Ο Μιχαήλ Καραμανώφ, διευθύνων σύμβουλος της Καραμανώφ Χρηματιστηριακής μιλά στο Euro2day.gr για μια σειρά καυτών ζητημάτων που αφορούν την εγχώρια κεφαλαιαγορά και την επενδυτική κοινότητα.
Δεν περιορίζεται στο να επισημάνει μετοχές και κλάδους στους οποίους πιστεύει ότι θα πρέπει να εστιαστεί το επενδυτικό ενδιαφέρον, αλλά παράλληλα αναδεικνύει μια σειρά κινδύνων, εφιστώντας την προσοχή όλων.
Πιστεύει ότι για την ανάπτυξη της εγχώριας κεφαλαιαγοράς δεν αρκούν μόνο φορολογικά κίνητρα, θέτοντας ως βασικές αρχές τη δημιουργία εμπιστοσύνης, την αποτελεσματική και έγκαιρη εποπτεία, καθώς και την ουσιαστική προστασία των επενδυτών μειοψηφίας.
Θεωρεί τέλος πως η επικείμενη εισροή των Κοινοτικών κονδυλίων αποτελεί πολύ σημαντική παράμετρο για το μέλλον, καθώς αποτελεί την τελευταία ευκαιρία της χώρας μας να σταθεί όρθια στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Προειδοποιεί ωστόσο, ότι ο θετικός αντίκτυπος αυτών των κονδυλίων σε μια οικονομία που θα συνεχίζει να στηρίζεται στην κατανάλωση και στις εισαγωγές θα είναι μειωμένος, ή ακόμη και προσωρινός.
Κύριε Καραμανώφ, ποιες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο νομίζετε ότι θα μπορούσαν να γίνουν με στόχο την τόνωση του ελληνικού Χρηματιστηρίου και της ευρύτερης κεφαλαιαγοράς;
Αρχικά, θα ήθελα να πω ότι δεν είμαι -γενικά- θιασώτης της ευρέως διαδεδομένης άποψης (και πρακτικής) ότι οι νομοθετικές παρεμβάσεις είναι η λύση και η απάντηση διά παν πρόβλημα και «πάσαν νόσον». Θεωρώ δε ότι η μεγάλη συχνότητα αλλαγών και παρεμβάσεων μπορεί εν τέλει να κάνει περισσότερο κακό, παρά καλό. Η σαφήνεια και η σταθερότητα στους κανόνες και στο περιβάλλον λειτουργίας έχουν τη δική τους αξία και σημασία. Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό την παρενθετική παρατήρηση ότι δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, όπου η «εισαγόμενη» ευρωπαϊκή νομοθεσία αυξάνει υπέρμετρα τη γραφειοκρατία και το κόστος λειτουργίας και επομένως δημιουργεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις συγκριτικά μικρότερου μεγέθους ελληνικές επιχειρήσεις.
Εν προκειμένω και αναφορικά με τον χώρο των κεφαλαιαγορών, ο ακρογωνιαίος λίθος ακούει στο όνομα «Πίστις», η οποία χτίζεται με πολυετή και επίπονη προσπάθεια και αρκεί ένα περιστατικό -έστω και μεμονωμένο- για να καταρρεύσει ακαριαία. Η ζημιά αυτή δεν μπορεί, τουλάχιστον άμεσα, να διορθωθεί με καμία νομοθετική παρέμβαση. Από κει και πέρα, σίγουρα η παροχή φορολογικών κινήτρων (όπως για παράδειγμα η μείωση του φόρου μερισμάτων εισηγμένων εταιρειών, ή η αποκλιμάκωση του φορολογικού συντελεστή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ως ανταπόδοση στο αυξημένο κόστος κανονιστικής συμμόρφωσης και εταιρικής διακυβέρνησης για την ενίσχυση του ενδιαφέροντος για νέες εισαγωγές στο Χ.Α.), ο εμπλουτισμός της γκάμας των προσφερόμενων προϊόντων και εργαλείων και η προσέλκυση μεγάλων εταιρειών, ιδίως από τομείς στρατηγικού ενδιαφέροντος (π.χ. ναυτιλία) είναι ιδιαίτερα υποβοηθητικά και αναγκαία για την αύξηση του μεγέθους, του βάθους και της ρευστότητας της αγοράς. Δεν αποτελούν όμως ικανή συνθήκη. Η εξάλειψη -κατά το μέγιστο δυνατόν- του φαινομένου της απάτης, η αποτελεσματική και έγκαιρη εποπτεία, η προστασία των μειοψηφιών και του μικρού επενδυτή (ενδεικτικά να αναφέρω ότι δεν είμαι σίγουρος για το πού ακριβώς στόχευε και ποια ωφέλεια επέφερε η μείωση του ποσοστού από 95% σε 90% για τις αποχωρήσεις εταιρειών από το Χρηματιστήριο με τη μέθοδο του squeeze out) και ο σεβασμός στη δεοντολογία από όλους τους συμμετέχοντες είναι καθοριστικής σημασίας για την ανάδειξη και την αναβάθμιση του θεσμού της Κεφαλαιαγοράς.
