σε ένα ανύπαρκτο σήμερα νόμισμα, αλλά και η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που αναπόφευκτα θα ακολουθούσε μια τέτοια μονομερή ενέργεια, αποτελούν πολύ επικίνδυνα πειράματα, ιδίως για μια χώρα που βρίσκεται στη δική μας περιοχή του κόσμου.

Επίσης λησμονούν ότι -δυστυχώς- δεν έχει υπάρξει καμία μελέτη και καμία προετοιμασία για μια τέτοια λύση, παρότι θα έπρεπε να έχει μελετηθεί διεξοδικά ως έσχατη οδός και για την περίπτωση όπου δεν επιβιώσει το ευρώ.

Υπό τις σημερινές οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, μια έξοδος από το ευρώ είναι πολύ πιθανό ότι θα μετέτρεπε την Ελλάδα σε αποτυχημένο κράτος (failed state), με τραγικές συνέπειες όχι μόνο για την κοινωνία, αλλά ενδεχομένως και για το Έθνος. Αυτήν άλλωστε την προοπτική απεύχονται και έσπευσαν να προτάξουν το τελευταίο διάστημα διεθνείς παράγοντες ακόμη και στη Γερμανία, επισημαίνοντας τις ευρύτερες γεωπολιτικές συνέπειές της.

10. «Μπορούμε να ζήσουμε όπως πρώτα». Πρόκειται για μύθο ο οποίος ενίοτε καλλιεργείται και από «μνημονιακούς» πολιτικούς, προκειμένου να χαϊδέψουν αφτιά ορισμένων προνομιούχων. Βρίσκει, όμως, τους πιο πιστούς οπαδούς του μεταξύ των συντεχνιών, που ακολουθούν ακόμη τη λογική «πρέπει να πληρώσουν οι… άλλοι».

Η αλήθεια είναι ότι δεν θα ζήσουμε όπως πρώτα. Οι όποιες-ελάχιστες- εξαιρέσεις απλώς θα επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η ελληνική οικονομία και κοινωνία βρίσκονται στα πρώτα στάδια μιας αλλαγής εκ βάθρων, η οποία ακόμη και στο καλύτερο σενάριο θα σηματοδοτήσει ισχυρές μεταβολές στο βιοτικό επίπεδο, στις συνήθειες, στους όρους εργασίας, στις νοοτροπίες και στις προσδοκίες, ενώ θα εντείνει -σε κάθε περίπτωση- και το πρόβλημα της ανεργίας.

Το ξεκατίνιασμα που έχει ξεκινήσει μεταξύ ορισμένων από τους εκλεγμένους εκπροσώπους του έθνους στη Βουλή, σε σχέση με το ύψος των αποδοχών τους, δεν είναι χρήσιμο μόνο ως μέτρο στάθμισης του ειδικού τους επιπέδου.

Σε αυτήν την περίοδο σκληρότατων και γενικευμένων περικοπών, τις οποίες οι περισσότεροι των ιδίων -με βαριά έστω καρδιά- ασπάζονται διά της ψήφου τους, η «συζήτηση» υπηρετεί, μάλλον άθελά της, την αφύπνιση της κοινωνίας σε σχέση με τις ειδικες απολαβές και τα προνόμια που συνεχίζουν να απολαμβάνουν.

Οι «300» δεν είναι απλώς υπεράριθμοι σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας και τα καθιερωμένα σε άλλες δυτικές δημοκρατίες. Είναι υψηλά αμειβόμενοι (οι συνολικές απολαβές ξεπερνούν τα 8.000 ευρώ μηνιαίως, ενώ η μεταξύ τους διαμάχη για όσα μένουν ως καθαρά στην τσέπη δείχνει να συνεχίζεται, σίγουρα όμως υπερβαίνουν τα 3.700-4.000 ευρώ), ενώ εξακολουθούν να έχουν άκρως προνομιακές συνθήκες συνταξιοδότησης, παρά τις αλλαγές που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρόσφατου πακέτου μέτρων.

Ας ξεκινήσουμε από τις απολαβές.

