Αποκλιμακώνονται οι πιέσεις στην αγορά ομολόγων, καθώς η Κίνα διέψευσε τα δημοσιεύματα που ανέφεραν χθες πως το Πεκίνο εξετάζει το ενδεχόμενο να μειώσει ή να σταματήσει την αγορά αμερικανικών κρατικών ομολόγων.
Οι ανησυχίες που προκαλεί ο περιορισμός της ποσοτικής χαλάρωσης από τις κεντρικές τράπεζες, που τόσο καιρό κρατούσε χαμηλά τα κόστη δανεισμού, οι υψηλές τιμές του πετρελαίου και ένα «κύμα» νέων εκδόσεων ομολόγων, δημιούργησαν πιέσεις τις τελευταίες ημέρες στις αγορές ομολόγων, «στέλνοντας» τα yields των αμερικανικών, ευρωπαϊκών και ιαπωνικών ομολόγων σημαντικά υψηλότερα.
Το sell-off έλαβε νέα διάσταση χθες, μετά από δημοσίευμα για πιθανό τερματισμό της αγοράς αμερικανικών ομολόγων από την Κίνα. Σημειώνεται πως η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος ξένος κάτοχος αμερικανικού κρατικού χρέους, με τα στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών να δείχνουν πως τον Οκτώβριο του 2017 κατείχε αμερικανικούς τίτλους ύψους 1,19 τρισ. δολαρίων.
Στη σημερινή άμβλυνση των πιέσεων συνέβαλε και η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η οποία διατήρησε το ύψος της αγοράς ομολόγων της. Η μικρή μείωση που ανακοίνωσε στην αγορά μακροπρόθεσμου χρέους νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα είχε προκαλέσει ανησυχία για το ενδεχόμενο η Τράπεζα της Ιαπωνίας να εξετάζει περιστολή του δικού της προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης φέτος.
Η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου κινείται στο 2,54% (χθες είχε πλησιάσει το 2,60%), του 10ετούς γερμανικού bund κινείται στο 0,45%, του αντίστοιχου ιταλικού τίτλου στο 2%, του ισπανικού στο 1,5% και του πορτογαλικού στο 1,78%.
Την ίδια ώρα, η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου κινείται λίγο υψηλότερα στο 3,7%, του 5ετούς στο 3,16%, ενώ του 2ετούς υποχωρεί στο 1,49%.
Υπενθυμίζεται πως χθες το Bloomberg σχολίαζε πως η απόδοση των διετών ομολόγων των ΗΠΑ είναι μεγαλύτερη από αυτήν των ελληνικών, σημειώνοντας πως «η αποκατάσταση της φήμης της ελληνικής αγοράς και η προσδοκία ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να βγει από το πρόγραμμα βοήθειάς οδηγούν στη μείωση του κόστους δανεισμού, την ώρα που οι προσδοκίες για ενίσχυση της ανάπτυξης και του πληθωρισμού στις ΗΠΑ ωθούν προς τα πάνω τις αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων ομολόγων τους».