Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών

Εδώ και πολύ καιρό παρατηρείται το φαινόμενο να παραμένουν ή και να τοποθετούνται σε σημαντικές θέσεις του δημόσιου τομέα πρόσωπα τα οποία προδήλως αδυνατούν να ανταποκριθούν είτε στις ουσιαστικές ευθύνες και απαιτήσεις του ρόλου τους, είτε ακόμη και σε αυτά τα λεγόμενα τυπικά προσόντα.

Κατά ένα μέρος αυτό οφείλεται στις στρεβλές καταστάσεις που επικράτησαν τα προηγούμενα χρόνια, οδηγώντας τελικά στην ελληνική κρίση.

Πολλά από τα «αναγνωρίσιμα» πρόσωπα της πολιτικής σκηνής και των προεκτάσεών της στο στελεχικό - επιχειρηματικό δυναμικό της χώρας βρέθηκαν να συγκαταλέγονται στην «ελίτ» απλώς και μόνο διότι είχαν τις κατάλληλες διασυνδέσεις και γνωριμίες ή κάποια άλλα άκρως αμφιλεγόμενα... προσόντα.

Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, το κράτος ως οντότητα ήταν πράγματι κυρίαρχο, καθώς η εξάρτησή του από τον υπόλοιπο κόσμο ήταν πολύ πιο περιορισμένη σε σχέση με τη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Αυτό έδινε την ευκαιρία στους ηγέτες του κάθε κράτους να ασκούν πολιτική με σχετικά περιορισμένες διεθνείς επιδράσεις. Σήμερα ισχύει μάλλον το αντίθετο.

Τις τελευταίες δεκαετίες, τις προδιαγραφές κίνησης στις περισσότερες ουσιώδεις πολιτικές τις θέτει η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή λειτουργεί σε οικονομικό αλλά και σε γεωπολιτικό επίπεδο.

Η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων και επενδύσεων, η δυνατότητα εξασφάλισης φθηνής εργασίας αλλά και η επίδραση της τεχνολογίας στην παροχή προϊόντων, πληροφοριών και υπηρεσιών, ακόμη και σε θέματα άμυνας-ασφάλειας, έχουν μεταβάλει άρδην την πραγματικότητα.

Κομβικό σημείο της όλης διαδικασίας, σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κοινωνίες της Δύσης, φαίνεται πως ήταν το άνοιγμα των μεγάλων αναδυόμενων αγορών. Με κορυφή του παγόβουνου την Κίνα.

Προσπαθώντας να αντεπεξέλθουν στον κορεσμό των εσωτερικών τους αγορών (πόσο συχνά μπορούμε να αλλάζουμε αυτοκίνητα, τηλεοράσεις, κινητά και άλλα «διαρκή» αγαθά;), οι ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου πρακτικά ήταν υποχρεωμένες να «ανοίξουν» νέες μεγάλες αγορές, για να πουλήσουν προϊόντα.

Το τίμημα όμως ήταν υψηλό. Λόγω του μεγέθους των «πελατών» αλλά και του διαγκωνισμού μεταξύ όσων ήθελαν να εισέλθουν στην αγορά τους, οι αναδυόμενοι πελάτες αποκτούσαν και αποκτούν ολοένα και περισσότερη τεχνογνωσία. Οι πελάτες έγιναν ήδη παραγωγοί, εξαγωγείς και σε πολλούς τομείς αδυσώπητοι ανταγωνιστές.

Παρά το γεγονός ότι η Ιστορία σπάνια εξελίσσεται με τον ευθύγραμμο τρόπο που απεικονίζουν οι οικονομικές προβολές (η κατάληξη του «οικονομικού θαύματος» της Ιαπωνίας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα), οι προβλέψεις σύμφωνα με τις οποίες μετά από λίγες δεκαετίες η Κίνα θα είναι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου αποτυπώνουν αυτήν ακριβώς την τάση.

Και γιατί όχι, θα έλεγε κάποιος. Άλλωστε επί αιώνες η Δύση συσσώρευσε ευμάρεια εκμεταλλευόμενη τον υπόλοιπο κόσμο. Σωστό αυτό, αλλά δεν λαμβάνει υπ' όψιν του τη ριζική μείωση που συνεπάγεται αυτή η διαδικασία στο βιοτικό επίπεδο που έχουν συνηθίσει οι πολίτες της Δύσης, περιλαμβανομένων τις τελευταίες δεκαετίες και των Ελλήνων.

