Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Ο πρωθυπουργός της χώρας έχει κάθε λόγο να απολαύσει τη μικρή ανάπαυλα των εορτών. Κολακευτικά έως διθυραμβικά σχόλια για τις ικανότητές του στον διεθνή Τύπο, ικανοποιητική αποδοχή από την κοινή γνώμη (λαμβανομένων υπ' όψιν των σκληρών μέτρων που λαμβάνει η κυβέρνηση) και κυρίως το γεγονός ότι έκανε τη μεγάλη «έκπληξη».

Πριν ορκιστεί η παρούσα κυβέρνηση υπήρχε πλήρης διάσταση μεταξύ ελπίδων και προσδοκιών της κοινής γνώμης. Πολλοί περισσότεροι από όσους την ψήφισαν ήλπιζαν ότι θα πετύχει, διότι απεύχονταν τις συνέπειες της αποτυχίας, ενώ πολλοί λιγότεροι πίστευαν ότι θα τα καταφέρει.

Κι ενώ συνήθως συμβαίνει το αντίθετο, μέχρι τώρα ο κ. Σαμαράς τα πηγαίνει καλύτερα ως πρωθυπουργός, παρά ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης!

Κυρίως διότι κατάφερε να αντιστρέψει το δυσμενέστατο κλίμα που είχε δημιουργηθεί για την Ελλάδα στους κόλπους των δανειστών της, δημιουργώντας την αίσθηση ότι προτίθεται να κάνει πράξη τις ανειλημμένες δεσμεύσεις, αλλά και να αποδεχτεί σκληρούς όρους που σε πολλά θέματα συνιστούν «επιτροπεία».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ακολουθούμενη πολιτική ενέχει κινδύνους. Η ελληνική κυβέρνηση συχνά «λέει ναι στο λάθος» (για να χρησιμοποιήσω παλαιότερη έκφραση του ίδιου του Αντώνη Σαμαρά), προκειμένου να παραμείνει στο παιχνίδι. Κι αποδέχεται τη μετάθεση προβλημάτων, υπηρετώντας σκοπιμότητες τις οποίες επιβάλλουν οι Ευρωπαίοι για δικούς τους λόγους.

Προφανώς αυτή η καθυστέρηση είναι εις βάρος της ελληνικής οικονομίας και του ελληνικού λαού. Είναι μια καθυστέρηση που παίζεται στην πλάτη μας κι αυτό είναι από μόνο του πολύ επικίνδυνο. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, δεν φαίνεται να προκύπτει ρεαλιστική εναλλακτική

Σε κάθε περίπτωση, ως αντάλλαγμα της στάσης του ο κ. Σαμαράς έχει αρχίσει να λαμβάνει «μποναμάδες» από το εξωτερικό. Δεν είναι μόνο η καταβολή της δόσης, η μείωση του χρέους και τα πολιτικά «χαριεντίσματα».

Είναι και η συνεχής προβολή της «ελληνικής δυστυχίας» στο εξωτερικό, που όσο κι αν μας προξενεί θλίψη, ενίοτε και λόγω υπερβολής, φαίνεται να προετοιμάζει το κλίμα για ευνοϊκότερες ρυθμίσεις προς τους «ταλαίπωρους» πλέον (και όχι απλώς… μπαταχτσήδες) Έλληνες.

Είναι η αναβάθμιση κατά έξι μονάδες της χώρας μας από την S&P αλλά και η έμμεση δέσμευση των δανειστών για νέα μείωση χρέους εφόσον εμείς τηρούμε τα υπεσχημένα.

Πέρα από τους «μποναμάδες», όμως, υπάρχουν και οι «καλικάντζαροι».

Ίσως να φταίνε εν μέρει οι δυσλειτουργίες που προκαλεί ο συντονισμός τριών διαφορετικών κομμάτων. Όπως και να 'χει, όμως, ουδείς θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η κυβέρνηση αυτή έχει «καλή άμυνα». Τουναντίον, υποφέρει από συχνά… αυτογκόλ.

Το φορολογικό νομοσχέδιο είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό, αλλά όχι το μόνο παράδειγμα, ενώ πολλά λάθη γίνονται και στις επιλογές προσώπων.

Δεν είναι μόνο οι απόπειρες «αποκατάστασης» πολιτευτών και αποτυχημένων βουλευτών σε κρατικές θέσεις. Είναι και η συμπεριφορά ορισμένων προσώπων που αποτέλεσαν προσωπικές επιλογές του πρωθυπουργού.

Κοινό σημείο μεταξύ αυτών των προσώπων η αίσθησή τους ότι αντλούν απεριόριστη ισχύ ως «χρησμένοι» από τον Αρχηγό, η προσπάθειά τους να εμφανίζονται βασιλικότεροι του βασιλέως, η τάση τους να λειτουργούν υπεροπτικά, χωρίς διαφάνεια, και η αλλεργία τους στην οποιαδήποτε κριτική.

Ο ίδιος ο κ. Σαμαράς εκμεταλλεύθηκε το τελευταίο διάστημα προκειμένου να δείξει ότι πέρα από το «καυτό» θέμα της σχέσης με τους δανειστές τον ενδιαφέρει και η καθημερινότητα του κόσμου. Και δεν τα πήγε άσχημα.

Η έμφαση που δίνει δεν είναι τυχαία. Γνωρίζει ότι τον περιμένουν τρεις πολύ δύσκολοι μήνες, στη διάρκεια των οποίων θα πρέπει όχι μόνο «να δώσει αποτέλεσμα» εν όψει του ανοιξιάτικου έλεγχου της τρόικας, αλλά και να απορροφήσει τους κραδασμούς που θα δημιουργήσει η εντεινόμενη οικονομική ύφεση σε ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.

Στο πλαίσιο αυτό μάλλον θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα ακόμη δίλημμα. Η διασφάλιση υποστήριξης από ισχυρούς παράγοντες, με άμεση ή έμμεση πρόσβαση στα Μέσα Ενημέρωσης, αποτελούσε παραδοσιακά λύση διευκόλυνσης των κυβερνήσεων στις δύσκολες συγκυρίες, έναντι «ανταλλαγμάτων».

Κάποιοι μάλιστα, εκτιμώντας ότι ο Αντώνης Σαμαράς εμφορείται κατά βάθος από «παλαιοκομματική» λογική, σπεύδουν να προεξοφλήσουν ότι το ίδιο θα συμβεί και αυτήν τη φορά.

Οι συσχετισμοί όμως έχουν αλλάξει. Ο ξένος παράγοντας εμφανίζεται πλέον να εστιάζει δυναμικά σε θέματα «διαπλοκής», εκτιμώντας ορθά ότι έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην πορεία της χώρας προς την καταστροφή.

Κι έχει στείλει μηνύματα που οδηγούν εύκολα στο συμπέρασμα ότι εάν η κατάσταση δεν αλλάξει «εκ των έσω» θα πάρει εκείνος την πρωτοβουλία, επιβάλλοντας τις αλλαγές, προς όφελος των συμφερόντων του.

Όλα αυτά προφανώς είναι εις γνώσιν του κ. Σαμαρά. Το ερώτημα είναι ποια οδό θα επιλέξει. Την… παραδοσιακή ή τη ρηξικέλευθη;
Πόσες φορές σας έχει τύχει να βλέπετε κάποιον "επώνυμο" παράγοντα στην τηλεόραση και να αναρωτιέστε πώς έφτασε τόσο ψηλά, μην έχοντας ούτε τα πιο βασικά προσόντα;

Αν η απάντηση είναι "συχνά", τότε μόλις αγγίξατε ένα από τα -κατά τη γνώμη μου- σοβαρότερα προβλήματα της χώρας. Οι ισχυρότατες σχέσεις εξάρτησης, διαπλοκής και "γνωριμιών" που βασιλεύουν στην Ελλάδα επί δεκαετίες δημιούργησαν ένα πλήθος "παραγόντων" που σε άλλη χώρα θα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, χαμηλόβαθμοι υπάλληλοι.

Το χειρότερο, όμως, είναι ότι δημιούργησαν στρατιές μιμητών. Που υιοθέτησαν το συγκεκριμένο μοντέλο, εκτιμώντας -δικαιολογημένα ίσως, δεδομένων των συνθηκών- ότι πρέπει κι αυτοί να αποκτήσουν ένα συγκεκριμένο μίγμα αμφιλεγόμενων "προσόντων".

Από την ανωτέρω περιγραφή πολλοί θα βγάλουν το συμπέρασμα ότι αναφέρομαι σε πολιτικούς ή σε πολιτευτές, συνδικαλιστές, δημοσιογράφους και σε άλλους "βέρους" εκπροσώπους του δημόσιου βίου.