Ειλικρινά, εφόσον οι ίδιοι ψήφισαν ότι ο Αρχηγός του ΓΕΕΘΑ -που είναι ένας και φτάνει στην απόλυτη κορυφή της ιεραρχίας των Ενόπλων Δυνάμεων- θα πρέπει να εισπράττει περίπου 3.000 ευρώ καθαρά μαζί με τα επιδόματα, δεν βλέπω τον λόγο γιατί εκείνοι θα πρέπει να λαμβάνουν περισσότερα.

Θυμίζω ότι στη μία περίπτωση έχουμε την κορύφωση μιας πολυετούς καριέρας, που αφιερώθηκε στην προστασία της πατρίδας, μιας καριέρας που σίγουρα στηρίχθηκε στην επιλογή του από υπηρεσιακά όργανα και κυβερνήσεις, έναντι πλειάδας άλλων υποψήφιων για προαγωγή.

Και στην άλλη την εκλογή ενός προσώπου, που μπορεί να συμβεί στα 25 ή στα 30 χρόνια του, από μερικές χιλιάδες ψηφοφόρους. Θα πρέπει δε να θυμίσουμε -χωρίς να υποτιμούμε τη θεωρητική ουσία της βουλευτικής ιδιότητας- ότι στην πράξη η «ανεξάρτητη και κατά συνείδηση» ψήφος του βουλευτή υποτάσσεται συχνά στην έννοια της κομματικής πειθαρχίας, ενώ αρκετές φορές η εκλογή του επιβάλλεται μέσω μιας κομματικής «λίστας», επίσημης ή και ανεπίσημης, μέσω μηχανισμών.

Προφανώς, τα ίδια που ανέφερα παραπάνω για τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων ισχύουν στο ακέραιο και για τους ανώτατους δικαστικούς και γενικότερα για τους ανώτατους δημόσιους λειτουργούς.

Το επόμενο ερώτημα είναι αν πράγματι χρειάζονται «300» στη Βουλή, έναντι πληθυσμού περίπου 10 εκατ. Ελλήνων, ερώτημα που έχει απασχολήσει και τους πολιτικούς. Ο συσχετισμός με πολλές άλλες χώρες δείχνει ότι υπάρχουν σαφή περιθώρια μείωσης αυτού του αριθμού, πιθανόν σε 200. Ίσως γι' αυτό αρκετοί πολιτικοί και παρατάξεις έχουν απαντήσει ήδη αρνητικά στο ερώτημα, όμως δεν είδαμε καμία συγκεκριμένη «μελέτη» (ναι, η μείωση του αριθμού των βουλευτών απαιτεί διεξοδική μελέτη σε θέματα εκπροσώπησης ανά την επικράτεια), πολύ δε περισσότερο κάποια δέσμευση προς αυτήν την κατεύθυνση.

Το θέμα της συνταξιοδότησης είναι ίσως το πιο ενοχλητικό. Δεν υπήρχε κανένας λόγος οι βουλευτές να υπόκεινται σε ξεχωριστό καθεστώς (πόσοι θυμούνται την παροχή σύνταξης με... δύο βουλευτικές τετραετίες;), όταν ο «απλός» Έλληνας πρέπει να περιμένει 35-40 χρόνια και να φτάσει (πλέον) τα 67.

Για ποιο λόγο να μην ανήκουν στο ταμείο όπου ανήκαν πριν εκλεγούν; Σημαίνει άραγε η εκλογή τους αλλαγή επαγγέλματος; Είναι τελικά αιρετό αξίωμα ή... επάγγελμα η βουλευτική ιδιότητα;

Δυστυχώς, είναι σαφές ότι επί δεκαετίες αντιμετωπίστηκε όχι ως τιμητικό αξίωμα, αλλά ως προνομιούχο και προσοδοφόρο επάγγελμα.

Και μάλιστα ως επάγγελμα που συχνότατα ασκείται είτε με «κληρονομικό δικαίωμα», καθώς ο ανιών μεταβιβάζει στον κατιόντα την ανοικτά λεγόμενη «εκλογική πελατεία», είτε ως μέσο εύκολου πλουτισμού για τυχάρπαστους «πολιτικάντηδες» με κάποια (αμφίβολα, όπως βλέπουμε συχνά) επικοινωνιακά χαρίσματα, είτε ως πεδίο ανέλιξης των ποικιλόχρωμων παιδιών του κομματικού σωλήνα, που ουδέποτε άσκησαν πραγματική επαγγελματική δραστηριότητα.

Η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει.

Τα χάλια στα οποία έχει περιπέσει ο κοινοβουλευτικό θεσμός (ορατά διά γυμνού τηλεοπτικού οφθαλμού στις τελευταίες τηλεοπτικές μεταδόσεις από τη Βουλή) απειλούν στις σημερινές συνθήκες όχι μόνο το κύρος αλλά και τη λειτουργία του υπέρτατου θεσμού της Δημοκρατίας.

Και η δημοσιοποίηση προκλητικών -σήμερα- προνομίων εξάπτει περαιτέρω το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Ό,τι χειρότερο σε μια περίοδο ενίσχυσης των άκρων του πολιτικού φάσματος. Το γεγονός ότι η παράφραση «βολευτής» έχει αντικαταστήσει περιπαικτικά το βουλευτής, σε συζητήσεις μεταξύ (συνήθως εξοργισμένων) πολιτών έχει πάψει να είναι «αστείο» εδώ και πολύ καιρό.

Ας το καταλάβουν οι ίδιοι πριν να είναι πολύ αργά...

ΥΓ.: Όπως έγραψα πρόσφατα, θεωρώ ιδιαίτερα επικίνδυνες και πρακτικά περίπου ανώφελες τις τελευταίες περικοπές στα μισθολόγια του δημόσιου τομέα, που πιάνουν από τον απλό πυροσβέστη και τον αστυνομικό, έως τα ανώτατα στελέχη του κρατικού μηχανισμού.

Είναι όμως πολύ προκλητικό οι «εθνοπατέρες» που τις πέρασαν κατά πλειοψηφία από τη Βουλή «για το καλό του έθνους» να εξαιρούν τους... εαυτούς τους.
Με τις νέες περικοπές, ιδιαίτερα ευαίσθητα κομμάτια του Δημοσίου περνούν είτε στην ανέχεια (αν πρόκειται για χαμηλές βαθμίδες), είτε σε επίπεδα αμοιβών που ουδόλως ανταποκρίνονται στο βιοτικό επίπεδο που πρέπει να έχουν μορφωμένοι και «σεβαστοί» δημόσιοι λειτουργοί.

Εκλεγμένοι δήμαρχοι μικρών δήμων πρέπει να αρκεστούν σε «βασικό μισθό» της τάξεως των… 850 ευρώ! Ευλόγως σε αυτά θα προστεθούν έξοδα παραστάσεως σε επιτροπές και άλλα κονδύλια, αλλά η βάση δύσκολα θα αλλάξει.

Μόλις προχθές, συνολικά 35 στελέχη και υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος έσπευσαν να υποβάλουν αιτήσεις συνταξιοδότησης και να αποχωρήσουν, εν όψει των νέων μέτρων που προβλέπουν ανώτερο μισθό 2.900 ευρώ, επηρεάζοντας και τη σύνταξή τους. Προφανώς θα ακολουθήσουν και άλλοι, ίσως ήδη από τον Φεβρουάριο.

Ας δούμε, όμως, και τον ειρηνοδίκη που με συνολικές απολαβές (περιλαμβανομένων και των «τσεκουρωμένων» επιδομάτων) περίπου 1.300-1.350 ευρώ καλείται να αποδίδει Δικαιοσύνη, σε νησιά και ακριτικές περιοχές, έχοντας έξοδα διαμονής εκτός του τόπου καταγωγής του, αλλά και καθήκοντα που υπερβαίνουν κατά πολύ το κοινώς αποκαλούμενο «ωράριο».