Κι όπως έχει συχνά αποδειχτεί, όταν κινδυνεύει το βιοτικό τους επίπεδο, όταν καλπάζει η ανεργία, ακόμη και πράοι, φιλήσυχοι άνθρωποι τείνουν να γίνουν περισσότερο απόλυτοι, περισσότερο επιρρεπείς στη μισαλλοδοξία και στον ρατσισμό.

Οι δημοκρατικοί τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αυτή η διαφαινόμενη ανισορροπία σίγουρα δεν περιλαμβάνουν την επάνοδο στον προστατευτισμό ή την επιστροφή σε αποικιοκρατικά μέτρα και πρακτικές.

Δεν αποτελούν όμως και πεδίο εφαρμογής «εθνικών πολιτικών».

Η αναστροφή ορισμένων όψεων της παγκοσμιοποίησης, η βελτίωσή της με επιμέρους μέτρα (ενάντια, για παράδειγμα, στους φορολογικούς παραδείσους και σε χώρες όπου η «εργασία» ελάχιστα απέχει από τη δουλοπαροική σχέση), ασχέτως αν ξεκινήσει από ορισμένους ισχυρούς «παίκτες», προϋποθέτει υιοθέτηση από την ευρύτερη διεθνή κοινότητα.

Αυτή ακριβώς η κατάσταση, ήτοι η αδυναμία αποτελεσματικής «εθνικής» πολιτικής, σε θέματα που είναι πλέον διεθνοποιημένα, όπως η οικονομία, είναι που έχει προκαλέσει την αμηχανία και την αναποτελεσματικότητα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σταδιακά δεν προκαλεί αντίστοιχη αμηχανία και σε κεντροδεξιούς πολιτικούς σχηματισμούς, που ακόμη μασούν την καραμέλα των «κρατικών χρεών».

Γι' αυτό άλλωστε και αναπτύσσονται ακραίοι πολιτικοί σχηματισμοί. Πατούν στην αδυναμία χάραξης κυρίαρχης πολιτικής και πρεσβεύουν είτε την επαναφορά στο μοντέλο του «εθνικιστικού» κυρίαρχου κράτους (με πολλά στοιχεία ξενοφοβίας και ρατσισμού) είτε έναν κομμουνιστικό διεθνισμό, που έχει ήδη αποδειχθεί αποτυχημένος.

Το αντίδοτο βρίσκεται στη διεθνή συνεργασία. Οι επιζήμιες όψεις της παγκοσμιοποίησης δεν πρόκειται να ανατραπούν παρά μόνο με «διεθνοποιημένες» αποφάσεις με τις οποίες θα συνταχθούν ισχυρές πλειοψηφίες.

Υπό το πρίσμα αυτό, η διαμάχη που έχει ξεσπάσει το τελευταίο διάστημα ανάμεσα στην καταφανώς γερασμένη Σοσιαλιστική Διεθνή και στην προς ώρας αμφιλεγόμενη Προοδευτική Συμμαχία, που κυοφορεί το γερμανικό σοσιαλιστικό κόμμα SPD, με την υποστήριξη των εξ Αμερικής Δημοκρατικών αλλά και του βρετανικού Εργατικού Κόμματος, αποκτά ιδιαίτερη σημασία.

Κάποιοι προφανώς έχουν αντιληφθεί τη νέα τροπή των πραγμάτων και προετοιμάζονται πλέον για τη διαμόρφωση διεθνών συσχετισμών.
Όσο κι αν θέλουμε να ισχυριστούμε το αντίθετο, εμείς οι Έλληνες το έχουμε στο αίμα μας να ψάχνουμε την «ευκαιρία», το «σιγουράκι», για να πιάσουμε την... καλή.

Να βρούμε αυτό το κάτι από το οποίο θα κερδίσουμε, ει δυνατόν χωρίς να έχει προηγηθεί κοπιαστική έρευνα ή προσπάθεια. Έτσι, πολύ συχνά αυτή η κλίση που δυστυχώς κατά κανόνα δεν συνοδεύεται από το απαραίτητο αισθητήριο, τη γνώση, το ταλέντο ή την εμπειρία, καταλήγει σε μια ακραία εκδοχή της λαϊκής ρήσης «δώσε κι εμένα, μπάρμπα».

Είτε πρόκειται για τα βιντεοκλάμπ της δεκαετίας του '80, τις τζελατερίες της δεκαετίας του '90, τα φωτοβολταϊκά των προηγούμενων ετών, την επένδυση στο χρηματιστήριο είτε για τη δημιουργία site στο διαδίκτυο, τα σημεία είναι κοινά.

Κάποιοι είδαν πρώτοι το φως, μπήκαν κι έβγαλαν πολλά λεφτά. Κάποιοι άλλοι, περισσότεροι, τους ακολούθησαν και πήγαν καλά. Και κάποιοι άλλοι, πολύ περισσότεροι, είδαν ότι το όποιο εγχείρημα έχει χρήμα κι αποφάσισαν να ακολουθήσουν χωρίς να σταθμίσουν τα δεδομένα, το ρίσκο, τον κορεσμό της αγοράς ή να ερευνήσουν το θέμα ορθολογικά.

Κι αυτοί, οι τελευταίοι, την πατάνε διότι μπαίνουν «στον χώρο» την ώρα που οι πρώτοι που ασχολήθηκαν είτε έχουν πιάσει τα πόστα είτε πουλάνε για να περάσουν σε έναν άλλον ανεκμετάλλευτο χώρο.

Αυτή η τάση μας να θέλουμε να καβαλήσουμε το κύμα, αδιαφορώντας αν έχει ήδη φουσκώσει πολύ, ή αν έχει αρχίσει να σκάει στην παραλία, είναι ακόμη πιο επικίνδυνη στη σημερινή συγκυρία.

Διότι ακόμη κι αν πριν από την κρίση η αγορά «συγχωρούσε» ιδίως στον καταναλωτικό τομέα, λόγω της υπερκατανάλωσης που μας διέκρινε, τώρα το επιχειρηματικό και το επενδυτικό παιχνίδι είναι μόνο για μελετημένους.

Είτε πρόκειται για μεγάλα ψάρια είτε για μικρά.

Η είσοδος σε μια αγορά, είτε επενδυτική είτε επιχειρηματική, χωρίς γνώσεις, χωρίς μελέτη, απλώς και μόνο γιατί είδαμε κάποιους άλλους να πετυχαίνουν, κατά κανόνα δεν φέρνει όφελος. Τουναντίον, τείνει να καταστρέψει την αγορά, ιδίως όταν τα εμπόδια εισόδου είναι χαμηλά. Ενίοτε δημιουργεί φούσκες και χαρίζει κέρδη.

Το τέλος όμως είναι πάντα το ίδιο.

Πάντα έρχεται το ξεφούσκωμα. Και τότε κατά κανόνα βγαίνουν κερδισμένοι εκείνοι που ήξεραν την αγορά, ήξεραν γιατί μπήκαν και πώς να παραμείνουν ή να φύγουν.

Οι υπόλοιποι ανακαλύπτουν ότι ο μπάρμπας έδωσε μουντζούρη.
Πολλά από όσα συμβαίνουν σήμερα στο «ελληνικό» διαδίκτυο προσφέρουν ένα μικρό δείγμα της Ελλάδας που θα πρέπει να αφήσουμε πίσω μας. Κατ' όνομα, οι ελληνικές διευθύνσεις του διαδικτύου προσφέρουν τεράστια πληθώρα επιλογών για ενημέρωση και επιμόρφωση, σχεδόν επί παντός επιστητού.

Αν όμως «ξύσει» κάποιος την επιφάνεια, τα πράγματα σε πολλές περιπτώσεις είναι εντελώς διαφορετικά. Γύρω από έναν πυρήνα προσπαθειών που στηρίζονται σε αμειβόμενη πνευματική εργασία, πολλές φορές από επαγγελματίες δημοσιογράφους, έχει στηθεί μια πραγματική μηχανή κλοπής πνευματικών δικαιωμάτων, κλοπής δηλαδή του προϊόντος αυτής της ανθρώπινης εργασίας.

Για πολλούς κατεργάρηδες η ελεύθερη διακίνηση ιδεών που πρέπει να προσφέρει το διαδίκτυο έχει εξελιχθεί σε «κόλπο» για φθηνά διαφημιστικά έσοδα, με την απλή μέθοδο του copy paste, το οποίο στη χώρα μας έχει καταντήσει «κλόπη paste».

Για τους ίδιους, ελεύθερη διακίνηση ιδεών σημαίνει απλώς ευχέρεια κλοπής της πνευματικής ιδιοκτησίας κάποιου άλλου, πλήρη αντιγραφή κειμένων και φωτογραφιών, ακόμη και επώνυμων άρθρων (χωρίς κατά κανόνα ουδεμία αναφορά στο όνομα του πραγματικού αρθρογράφου), τις περισσότερες φορές είτε χωρίς αναγραφή της πηγής, είτε με αναφορά σε γράμματα... ψείρες στο τέλος του κειμένου.