Δεν είναι όμως έτσι.

Η τάση ήταν -και δυστυχώς παραμένει- γενικότερη, με σημαντική εμβέλεια στην ιδιωτική οικονομία και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία, με τη φοροδιαφυγή και την παράνομη δόμηση να δίνουν απλώς ένα στίγμα.

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το ίδιο συνέβη και σε Ελληνόπουλα, που έχοντας πετυχημένες καριέρες στο εξωτερικό επέστρεψαν στην πατρίδα μόνο και μόνο για να αφομοιωθούν από το "κλίμα" της, ασπαζόμενα ίσως τη γνωστή αγγλοσαξονική ρήση "When in Rome, do like the Romans do".

Αν το καλοσκεφτείτε, αρχής γενομένης από τον ιδιαίτερα κρίσιμο χώρο της Παιδείας, η χώρα μας άρχισε να απορρίπτει πρότυπα και αξίες που ως τότε θεωρούντο διαχρονικές, προς όφελος ενός μοντέλου το οποίο θεωρούσε αυτοσκοπό την επιτυχία με κάθε μέσο, ει δυνατόν με τον μικρότερο κόπο, και με βασικό όφελος την εξαργύρωσή της εις χρήμα.

Δεν είναι τυχαίο ότι φτάσαμε στο σημείο να καπηλεύονται τον "πατριωτισμό" ακραία κόμματα, ή ότι σπανίως βλέπουμε στα κυρίαρχα Μέσα την αναπαραγωγή μοντέλων που συνδέουν την επιτυχία με τη σκληρή δουλειά, τη μόρφωση, την προσπάθεια, κι όλα τα προηγούμενα, με την έννοια της "αυτοπραγμάτωσης".

Το μοντέλο του καταφερτζή, του ευέλικτου, του δικτυωμένου, της εύκολης επιτυχίας επικράτησε με τη βοήθεια και των ΜΜΕ, ώσπου η λέξη λαμόγιο έφτασε να καθιερωθεί ακόμη κι ως… αστεϊσμός μεταξύ φίλων.

«Γιατί όχι;», έλεγε η κρατούσα "ηθική" της καλής εποχής, "αφού όλοι τα ίδια κάνουν". Με αποτέλεσμα ακόμη και ο σπουδαγμένος στο εξωτερικό γιος αγρότη της επαρχίας να θεωρεί απολύτως φυσιολογική την πλασματική ασφάλισή του στον ΟΓΑ και την απόλαυση των μαύρων χρημάτων από τα ιδιαίτερα με τα οποία ασχολείτο επαγγελματικά.

Δυστυχώς, τα αποτελέσματα τα ζούμε σήμερα. Δεν είναι μόνο ότι πολλοί από τους "κορυφαίους" μας ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία. Είναι ότι το ίδιο συμβαίνει και με εκείνους που βρίσκονται σε ανώτερα ή σε μεσαία τμήματα της ελληνικής πυραμίδας, ιδίως στον χώρο του δημόσιου βίου.

Διότι οι άξιοι, οι διαφορετικοί, εκείνοι που αρνήθηκαν να συμβιβαστούν με την τότε ελληνική πραγματικότητα, στην πλειονότητά τους, παραμερίστηκαν ή εξοστρακίστηκαν. Σε αρκετές περιπτώσεις σηκώθηκαν οι ίδιοι κι έφυγαν.

Γι' αυτό εδώ και τρία χρόνια η «ομάδα»… σέρνεται, αλλά σπανίως αλλάζει.

Διότι ο πάγκος είναι άδειος. Και για να γεμίσει θα περάσει καιρός!

Δεν θα το κρύψω, πάντα μου άρεσε η ανάλυση των αριθμών. Γι' αυτό και μελέτησα με προσοχή τους πίνακες του Υπουργείου Οικονομικών για το ποιοι δήλωσαν πόσα το 2011.

Το κακό είναι ότι αυτήν την ανάλυση (που… βγάζει μάτι) μάλλον δεν θέλουν να την κάνουν οι υπηρεσίες του υπουργείου. Εκείνες για παράδειγμα που ήταν αρμόδιες για το νέο «φοροεισπρακτικό» νομοσχέδιο, το οποίο τόση κατακραυγή ξεσήκωσε, ακόμη και μεταξύ των πιο φανατικών οπαδών της συγκυβέρνησης.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την «πατριωτική» τάξη των αγροτών. Εκείνων που συχνάκις κλείνουν τις Εθνικές Οδούς προκειμένου να υπερασπιστούν τα εκάστοτε -αλλά πάντοτε «δίκαια», κατ' αυτούς- αιτήματά τους.