Χειρότερα είναι τα πράγματα για τον πυροσβέστη, τον αστυνομικό, το μόνιμο στέλεχος των Ενόπλων Δυνάμεων, που καλούνται να υπηρετήσουν το «καθήκον», συχνά πολύ επικίνδυνο, έναντι πινακίου φακής. Με μισθό πείνας!

Ακόμη κι αν φτάσουν στην απόλυτη κορυφή της πυραμίδας! Διότι ανώτατα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, υπεύθυνα για δεκάδες χιλιάδες υφισταμένους και δισεκατομμύρια εξοπλισμού και εγκαταστάσεων, καλούνται τώρα να λαμβάνουν περίπου… 3.000 ευρώ, μαζί με όλα τα επιδόματα.

Δεν θα σταθώ στο σκέλος των (δικαιολογημένων) αντιδράσεων, ούτε στην πολιτική διάσταση ενός εγχειρήματος που στρέφει ανθρώπους προς τα άκρα. Θα περάσω κατευθείαν στο σκέλος της αποτελεσματικότητας.

Η δικαιολογία ορισμένων, ως προς την αποδοχή αυτών των μειώσεων, είναι ότι το κράτος δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Δεν θα διαφωνήσουμε, τα τρωτά του κράτους είναι χιλιοειπωμένα.

Θεωρώ όμως δεδομένο ότι το τσεκούρι στις αμοιβές, από τα χαμηλά έως τα υψηλότερα στελέχη, θα επιδεινώσει την κατάσταση, θα τη φτάσει ίσως σε οριακό σημείο.

Ενδεχομένως αυτή η κατάληξη να είναι ενδόμυχα αρεστή σε κάποιους άκρατους νεοφιλελεύθερους, που εκτιμούν ότι η παρουσία του κράτους είναι περιττή σε πλειάδα τομέων. Και βλέπουν τη μείωση των αμοιβών σε αυτά τα θλιβερά επίπεδα ως αντικίνητρο της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα.

Στην πράξη όμως, το εκκρεμές που όντως είχε φτάσει σε υπερβολικό σημείο, γυρίζει τώρα προς την άλλη όψη, της υπερβολής. Δημιουργούμε ένα πλαίσιο απασχόλησης των… χειρότερων, των λιγότερο ικανών, στον δημόσιο τομέα. Είτε πρόκειται για την Υγεία, την Παιδεία, την Άμυνα, είτε για τη Δικαιοσύνη. Από τα κατώτερα επίπεδα, ως την κορυφή.

Αυτή η «φτωχοποίηση» των εργαζομένων και των στελεχών του δημόσιου τομέα δεν προοιωνίζεται τίποτε θετικό για την αύξηση της αποτελεσματικότητας ή της διαφάνειας στο ελληνικό δημόσιο, ούτε για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Κι εδώ βρίσκεται η βασική ένσταση έναντι των επιλογών που γίνονται (σε συνεργασία με την τρόικα), σε ό,τι αφορά τον δημόσιο τομέα. Η εξίσωση -προς τα κάτω- ικανών και ανίκανων, απαραίτητων και περιττών, επίορκων και εντίμων, δεν υπηρετεί κανέναν σκοπό.

Είναι μέτρο πολιτικής και λειτουργικής «ευκολίας», ελλείψει συστημάτων αδιάβλητης αξιολόγησης, ελλείψει στατιστικών, ελλείψει -το κυριότερο- πολιτικής βούλησης.

Φέρνει δε στο προσκήνιο τη μεγαλύτερη ίσως έλλειψη των «μνημονίων» συνολικά. Μέχρι τώρα, τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, δεν αλλάζει κατά προτεραιότητα ο τρόπος οργάνωσης του πλαισίου, οι διαδικασίες, οι αιτίες που έφεραν τα ελλείμματα στους αριθμούς.

Προσπαθούμε να αλλάξουμε απλώς τους… αριθμούς, με περικοπές και φόρους παντός είδους, θυσιάζοντας σχεδόν αδιακρίτως το βιοτικό επίπεδο της κοινωνίας.

