Μετά το πέρασμα ενός τριμήνου ακραίας μεταβλητότητας στις αγορές είναι σίγουρο πως οι παγκόσμιοι νομισματικοί πόλεμοι έχουν εισέλθει σε μια νέα και πιο πολύπλοκη φάση.
Στην πραγματικότητα, η μεταβλητότητα έχει εξουδετερώσει την ισχύ εκείνων των κεντρικών τραπεζών που ήταν περισσότερο προσηλωμένες στην αποδυνάμωση των νομισμάτων τους. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας αποτελεί το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα εμφάνισης αδυναμίας.
Είναι πραγματικά παράδοξο πώς μια χώρα με το επίπεδο του δημόσιου χρέους της Ιαπωνίας μπορεί να μετατραπεί σε έναν παράδεισο κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας στις παγκόσμιες αγορές, αλλά αυτό συνέβη στο πρώτο τρίμηνο του 2016.
Η μεγάλη ανατίμηση του γεν έναντι του δολαρίου, παρά την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων και την προοπτική για υποχώρηση σε ακόμα πιο αρνητικά επίπεδα, αντιστρέφει τους καθιερωμένους νόμους βαρύτητας της συναλλαγματικής αγοράς.
Και αφού η αγορά μετοχών τείνει να κινείται παράλληλα με το γεν από τότε που ξεκίνησε η εφαρμογή των «Αμπενόμικς» το 2012 -αρκετά λογικό, δεδομένου του αντίκτυπου των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων στον όγκο εξαγωγών ή στα εταιρικά κέρδη-, οι ιαπωνικές μετοχές έχουν βουτήξει.
Εν τω μεταξύ, στην Ευρώπη, η επιθετική ρητορική του Μάριο Ντράγκι έχει χάσει την αποτελεσματικότητά της. Μετά την ανακοίνωση ενός πακέτου μέτρων που ήταν πολύ πιο φιλόδοξο από αυτό που αναμενόταν, συμπεριλαμβανομένης και μιας μείωσης του ήδη αρνητικού επιτοκίου καταθέσεων, το ευρώ ενισχύθηκε έναντι του δολαρίου.
Η ομιλία της επικεφαλής της Fed, Janet Yellen, την περασμένη εβδομάδα, στην οποία άφησε να εννοηθεί ότι τα επιτόκια στις ΗΠΑ μπορεί να μείνουν χαμηλότερα για μεγαλύτερο διάστημα, έριξε αλάτι στις πληγές της ευρωζώνης.
Όποιο και αν ήταν το κίνητρο, μπορεί να πει κανείς ότι η Fed πήρε την εκδίκησή της. Το αποδυναμωμένο δολάριο βοήθησε να αντιστραφούν, αν και σε ήπιο βαθμό, οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις που είχαν χαρίσει μεγάλα μερίδια της παγκόσμιας παραγωγής και των εταιρικών κερδών στην Ιαπωνία και την ευρωζώνη εις βάρος των ΗΠΑ.
Αλλά οι ΗΠΑ ήταν φυσικά ο πρώτος ωφελημένος των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων, όταν η Fed ξεκίνησε τον πρώτο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Η μάχη βέβαια δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Η Κίνα παραμένει αμέτοχη σε όλο αυτό. Παρά τις ανησυχίες στο Καπιτώλιο για εμπορικές πολιτικές υποτίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας και τις καταγγελίες του Ντόναλντ Τραμπ, του προπορευόμενου στην κούρσα για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας έχει ξοδέψει δισεκατομμύρια για να στηρίξει ένα υπερτιμημένο νόμισμα.
Τα πολεμικά ένστικτα της PBOC έχουν φυλαχτεί για τα hedge funds που στοιχηματίζουν στην υποτίμηση που δεν θέλει η κεντρική τράπεζα. Τα funds έμαθαν με τον πιο σκληρό τρόπο πως το ρητό που λέει ότι δεν επιτίθεσαι στη Fed ισχύει και για την PBOC.
Η Βρετανία είναι η άλλη μεγάλη δύναμη που έμεινε έξω από αυτόν τον πόλεμο, η οποία χάρη στο υπαρκτό ενδεχόμενο να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση βλέπει τη στερλίνα να υποχωρεί. Με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο 7% του ΑΕΠ αυτό δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο. Δεδομένης της μη προγραμματισμένης πτώσης της στερλίνας, ο όρος ανταγωνιστική υποτίμηση δεν ταιριάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Η αλλαγή στη δυναμική των νομισματικών πολέμων αφήνει την Ιαπωνία και την ευρωζώνη σε άβολη θέση. Η υποτίμηση ήταν ένα από τα συστατικά των νομισματικών πολιτικών που φαινόταν να έχει τον μεγαλύτερο αντίκτυπο.
Η δυνατότητα των κεντρικών τραπεζών να αυξήσουν τον πληθωρισμό για να πετύχουν τους στόχους τους είναι ακόμα πιο αμφίβολη από ό,τι στο παρελθόν. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για τον κόσμο. Ενώ οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις θεωρούνται μια πολιτική που επιβαρύνει τους άλλους, θα είχαν ευνοϊκές συνέπειες σε παγκόσμιο επίπεδο αν η νομισματική χαλάρωση που προϋποθέτουν βοηθούσε την παγκόσμια οικονομία να ξεφύγει από τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού.
Το μόνο που έχουμε είναι η ελπίδα ότι η αμερικανική οικονομία θα αποδειχθεί πιο εύρωστη από ό,τι άφησε να εννοηθεί η ομιλία της Yellen, τα νομίσματα μπορεί να ευθυγραμμιστούν και ότι θα αναγνωριστεί πως οι νομισματικοί πόλεμοι αποτέλεσαν έναν από τους βασικούς μοχλούς που οδήγησαν τις αποδόσεις των ομολόγων και τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών σε αρνητικά επίπεδα.
Αυτό προκαλεί συρρίκνωση των κερδών στο εύθραυστο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης. Μπορεί επίσης να προκαλέσει μια απαισιοδοξία στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις που έχουν ήδη φέρει μπροστά τις δαπάνες ως απάντηση στο QE και έχουν άρα λιγότερη ευαισθησία στα σινιάλα από τα επιτόκια. Την ίδια στιγμή, αυτά τα χαμηλά ή αρνητικά επιτόκια διογκώνουν τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις, κάτι που δεν ενισχύει τα «ζώωδη ένστικτα» (animal spirits) στα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών.
Η τραγωδία είναι πως τα χαμηλότερα επιτόκια στην ιστορία δεν χρησιμοποιούνται από τις κυβερνήσεις του ανεπτυγμένου κόσμου για να εμπλακούν περισσότερο στις τόσο αναγκαίες δαπάνες σε υποδομές. Όλοι συμφωνούν πως η νομισματική πολιτική έχει κουβαλήσει πολύ μεγάλο βάρος από την αναιμική ανάκαμψη μετά την κρίση. Κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να κάνει πολλά γι' αυτό. Η παράλυση των φορέων άσκησης πολιτικής παραμένει ο κανόνας.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation