Η επισήμανση ότι ο πλούτος είναι συγκεντρωμένος σε λίγους είναι γενικά πανθομολογούμενη, στατιστικά καταγραφόμενη και ιστορικά «πρωτόγνωρη» συγκρινόμενη με τις προ εκατονταετίας ανάλογες επιδόσεις. Εκτιμάται ότι, το 1% των πλουσιότερων κατέχει πάνω από το 50% του πλούτου, ενώ το 50% των πτωχότερων μόλις το 2,7%.
Η συγκέντρωση του πλούτου βρίσκεται σήμερα σε λίγα κράτη όπως η Κίνα, η Γερμανία αλλά και αρκετές μικρότερες χώρες της Ασίας και της Ευρώπης κυρίως. Σε λίγες μεγάλες εταιρείες, αμερικανικές κυρίως όπως οι γνωστοί τεχνολογικοί κολοσσοί Facebook, Google, Amazon, Microsoft, Apple, με την κεφαλαιοποίησή τους να έχει εκτοξευθεί και τα ταμειακά τους διαθέσιμα να είναι δυσθεώρητα. Από κοντά και μερικές ευρωπαϊκές εταιρείες ενώ και οι κινεζικές σύντομα θα περιέλθουν στη λίστα των κορυφαίων. Και σε λίγους ιδιώτες που κατέχουν πλούτο με τριψήφιο αριθμό δισεκατομμυρίων σε δολάρια ή σε ευρώ, όπως τους κατατάσσει κάθε χρόνο η λίστα Forbes. Ανάλογες επισημάνσεις γίνονται και στα εισοδήματα με πιο χαρακτηριστική εκείνη που αφορά τις αποδοχές των Διευθυνόντων Συμβούλων μεγάλων πολυεθνικών που ξεπερνούν τις 250 φορές τα μέσα επίπεδα αποδοχών του προσωπικού τους.
Το πρόβλημα της συγκέντρωσης του πλούτου έχει απασχολήσει και συνεχίζει να απασχολεί τους οικονομολόγους τα τελευταία χρόνια αφού εκτιμάται ότι η όξυνση των ανισοτήτων δεν βοηθά στην οικονομική ανάπτυξη και μεγεθύνει τη φτώχεια καθώς ολοένα και περισσότεροι κατατάσσονται χαμηλότερα από τα ανεκτά όρια διαβίωσης. Παράλληλα συνδέεται και με άλλες δυσλειτουργίες του οικονομικού συστήματος, όπως η περιβαλλοντική επιβάρυνση και η χρηματοοικονομική αστάθεια. Επιπλέον, έχει πολιτικές παρενέργειες, καθώς σε πολλές χώρες συντέλεσε στην ανάδυση πολιτικών σχηματισμών με ατζέντα θέσεων που χαρακτηρίζονται από λαϊκισμό, ενώ στη Βρετανία το δημοψήφισμα υπέρ του Brexit απασχολεί τη χώρα επί 3ετία.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος προϋποθέτει την παγκόσμια συνεννόηση των ηγεσιών, διαδικασία η οποία στη παρούσα φάση δοκιμάζεται καθώς η παγκοσμιοποίηση θεωρείται ότι έχει συμβάλλει στην όξυνση του προβλήματος, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τις πολιτικές επιλογές που αναδύονται σε διάφορες χώρες. Μάλιστα, είναι σαφές ότι οι επιλογές του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ είναι προς την κατεύθυνση της λιγότερης παγκοσμιοποίησης και ενδεχομένως του περισσότερου προστατευτισμού καθώς διαπιστώνει ότι η φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος έχει ευνοήσει τα τελευταία χρόνια περισσότερο την Κίνα που με το δικό της σύστημα διακυβέρνησης του «ανελεύθερου καπιταλισμού» απειλεί ανοικτά πλέον με εκτοπισμό από την πρώτη θέση των οικονομικά ισχυρότερων ΗΠΑ.
Την ίδια ώρα, τα βασικά εργαλεία οικονομικής πολιτικής και ιδιαίτερα η νομισματική και η δημοσιονομική, έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαντληθεί, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό υπερχρέωσης πολλών χωρών και την πολυετή παρεμβατική πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών με στόχο την παροχή φτηνής ρευστότητας που και σήμερα επανέρχεται 11 χρόνια μετά την κρίση του 2008.
Aπό την άλλη πλευρά, υπάρχουν τα διαρθρωτικά μέσα. Όπως εκείνα που εισηγούνται οι οικονομολόγοι που κατατάσσονται στο στρατόπεδο του προοδευτικού καπιταλισμού όπως το ονομάζει ο Τζόζεφ Στίγκλιτς. Τέτοια είναι για παράδειγμα οι ριζοσπαστικές φορολογικές προτάσεις του Γάλλου οικονομολόγου Πικετί και ο περιορισμός των φορολογικών παραδείσων που ωστόσο απαιτούν συντονισμό δράσεων ανάμεσα στις κυβερνήσεις, διαδικασία δυσλειτουργική στη παρούσα φάση όπου η διεθνής συνεργασία δοκιμάζεται. Είτε εκείνα που εισηγούνται οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι (μείωση φορολογίας, απελευθέρωση αγορών, ιδιωτικοποιήσεις κοκ) που επίσης συχνά αποτυγχάνουν οδηγώντας μάλιστα σε αύξηση δημοσιονομικών ελλειμμάτων και σε βαθύτερη ύφεση.
Τέλος υπάρχουν και οι επαναστατικού τύπου ενέργειες με στόχο την απαλλοτρίωση του πλούτου των ολίγων από το κράτος και άλλους συλλογικούς φορείς (κρατικοποιήσεις-κοινωνικοποιήσεις). Τα αποτελέσματα τέτοιων πρακτικών εφαρμόστηκαν ήδη στο παρελθόν με αποτέλεσμα οι λαοί των χωρών αυτών να οδηγηθούν στο δίπτυχο της φτώχειας με ανελευθερία, αποδείχθηκαν δηλαδή ολέθρια για εκτεταμένα κοινωνικά στρώματα που συχνά πήραν το δρόμο της μετανάστευσης για λόγους επιβίωσης.
Ενόψει των παραπάνω, είναι ενδιαφέρον να επαναφέρουμε με συστηματικότερο τρόπο κάποιες πρακτικές που με ιδιαίτερα επιτυχημένο τρόπο εφάρμοζαν οι Αρχαίοι Αθηναίοι. Αναφέρομαι στην πρακτική της χορηγίας που εφάρμοζαν προκειμένου να διενεργείται η χρηματοδότηση πολιτιστικών και θρησκευτικών κυρίως δραστηριοτήτων, όπως η τελετή των Παναθηναίων, τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα Διονύσια, οι γνωστές σε όλους μεγάλες θεατρικές παραστάσεις (τραγωδίες και κωμωδίες), αθλητικοί αγώνες αλλά και πολλές άλλες δράσεις μικρότερης εμβέλειας.
Οι Αθηναίοι υποχρέωναν και ενθάρρυναν τους ευπορότερους πολίτες να τις χρηματοδοτήσουν με την εφαρμογή «έξυπνης» επικοινωνιακής στρατηγικής όπως η αναγραφή του ονόματός του σε ειδικές στήλες σε περίοπτα σημεία της πόλης, που οδηγούσε στη γνωστοποίηση της ενέργειας αφού έτσι πετύχαινε να διενεργείται η προβολή του ονόματος και η σημαντική ηθική εξύψωσή του χορηγού-πολίτη. Συγχρόνως, ο χορηγός εξασφάλιζε σε σημαντικό βαθμό την υστεροφημία του.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη την πρακτική των Αρχαίων Αθηναίων, μπορούμε και σήμερα να συστηματοποιήσουμε τα κατάλληλα εκείνα μέτρα φορολογικής πολιτικής εμπλουτισμένα με ειδική επικοινωνιακή πολιτική ώστε άτομα και ιδιώτες με ευκατάστατα χαρακτηριστικά να ενθαρρυνθούν να χρηματοδοτήσουν επιθυμητούς σκοπούς. Να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή με αποτελεσματικό τρόπο εργαλεία φορολογικής πολιτικής όπως την έκπτωση της φορολογικής δαπάνης με προοδευτική κλίμακα (tax credit) και να επεξεργαστούμε «έξυπνους τρόπους» για να επικοινωνηθούν τέτοιες ενέργειες. Καταγράφοντας με συστηματικό τρόπο τους σκοπούς αυτούς που μπορεί να αφορούν: νοσοκομειακούς εξοπλισμούς και κτιριακές υποδομές, εξοπλισμούς φορέων δημόσιας ασφάλειας ή άλλους συναφείς φορείς, φορείς προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών ή σκοπών ανθρωπιστικής βοήθειας, φορείς εκπαιδευτικού σκοπού και φορείς πολιτιστικής προσφοράς συμπεριλαμβανομένων δράσεων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.
Οι δαπάνες μπορεί να είναι επενδυτικού χαρακτήρα ή να αποσκοπούν στην κάλυψη των απαραίτητων λειτουργικών εξόδων καθώς συχνά η ολοκλήρωση ενός κτίσματος ειδικού σκοπού (νοσοκομείου, μουσείου κοκ) δεν προχωρεί στην έναρξη λειτουργίας του λόγω έλλειψης κονδυλίων για την κάλυψη της δαπάνης λειτουργίας του.