Και σχεδόν πάντα χωρίς την ενεργό σύνδεση με το original κείμενο (το κλασικό link), ώστε να μην καταλάβει το Google, ο τροχονόμος του διεθνούς διαδικτύου, ότι πρόκειται για αναδημοσίευση από κάποιο άλλο πρωτότυπο κείμενο.

Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι σε αυτήν τη χώρα, όπου σχεδόν τα πάντα ευτελίζονται, διαστρέφονται και κακοποιούνται, δεκάδες ιστότοποι στήνονται ως blogs, ως δήθεν ιστολόγια δηλαδή, τα οποία ουδόλως βέβαια καταγράφουν τις απόψεις, τα βιώματα ή τις ανησυχίες των συντακτών τους.

Στην πράξη απλώς αντιγράφουν συστηματικά και με ρυθμό δεκάδων ιστοσελίδων την ημέρα το περιεχόμενο άλλων ιστοτόπων με πρωτότυπα κείμενα και άρθρα, ακολουθώντας αυτήν την τακτική, όχι για να ενημερώσουν τον κόσμο (αλλιώς θα φρόντιζαν να δημοσιεύουν και να συνδέουν τις αναδημοσιεύσεις με την πρωτότυπη πηγή)ν αλλά για να γίνουν ανέξοδα «εκδότες» του διαδικτύου και να προσποριστούν τα έσοδα από τις διαφημίσεις Google.

To αξιοπερίεργο είναι ότι αυτήν την ξεκάθαρη μορφή πειρατείας, αυτήν την υφαρπαγή πνευματικής εργασίας, δεν φαίνεται να την έχει πάρει χαμπάρι κανένας από τους αρμοδίους, αν κρίνω από την έλλειψη οποιασδήποτε οργανωμένης αντίδρασης.

Σε ό,τι αφορά την ελληνική πολιτεία, δεδομένων των... γενικότερων «επιδόσεών» της, το γεγονός δεν μου προκαλεί έκπληξη. Εδώ δεν έχει καταφέρει να βάλει σε τάξη το Κτηματολόγιο επί δεκαετίες, θα κάτσει να ασχοληθεί με το «καινούργιο» διαδίκτυο (στην Ελλάδα φαίνεται ότι το «καινούργιο» κρατάει μερικές... δεκαετίες);

Σε ό,τι αφορά όμως τις επαγγελματικές ενώσεις των δημοσιογράφων, των εκδοτών και των λοιπών άμεσα εμπλεκόμενων, η έλλειψη αντιμετώπισης αυτού του φαινομένου προκαλεί κατάπληξη.

΄Ισως οι συνδικαλιστές του χώρου να μην έχουν αντιληφθεί ακόμη πόσες θέσεις εργασίας χάνονται από αυτήν την κλοπή, πόσοι «εκδότες» κυκλοφορούν, με «προϊόντα» που δεν στηρίζονται σε καμία επαγγελματική εργασία, παρά μόνο στην κλοπή των εργασίας των άλλων, πολλές φορές με κερδοφόρο (για τους ίδιους) αποτέλεσμα.

Σε αυτό το ξέφραγο αμπέλι της πειρατείας, υπάρχουν βέβαια και οι αναγνώστες. Που πολλές φορές «βρίσκουν» ψάχνοντας αυτό που τους ενδιαφέρει στην αχανή θάλασσα του internet. Κι απλώς το διαβάζουν, πολλές φορές μη αντιλαμβανόμενοι ότι διαβάζουν κάτι σε έναν χώρο που δεν έχει ταυτότητα, δεν έχει υπογραφές, δεν έχει έστω τη σύνδεση με την πηγή του πρωτοτύπου.

Αυτοί πρέπει να προσέξουν «τι διαβάζουν, πού», τουλάχιστον για σοβαρά θέματα. Διότι, πέρα από την πληροφόρηση, υπάρχει η παραπληροφόρηση, η ανευθυνότητα, η παροχή αποσπασματικών ή παραποιημένων και παραπλανητικών «ειδήσεων», που μόνο στόχο έχει να προωθήσει κάποια συμφέροντα.

Κοινό χαρακτηριστικό τέτοιου είδους τόπων είναι η κάλυψη πίσω από την ανωνυμία που προσφέρει η χρήση μηχανισμών για ιστολόγια, ή ακόμη κι όταν πρόκειται για ιστοτόπους η άρνηση αποκάλυψης της «ταυτότητας» του Μέσου, των ανθρώπων δηλαδή που είναι υπεύθυνοι γι' αυτό και ασχολούνται με τη σύνταξή του.

Το αντίστοιχο θα ήταν να διάβαζε κάποιος μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό που εκδίδεται χωρίς υπογραφές, με διεύθυνση μια ταχυδρομική θυρίδα στα νησιά Γκαλαπάγκος.

Κάποια στιγμή αυτό το ξέφραγο αμπέλι θα τελειώσει, όπως τελειώνει στο εξωτερικό. Ο νόμος προστατεύει την πνευματική ιδιοκτησία, όπου κι αν αυτή ευρίσκεται - το διαδίκτυο δεν εξαιρείται.

Ως τότε φίλοι αναγνώστες προσέξτε «τι διαβάζετε, πού». Σκεφτείτε για ποιον λόγο κάποιοι επιδιώκουν την ανωνυμία, διστάζουν να αποκαλύψουν ποιοι είναι, όταν απλώς υποτίθεται ότι ενημερώνουν. Προσέξτε αν το δημοσίευμα έχει υπογραφή, αναφορές στην πηγή και σύνδεση στο πρωτότυπο κείμενο.

Αλλιώς δεν θα μάθετε ποτέ αν διαβάσατε κάτι ολόκληρο, μισό, ή απλώς παραλλαγμένο

Και γενικώς, αποφύγετέ τους.

Είναι οι «πειρατές» του internet.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι χρηματιστηριακοί δείκτες καλπάζουν, ενώ στην Ευρώπη οι τιμές των ομολόγων δείχνουν να προεξοφλούν βελτίωση των οικονομικών συνθηκών. Κάποτε οι «πιστοί» των αγορών θα αισιοδοξούσαν για καλύτερες μέρες, αρκούμενοι σε αυτήν τη συμπεριφορά μετοχών και ομολόγων.

Όχι όμως τώρα.

Σε μεγάλο βαθμό η άνοδος των χρηματιστηριακών τιμών στις Ηνωμένες Πολιτείες στηρίζεται στη «διευκόλυνση» που συστηματικά παρέχει η FED.

Το ίδιο περίπου ισχύει και στην πλησιέστερη πλευρά του Ατλαντικού, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πέτυχε με την πολιτική αλλά και τις δηλώσεις Ντράγκι να δημιουργήσει ένα «χαλί» που προστατεύει τις τιμές των κρατικών ομολόγων σε σημαντικές χώρες της ευρωζώνης όπως η Ιταλία.

Το οικονομικό υπόβαθρο των αγορών, όμως, δεν έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες βλέπουν την αξιολόγησή τους να μειώνεται από τους διεθνείς οίκους, ενώ η ανεργία καλπάζει και η ιδιωτική κατανάλωση μειώνεται.

Ακόμη και στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οικονομία δεν έχει καταφέρει να περάσει σε «διατηρήσιμους» ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ η ανεργία επιμένει.

Οι αγορές προς το παρόν δεν αμφισβητούν την τάση που διαμορφώνουν τα «αόρατα χέρια» των κεντρικών τραπεζών, όχι γιατί πιστεύουν σε αυτήν, αλλά γιατί δεν έχουν λόγο -προς το παρόν- να ποντάρουν αντίστροφα.

Όπως λέει και η παλιά ρήση της Wall Street «never bet against the FED», ή τουλάχιστον μέχρι να σου δοθεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία.

Το επικίνδυνο σε αυτήν την κατάσταση είναι ότι... «η ουρά κουνάει τον σκύλο» αντί να κουνάει ο σκύλος την ουρά του.

Με άλλα λόγια, αντί οι συνθήκες στην πραγματική οικονομία να δημιουργούν ανοδικές συνθήκες στις αγορές, δημιουργούνται τεχνητά ευμενείς συνθήκες στις αγορές μήπως και προκύψει «ανάταση» στην πραγματική οικονομία.

Κι όσο δεν σημειώνεται αυτή η ανάταση, τόσο περισσότερο στενεύουν τα περιθώρια για τις κεντρικές τράπεζες, τόσο περισσότερο αυξάνεται ο κίνδυνος να καταρρεύσουν με κάποια αφορμή και οι αγορές, δημιουργώντας πλέον συνθήκες βίαιης ύφεσης στις οικονομίες.

ΥΓ.: «Sell in May and go away», λέει μια άλλη παλιά ρήση της Wall Street. Μένει να δούμε αν θα επαληθευτεί εφέτος.
v