Ενώ θα έπρεπε να αλλάζουμε τις αιτίες που οδηγούν σε αυτούς τους κάκιστους αριθμούς. Είτε πρόκειται για τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα και της τοπικής αυτοδιοίκησης, είτε για το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας του ιδιωτικού τομέα.

Είναι σχεδόν βέβαιο, δε, ότι οι αριθμοί δεν θα βελτιωθούν αισθητά, με αυτόν τον τρόπο, καθώς η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος στο Δημόσιο θα αντικατοπτριστεί πλήρως στη μείωση της ενεργής ζήτησης, πλήττοντας τον ιδιωτικό τομέα και συρρικνώνοντας το ΑΕΠ.

Εν ολίγοις, τινάζουμε στον αέρα ζωτικούς τομείς της κρατικής μηχανής, με «ανθρωποθυσίες», που θα έχουν συνέπειες για πολλά χρόνια, έναντι ασήμαντου και αμφίβολου αντικρίσματος.

Μήνες αρκετοί πέρασαν από τις εκλογές κι επί της ουσίας σχεδόν τίποτε δεν άλλαξε. Απλώς το δίλημμα «ευρώ η δραχμή» μετασχηματίστηκε σε… «μέτρα ή χάος».

Ως δίλημμα ηχεί σίγουρα λιγότερο «πλαστό» από το προηγούμενο. Το κακό μαντάτο βρίσκεται στο γεγονός ότι ήταν η ανάγκη, η συγκυρία, αυτή που οδήγησε υποχρεωτικά στην αντικατάσταση του γενικώς «συμπαθούς» ευρώ, από τα εξαιρετικά αντιπαθή μέτρα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η λέξη «χάος» κάνει ό,τι μπορεί για να λειτουργήσει σαν αντίβαρο, αντικαθιστώντας ως περίπου ομώνυμο -αλλά πολύ πιο τρομακτικό στο άκουσμα- την προοπτική της δραχμής. Ο κ. Σαμαράς μάλιστα πρόσθεσε χθες και την πολιτική διάσταση του χάους, αυτή των «δύο άκρων».

Στο συλλογικό μυαλό, όμως, η συγκεκριμένη τακτική έχει όρια, τα οποία και πλησιάζουμε. Όσο πιο δυσάρεστο και άμεσο είναι το «θετικό» σκέλος του διλήμματος που τίθεται, τόσο πιο επικίνδυνη η απάντηση γι' αυτόν που το θέτει.

Αλλά και το σκέλος του φόβου σταδιακά αποδυναμώνεται. Ο φόβος της δραχμής, ο φόβος των άκρων, ο τρόμος ότι θα τελειώσουν τα λεφτά, όλα αυτά τα όπλα έχουν πλέον χρησιμοποιηθεί.

Με δυο λόγια, εκτός από τα λεφτά, «μας τελειώνουν» ταχέως και τα… διλήμματα.

Ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποιο ακριβώς είναι το κρίσιμο όριο που δεν πρέπει να ξεπεραστεί. Οι σφυγμομετρήσεις, όμως, δείχνουν πώς ήδη πλησιάζουμε επικίνδυνα την επικίνδυνη περιοχή.

Δεδομένου ότι οι συνέπειες δεν αφορούν μόνο εμάς, αλλά και την Ευρώπη, θέλω να πιστεύω ότι θα υπάρξουν έγκαιρα οι «αντιπαροχές» που αναμένει ο κ. Σαμαράς από τους δανειστές μας με τη μορφή της επιμήκυνσης, της πρόσθετης χρηματοδότησης, της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Ήδη τα σενάρια που κυκλοφορούν είναι πολλά, γεγονός πάντως που δείχνει και τη διάσταση απόψεων στις τάξεις των δανειστών.

Ότι η στρατηγική του «να μείνουμε στο ευρωπαϊκό παιχνίδι για να συμμετάσχουμε στη λύση» θα δικαιωθεί -έστω και μερικώς- σε σύντομο χρόνο.

Αν δεν γίνει αυτό, φοβάμαι ότι θα τεθούν νέα διλήμματα, μέσα στον χειμώνα ή την άνοιξη.

Και μάλλον θα πέσουν στο κενό!
v