Πόσο ρεαλιστικό θεωρείτε το σενάριο μιας ανοδικής πορείας για την ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια και έναν αντίστοιχο επηρεασμό των τιμών των μετοχών στο Χ.Α.;
Η πορεία των Χρηματιστηρίων συνδέεται και εξαρτάται τόσο από τη διεθνή οικονομική συγκυρία, όσο και από τη μακροοικονομική κατάσταση και τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας αναφοράς. Οι τελευταίες πάλι σχετίζονται άρρηκτα με την επιλογή του παραγωγικού μοντέλου, το οποίο θα πρέπει να αναδεικνύει και να αξιοποιεί (ή και να δημιουργεί) τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της οικονομίας, ώστε να μπορεί να επιτευχθεί αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγής, καθώς και των εξαγομένων αγαθών και υπηρεσιών με στόχο τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και τη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Η επένδυση και η στόχευση στους ίδιους τομείς και με τον ίδιο τρόπο με άλλες «ανταγωνίστριες» οικονομίες ενδέχεται να μην δημιουργεί το ανωτέρω αναφερόμενο πλεονέκτημα και να μην μπορεί να αναβαθμίσει τη σχετική θέση της χώρας, δημιουργώντας μακροπρόθεσμη προοπτική. Ο θετικός αντίκτυπος λόγω της εισροής χρημάτων από το εξωτερικό (εν προκειμένω τα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης) είναι μειωμένος για μια οικονομία που βασίζει την ανάπτυξή της κατά κύριο λόγο, στην κατανάλωση, ενώ είναι ταυτόχρονα και εισαγωγικού προσανατολισμού. Πέρα από μειωμένος όμως, μπορεί να είναι και προσωρινός.
Πώς αξιολογείτε το τρέχον διεθνές οικονομικό περιβάλλον και σε τι θα πρέπει να ελπίζουν και τι να φοβούνται οι επενδυτές στο Χ.Α.;
Το διεθνές περιβάλλον είναι αρκετά ρευστό και γι’ αυτό θα έλεγα ότι είμαι πιο επιφυλακτικός σε σχέση με τις μέσες εκτιμήσεις και προβλέψεις. Ο πληθωρισμός, ο οποίος φαίνεται να αναγνωρίζεται πλέον από τους περισσότερους ως σοβαρότερο πρόβλημα από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί, μάλλον θα είναι ιδιαίτερα επίμονος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και την αύξηση του κόστους δανεισμού. Το γεγονός αυτό, ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας, τα ομόλογα της οποίας δεν βρίσκονται σε επενδυτική βαθμίδα, αποτελεί μία σοβαρή πηγή ανησυχίας.
Τα διεθνή χρηματιστήρια βρίσκονται σε ιδιαιτέρως υψηλά επίπεδα, καθοδηγούμενα όλα τα προηγούμενα χρόνια από την άπλετη ρευστότητα που διοχέτευαν στο σύστημα οι Κεντρικές Τράπεζες στο πλαίσιο του quantitative easing, και μία σύσφιξη -ιδίως αν είναι πιο απότομη απ’ ό,τι αναμένεται- θα μπορούσε να επιφέρει σοβαρή διόρθωση, με τα απόνερα να ακουμπάνε και το ελληνικό Χρηματιστήριο. Πέραν όμως της διάστασης της νομισματικής πολιτικής, καταφθάνει και η ώρα της δημοσιονομικής προσαρμογής στη μετά-covid εποχή με τα περιθώρια ευελιξίας των κυβερνήσεων, πολλώ δε μάλλον της ελληνικής, να περιορίζονται σημαντικά τη στιγμή μάλιστα της αναζωπύρωσης του πληθωρισμού, με αντίκτυπο στο εισόδημα επιχειρήσεων και νοικοκυριών, στη συνολική δηλαδή ενεργό ζήτηση. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συγκρατήσει την αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ σε ρυθμούς μικρότερους από τους αναμενόμενους, ειδικά αν δεν υπάρξει η απαιτούμενη και απαραίτητη παροχή ρευστότητας στις ελληνικές επιχειρήσεις από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα μέσω της ομαλής και έγκαιρης εξυγίανσης των ισολογισμών τους.
Στους προαναφερθέντες κινδύνους θα προσέθετα επίσης τις γεωπολιτικές αναταράξεις και αβεβαιότητες, το δημογραφικό πρόβλημα, το οποίο μειώνει το δυνητικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της πατρίδας μας και βεβαίως τον πολιτικό κίνδυνο, αφού φαίνεται ότι η χώρα μπαίνει σε μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο με ορατό το σενάριο μη δυνατότητας σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης. Από την άλλη πλευρά, οι ελπίδες και οι προσδοκίες όλων μας βρίσκονται στα μεγάλα (σε σχέση με το ελληνικό ΑΕΠ) ευρωπαϊκά κεφάλαια που κατευθύνονται στη χώρα μας, ευχόμενοι να πιάσουν τόπο, να απορροφηθούν και να αξιοποιηθούν σωστά, μοχλευόμενα και με ιδιωτικά κεφάλαια, ώστε να επιτευχθεί το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα, καθώς εκτιμώ ότι είναι η τελευταία ευκαιρία της χώρας μας να σταθεί όρθια στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Σε ποιους κλάδους πιστεύετε ότι θα πρέπει να εστιάσουν φέτος οι επενδυτές του Χ.Α.; Θα μπορούσατε να αναφερθείτε σε περιπτώσεις ελληνικών μετοχών που θα άξιζαν να προσεχτούν;
Προτιμάμε περιπτώσεις εταιρειών που επιδεικνύουν μία συνέπεια στα αποτελέσματά τους, εισηγμένες με χαμηλούς δείκτες μόχλευσης, καλό cash flow και ικανοποιητικές μερισματικές αποδόσεις. Θα μπορούσα να αναφέρω τις εταιρείες ύδρευσης, τα λιμάνια, την περίπτωση της Lamda Development, τον Μυτιληναίο, τα Ελληνικά Πετρέλαια και την Motor Oil. Από τον κλάδο της πληροφορικής θα ξεχώριζα την Profile και από τον κλάδο των τραπεζών τις Εθνική και Eurobank, εκμεταλλευόμενοι κάποια διόρθωση της αγοράς.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.