Καμία αντίρρηση ότι πρόκειται για σκληρή, πολύ σκληρή, δουλειά. Σύμφωνα όμως με τις δηλώσεις του 2011, είναι και εντελώς… ασύμφορη. Αλλιώς δεν εξηγείται το γεγονός ότι 9 στους 10 δηλώνουν εισόδημα έως 12.000 ευρώ, ήτοι μόλις 1.000 ευρώ τον μήνα, ενώ 7 στους 10 δηλώνουν κάτι λιγότερο από… 420 ευρώ τον μήνα.

Θα περίμενε κάποιος ότι με τέτοιες δηλώσεις η ελληνική επαρχία θα είναι γεμάτη τρώγλες και σαράβαλα στους δρόμους. Όποιος όμως έχει ταξιδέψει βλέπει μια εντελώς διαφορετική… «μαγική» εικόνα, με τις «μπέμπες» και τα μυώδη δικάμπινα 4x4 να περισσεύουν.

Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στην περίπτωση των ελεύθερων επαγγελματιών, αφού κάτι παραπάνω από το 50% του συνόλου δήλωσε ετήσια εισοδήματα… «έως 5.000 ευρώ»!

Καταπληκτικό! Ο ένας στους δύο δικηγόρους, συμβολαιογράφους, γιατρούς, ηλεκτρολόγους, μπογιατζήδες, υδραυλικούς, πλακάδες, κομμωτές, συμβούλους επιχειρήσεων, μηχανικούς, οικονομολόγους (και πολλά άλλα επαγγέλματα) ζει με μόλις… 420 ευρώ τον μήνα. Δηλαδή… λιμοκτονεί!

Υποθέτω ότι πρόκειται περί θαύματος. Με κάποιον τρόπο οι μισοί ελεύθεροι επαγγελματίες της χώρας εμφανίζονται να ζουν με εισοδήματα χαμηλότερα κι από τον πενιχρότατο βασικό μισθό που θέσπισαν τα μνημόνια!

Υπό αυτό το πρίσμα, διερωτώμαι γιατί υπάρχουν τόσες αντιδράσεις για τον βασικό μισθό. Στο κάτω κάτω οι ελεύθεροι επαγγελματίες παίρνουν και τα ρίσκα τους.

Εξίσου συνταρακτικό στην ίδια «συνομοταξία» είναι το γεγονός ότι ολόκληρη η χώρα διαθέτει μόλις 4.168 ελεύθερους επαγγελματίες που βγάζουν πάνω από 100.000 ευρώ εισόδημα (το 1,1% του συνόλου) και ακριβώς… 48 που βγάζουν πάνω από 500.000 ευρώ.

Προφανώς, εκείνοι οι μεγαλογιατροί και οι μεγαλοδικηγόροι, που παίρνουν εξωφρενικά ποσά για μια εγχείρηση ή για μια σοβαρή υπόθεση, όπως επίσης και οι πολιτικοί μηχανικοί και οι αρχιτέκτονες «επιπέδου», ζουν σε… άλλη χώρα, μαζί με τους μικροεπαγγελματίες που χρεώνουν 50 ευρώ (μαύρα) για μια επισκευαστική «επίσκεψη» στο σπίτι.

Δεν σας κρύβω όμως ότι πιο πολύ ταράχτηκα όταν είδα ότι το δηλωθέν ετήσιο εισόδημα περισσότερων από τους μισούς εμπόρους και ασχολούμενους με τη βιοτεχνία και τη βιομηχανία (381.829 στους 625.246) ήταν «έως 12.000 ευρώ».

Αναμφίβολα, πρόκειται για «ήρωες» της σύγχρονης Ελλάδας. Κινούν το εμπόριο και τη βιομηχανία, δίνουν δουλειές στους άλλους Έλληνες, κι όμως οι μισοί δεν βγάζουν ούτε 1 χιλιάρικο τον μήνα!

Σε αυτό το σύνολο δε των 625.246 ατόμων, μόνο κάτι λιγότερο από το… 1% κατάφερε να ξεπεράσει τα 100.000 ευρώ εισόδημα.