Η φορολογική ενθάρρυνση τέτοιων δραστηριοτήτων είναι ήδη πρακτική που εφαρμόζεται από πολλές χώρες, συμπεριλαμβανόμενης και της δικής μας. Ωστόσο, σε καμία χώρα δεν υιοθετείται η συστηματική ενσωμάτωση πολλαπλών στόχων προς ένταξη καθώς η εφαρμογή επαφίεται στην ενδεχόμενη ύπαρξη αυξημένης κοινωνικής συνείδησης των πλουσιοτέρων ιδιωτών ή εταιρειών με αυξημένα ταμιακά διαθέσιμα λόγω της απροθυμίας τους να προχωρήσουν σε επενδύσεις. Επιπλέον, τα κράτη είναι μάλλον απρόθυμα να δεχτούν την ηθική επιβράβευση όσων συστηματικά ξοδεύουν για σκοπούς όπως οι προαναφερόμενοι, ακόμη και όταν οι δαπάνες είναι εξαιρετικά υψηλές και ιδιαίτερα ευεργετικού για το κοινωνικό σύνολο αποτελέσματος, όπως η περίπτωση του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος στη χώρα μας.
Έτσι, σε λίγες χώρες προβάλλεται συστηματικά η αποδεδειγμένη διάθεση για χορηγίες από τους πλούσιους, παρά μόνο αφού έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τα θάνατό τους, όπως συμβαίνει με τους Έλληνες Ευεργέτες χάρις στους οποίους έχουμε σήμερα το σύνολο σχεδόν των μοναδικού κάλλους και αρχιτεκτονικής νεοκλασικών κτιρίων που κοσμούν την πρωτεύουσα (όπως το Ζάππειο και η Τριλογία) αλλά και άλλες πόλεις.
Παράλληλα, η πρόσφατη καταστροφή της Παναγίας των Παρισίων που οδήγησε στην άμεση ευαισθητοποίηση των πλουσιότερων Γάλλων (οικογένεια Αρνό της Λουί Βιτόν, οικογένεια Πινό των Γκούτσι- Υβ Σεν Λοράν και οικογένεια Μπετανκούρ της Λ’Ορεάλ), προβλήθηκε ως διαδικασία που τους ωφελεί φορολογικά και οδηγεί τις αρχές στην ανάγκη αναζήτησης τρόπων κάλυψης του φορολογικού κενού, αγνοώντας την δυνατότητα άμεσης προώθησης της αποκατάστασης του εμβληματικού ναού με αυτόν τον τρόπο.
Καταληκτικά, η συστηματικότερη μεθόδευση της ενθάρρυνσης των ευπορότερων να ξοδέψουν για σκοπούς που δεν υπακούουν σε ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια αλλά σε άλλους λόγους που αρθρώνονται με την ανθρώπινη φύση, είναι πιθανό να ωθήσει αρκετούς να ανταποκριθούν. Με κίνητρα που θα συνδέονται με τη δημοσιονομική πολιτική και ιδιαίτερα το φορολογικό της σκέλος, με το εργαλείο έκπτωσης της δαπάνης από το φορολογητέο εισόδημα να συνιστά το μέχρι τώρα καταλληλότερο εργαλείο.
Αλλά και με την αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων ώστε να ξυπνήσει ο ηθικός κώδικας που διέπει τον καθένα μας, δεδομένου ότι το αξιακό σύστημα και των πιο ευκατάστατων ανθρώπων δεν συνυφαίνεται μόνο με υλικά κίνητρα. Για κάποιους δε η προβολή του ονόματός τους μπορεί από μόνη της να αρκέσει για να συμβάλλουν σε ένα σκοπό που ταιριάζει με τις προτιμήσεις τους ενώ για άλλους αυτό είναι προς αποφυγή, με την εχεμύθεια να αποτελεί προϋπόθεση για να δαπανήσουν για την κοινωνία.
Ταυτόχρονα, όλοι επιθυμούν η χρηματοδοτική συμβολή τους να οδηγήσει σύντομα σε αποτέλεσμα και να μη λιμνάσει το ποσό μιας χορηγίας, ιδιαίτερα στον βωμό της δημιουργίας μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων που βλέπουμε να στοχοθετούνται στη χώρα μας τα τελευταία έτη. Εγείρεται δηλαδή το ζήτημα της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης αλλά και της συχνής διαφθοράς που εκδηλώνεται προκειμένου να γίνει δυνατή η διεύρυνση τέτοιων δράσεων.
Σε κάθε περίπτωση το σύστημα που θα μπορέσει να μεγεθύνει τις πρακτικές με τις οποίες οι Αρχαίοι Αθηναίοι ανάγκαζαν τους εκατόν είκοσι ευπορότερους πολίτες κάθε μιας από τις δέκα φυλές να συμμετέχουν σε χορηγίες, δεν είναι μόνο προοδευτικός καπιταλισμός αλλά και έξυπνος !
* Ο Δημήτρης Τζάνας είναι Οικονομολόγος
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.