Κι εδώ προκύπτει το πιο μεγάλο παράδοξο, η πιο μεγάλη έκπληξη που δικαιολογεί απόλυτα τη φορολογική πολιτική του εκάστοτε «μεγάλου Βεζίρη» των οικονομικών.

Διότι, αγαπητοί αναγνώστες, όπως προκύπτει αβίαστα από τις φορολογικές δηλώσεις, οι τάξεις στις οποίες συγκαταλέγονται οι πιο πλούσιοι Έλληνες είναι δύο: μισθωτοί και συνταξιούχοι!

Το συμπέρασμα είναι απόλυτο. Ανάμεσα σε όσους δηλώνουν περισσότερα από 100.000 ευρώ βρίσκονται 2.280 αγρότες, 4.168 ελεύθεροι επαγγελματίες, 4.819 «έμποροι και βιομήχανοι» και… 13.527 μισθωτοί και συνταξιούχοι!

Με λίγα λόγια, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι που βγάζουν πάνω από 100 χιλιάρικα τον χρόνο είναι πολύ περισσότεροι από όλες τις άλλες κατηγορίες μαζί!

Περίπου το ίδιο συμβαίνει και στα εισοδήματα άνω των 500.000 ευρώ. Μόλις 36 αγρότες, 47 έμποροι και βιομήχανοι, 48 ελεύθεροι επαγγελματίες και… 95 μισθωτοί!

Κακώς λοιπόν ψάχνουμε αλλού τα αίτια της κρίσης. Το πρόβλημα είναι ολοφάνερο. Τα αφεντικά πληρώνουν τόσο πλουσιοπάροχα τους υπαλλήλους τους που δε μένει τίποτε για τους ίδιους!

Κι όλα αυτά βέβαια σε μια… πάμφτωχη χώρα, αφού σχεδόν έξι από τα επτά εκατομμύρια Έλληνες που έκαναν δήλωση το 2011 παρουσίασαν ετήσιο εισόδημα μέχρι 20.000 ευρώ! Που σημαίνει ότι όσοι έχουν παραπάνω είναι κι αυτοί… πλούσιοι σε σχέση με τους άλλους, τους πολλούς.

Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που πιστεύουν ότι όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της ιλιγγιώδους φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, που αλλοιώνει πλήρως την εικόνα των εισοδημάτων, που βγάζει «στη σέντρα» μόνο εκείνους που δεν μπορούν να κρύψουν εισοδήματα, δηλαδή τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Κι ότι αυτό τελικά νοθεύει κάθε έννοια κοινωνικής πολιτικής, επιδομάτων και άλλων μέτρων «κοινωνικής δικαιοσύνης».

Για τους «βεζίρηδες» όμως… πέρα βρέχει! Ας είναι καλά τα υποζύγια Και κυρίως οι… «πλούσιοι» μισθωτοί και συνταξιούχοι με εισόδημα άνω των 25.000 ευρώ!

«Παραφροσύνη», είχε πει ο Αϊνστάιν, «είναι να κάνεις ξανά και ξανά το ίδιο και να περιμένεις ότι θα αλλάξει το αποτέλεσμα».

Το τσιτάτο φαίνεται δυστυχώς να κολλάει γάντι όχι μόνο σε μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος αλλά και σε ένα διόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.

Ας παρατηρήσουμε κατ αρχάς το δημόσιο τομέα. Οι μισθοί και οι συντάξεις μπορεί να περικόπτονται, οι διαδικασίες όμως παραμένουν σε μεγάλο βαθμό απαράλλακτες Ο τρόπος λειτουργίας του (που επέτρεψε να εκδηλωθούν όλα τα γνωστά φαινόμενα) μέχρι στιγμής ελάχιστα έχει αλλάξει. Είτε πρόκειται για την «κεντρική κυβέρνηση» είτε για τις ΔΕΚΟ είτε, πολύ περισσότερο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Κι αυτό δεν είναι παράξενο, διότι δεν έχουν αλλάξει οι νοοτροπίες στην πολιτική σκηνή. Μπορεί η συγκυβέρνηση να έκοψε τους μισθούς σε όλα τα κλιμάκια, ακόμη και στα ανώτατα, πλην όμως συνεχίζει να στελεχώνει δημόσιους θέσεις με πολιτευτές και πρώην βουλευτές.

Με άλλα λόγια, προς το παρόν τουλάχιστον, το πολιτικό κατεστημένο δεν πασχίζει να μεταρρυθμίσει τον τρόπο λειτουργίας της χώρας, αλλά να προσαρμόσει το ίδιο μοντέλο λειτουργίας, αυτό που «ήξερε», σε χαμηλότερα επίπεδα παροχών.

Συνοδοιπόρος σε αυτή τη διαδικασία όμως εμφανίζεται κι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Το οποίο, αντί να αποτινάξει εσφαλμένες πρακτικές και προσδοκίες, ακόμη κι όταν προσαρμόζει τη ζωή του στο μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα, κρατά την ίδια νοοτροπία. Εκτιμώντας ότι δεν φέρει την παραμικρή ευθύνη. Του φταίνε μόνον «οι άλλοι». Οποιοιδήποτε άλλοι.

Αυτό υποδηλώνει η προσήλωση σε αδικαιολόγητα δήθεν «κεκτημένα», η συνεχιζόμενη φοροδιαφυγή εκ μέρους διαφόρων «τάξεων» ( αλλά και η αποδοχή της από τους πελάτες), η χαμηλή ποιότητα εξυπηρέτησης σε μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα, η έλλειψη συνενώσεων μεταξύ επιχειρήσεων,-παρά τη σφοδρότατη κρίση που προκαλεί αδιέξοδα- και πολλά ακόμη παραδείγματα.

Το ερώτημα που θα πρέπει όλοι να απαντήσουμε, είτε πρόκειται για πολιτικούς ταγούς, είτε για επιχειρηματίες, είτε για απλούς πολίτες κι εργαζόμενους, είναι αν έτσι μπορούμε να ξεπεράσουμε την κρίση.

Ο Αϊνστάιν λέει πως όχι, δεν γίνεται. Αν συνεχίσουμε ατομικά να συμπεριφερόμαστε με τον ίδιο τρόπο ( όσο κι αν αυτό είναι ψυχολογικά περισσότερο ανώδυνο), αν συνεχίσουμε τα ίδια λάθη, το συλλογικό αποτέλεσμα θα είναι τελικά το ίδιο. Μια συνεχής διολίσθηση σε ολοένα χαμηλότερα επίπεδα διαβίωσης.

Αν λοιπόν θέλουμε να βγούμε από την σοβαρότερη κρίση που έχει περάσει η χώρα μας, τουλάχιστον μετά τον εμφύλιο, θα πρέπει να αλλάξουμε.

Όχι απλώς να…φτωχύνουμε!
Έχουμε ήδη περάσει την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα κι όμως οι κρατούσες ιδεολογίες, ιδίως στην Ελλάδα, παραμένουν κάπου προς το τέλος του προηγούμενου.

Πολλοί οπαδοί της ιδιωτικής πρωτοβουλίας υπερασπίζονται με πάθος ιδέες που πλέον αμφισβητούνται έντονα στο εξωτερικό, ενώ ακριβώς το ίδιο, αλλά από την ακριβώς αντίθετη οπτική γωνία, κάνουν και οι φανατικοί οπαδοί της αριστεράς, λιγότερο ή περισσότερο παραδοσιακής.

Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι η χώρα μας δεν έζησε εμπειρίες και παραστάσεις αυτούσιων συστημάτων, αλλά μια επιμειξία των δύο, ένα ακραιφνώς ελληνικό «κακέκτυπο», που κατάφερε να συνδυάσει τα ελαττώματα αμφοτέρων, σχεδόν εκμηδενίζοντας τα προτερήματά τους.

Ο Έλληνας στην πραγματικότητα δεν απόλαυσε δωρεάν παιδεία, ούτε υγεία, γιατί τις πλήρωνε στα φροντιστήρια και στα πάσης φύσεως φακελάκια. Ομοίως, δεν έζησε την ουσία και τα προτερήματα της δημιουργικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας, καθότι τα παραδείγματά της ήταν σταγόνα στον ωκεανό της κρατικοδίαιτης διαπλοκής.

Κι όπως δεν γνώρισε «σοβιέτ», έτσι ακριβώς δεν γνώρισε και την πραγματική λειτουργία της αστικής δημοκρατίας. Το οργανωμένο κράτος, τη δομημένη λειτουργία της καθημερινότητας, την πιστή εφαρμογή των νόμων, τον αδιάκριτο σεβασμό στους θεσμούς και στα δικαιώματα του ατόμου.

Ίσως γι' αυτούς τους λόγους αδυνατούμε σήμερα να συλλάβουμε ότι η ελληνική κρίση δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα, μια εκδήλωση της διεθνούς κρίσης, που αμφισβητεί στην πράξη τις κυρίαρχες πεποιθήσεις του 20ού αιώνα, είτε «αριστερές», είτε «δεξιές». Η Ελλάδα ήταν απλώς ο πιο αδύναμος κρίκος, γι' αυτό κι έσπασε πρώτος.

Πελαγωμένοι από την ίδια μας τη δυστυχία, πασχίζουμε να βρούμε λύσεις με παλιά «ιδεολογικά» εργαλεία. Με εργαλεία που είτε έχουν ήδη αποδειχθεί ανεπαρκή διεθνώς, είτε βρίσκονται σε διαδικασία αποκαθήλωσης από εκείνους που πράγματι τα χρησιμοποίησαν.

Τα «κομμούνια» απέτυχαν στην πράξη εδώ και δεκαετίες. Το ίδιο όμως συμβαίνει σήμερα και με τους «καπιτάλες» που κυριάρχησαν στο ίδιο διάστημα με βασικό «άρμα» την παγκοσμιοποιημένη κυκλοφορία του ηλεκτρονικού χρήματος.

Κι ενώ κυρίαρχη αίσθηση στο εξωτερικό είναι ότι επέρχονται τεκτονικές μεταβολές σε όσα θεωρούσαμε δεδομένα προς το τέλος του 20ού αιώνα, η ελληνική πολιτική πραγματικότητα συγκρούεται σε διαχωριστικές γραμμές παρωχημένες, σχεδόν απαξιωμένες από τη νέα διεθνή συγκυρία. Εγκλωβισμένη στον ιδιόμορφο επαρχιωτισμό της.

Επιφανείς Έλληνες «αριστεροί» πασχίζουν να αγνοήσουν τους περιορισμούς που έθεσε η παγκοσμιοποίηση στην άσκηση αριστερής πολιτικής -με κορυφαίο παράδειγμα τη φορολογία- και συνεχίζουν να ευαγγελίζονται «παραδείσους» που ούτε υπήρξαν ούτε θα υπάρξουν.

Ομοίως, οι καθαρόαιμοι «δεξιοί» εθελοτυφλούν απέναντι στα κελεύσματα γνήσιων τέκνων του αμερικανικού καπιταλιστικού κεφαλαίου, που κραυγάζουν σήμερα υπέρ της δικαιότερης ανακατανομής του πλούτου.

Ακόμη και οι προσπάθειες που γίνονται για τον σχηματισμό νέων πολιτικών «κινήσεων» (με τελευταίο παράδειγμα αυτό του Γιάννη Λοβέρδου) έχουν περιορισμένη έως μηδενική εμβέλεια.

Γιατί δεν είναι μόνον τα πρόσωπα φθαρμένα. Είναι και τα ιδεολογικά «υλικά».

Κάποιοι ίσως βιαστούν να σχολιάσουν ότι σε μια χώρα που αδυνατεί να παραγάγει επαρκή πλούτο οι παραπάνω απόψεις έχουν ελάχιστη πρακτική αξία. Πρόκειται για λανθασμένη αντίληψη.

Σε μια δημοκρατική χώρα, η αύξηση της παραγωγής του πλούτου στηρίζεται στην υπόσχεση έστω της διανομής του με τρόπο που να θεωρείται δίκαιος. Η υπόσχεση αυτή είναι απαραίτητη για τη συστράτευση της κοινωνίας στο κοινό όραμα της ανάπτυξης.

Προς το παρόν, όμως, στη χώρα μας συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο πλούτος περιορίζεται, ενώ ταυτόχρονα ο τρόπος διανομής του γίνεται ολοένα και περισσότερο άδικος, όπως προκύπτει αβίαστα και από τις προβλέψεις των διαφόρων παραλλαγών του νέου φορολογικού νομοσχεδίου, που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας.

Αυτό δυστυχώς σημαίνει ότι προς το παρόν δεν έχουμε ούτε την ιδεολογική «βάση», το υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα μπορούσαμε να στηρίξουμε ένα αναπτυξιακό σχέδιο υπέρβασης της κρίσης, ένα ελληνικό «New Deal».
v