Wolf: Η Κίνα θα κρίνει την τύχη της παγκόσμιας οικονομίας

H Kίνα είναι μια χρηματοοικονομική υπερδύναμη που ταλανίζεται από δυσθεώρητο εταιρικό χρέος. Ποιοι είναι οι δύο δρόμοι που μπορεί να ακολουθήσει το Πεκίνο. Ο κίνδυνος ακατάσχετης εκροής κεφαλαίων και ενός νέου αποπληθωριστικού σοκ. Τα μαθήματα από την κρίση του 1929.

  • του Martin Wolf
Wolf: Η Κίνα θα κρίνει την τύχη της παγκόσμιας οικονομίας

H οικονομική μετάβαση της Κίνας έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο για τις αναδυόμενες χώρες αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο. 

Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, η πρόκληση αφορά το πώς θα αντιμετωπιστούν οι αναταράξεις από μια ενδεχόμενη μεγαλύτερη επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας. Μακροπρόθεσμα, αφορά το πώς θα αντιμετωπιστεί η ενσωμάτωση μιας χρηματοοικονομικής υπερδύναμης στην παγκόσμια οικονομία. Στην πραγματικότητα ωστόσο, αυτό που θα συμβεί βραχυπρόθεσμα θα διαμορφώσει και τις εξελίξεις μακροπρόθεσμα.

Η τελευταία οικονομική έκθεση του υπουργείου Οικονομικών της Ινδίας προσφέρει μια αρκετά ενδιαφέρουσα ταξινόμηση των κρίσεων. Ο εξωτερικός αντίκτυπος μιας κρίσης εξαρτάται, σύμφωνα με την έκθεση, από το αν προκλήθηκε σε συστημικά σημαντικές χώρες, αν είναι το αποτέλεσμα δημοσιονομικού ή ιδιωτικού δανεισμού και αν τα νομίσματα των χωρών που επηρεάζονται ενισχύονται ή αποδυναμώνονται.

Ποια μπορεί να είναι η σχέση αυτής της ανάλυσης με την Κίνα; Η απάντηση λέει πως είναι μια συστημικά σημαντική χώρα που υποφέρει από υψηλό και ταχύτατα αυξανόμενο εταιρικό χρέος. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια απότομη επιβράδυνση των επενδύσεων και σε μια βαθιά υποτίμηση.

Μια τέτοια επιβράδυνση δεν είναι σε καμία περίπτωση απίθανο να συμβεί. Ο συνδυασμός μιας μη βιώσιμης αύξησης του εταιρικού χρέους με την εξάρτηση της ζήτησης από εξαιρετικά υψηλά ποσοστά επενδύσεων καθιστά ευάλωτη την οικονομία. Καθώς η ανάπτυξη υποχωρεί κάτω από το 7% τον χρόνο, τα ποσοστά επενδύσεων κοντά στο 45% του ΑΕΠ δεν έχουν πλέον οικονομική λογική. Ο ιδιωτικός τομέας είναι επίσης υπεύθυνος για περίπου τα δύο τρίτα των επενδύσεων. Οπότε οι δυνάμεις της αγοράς μπορεί να προκαλέσουν μια επώδυνη προσαρμογή.

Δύο θα ήταν οι επιλογές της κινεζικής κυβέρνησης: μια τεράστια αύξηση στα δημοσιονομικά ελλείμματα -όπως στις δυτικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις- και μια πιο επιθετική νομισματική πολιτική. Αλλά και μια πιο αδύναμη συναλλαγματική ισοτιμία θα ήταν καλοδεχούμενη, ως ένα μέτρο για την αντιστάθμιση των εγχώριων αποπληθωριστικών πιέσεων.

Στο Κινεζικό Φόρουμ για την Ανάπτυξη που διοργανώθηκε στο Πεκίνο αυτόν τον μήνα, ο διοικητής της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας, Ζου Ξιαοτσουάν, υποστήριξε πως είναι εύλογο να μειωθούν τα συναλλαγματικά αποθέματα που έχουν συσσωρευτεί. Αλλά πρέπει να υπάρξει κάποιο όριο σε αυτό. Οι έλεγχοι των εκροών κεφαλαίου μπορούν επίσης να γίνουν πιο αυστηροί, αν και αυτό θα πήγαινε ενάντια στα σχέδια της Κίνας για άνοιγμα του λογαριασμού κεφαλαίου.

Ενώ η κινεζική οικονομία αποδυναμώνεται, η νομισματική και πιστωτική πολιτική χαλαρώνουν και η συναλλαγματική ισοτιμία υποχωρεί, δεν έχει φανεί ακόμα στον ορίζοντα μια τέτοια κρίση. Η προπληρωμή δανείων σε ξένο νόμισμα και η αναστροφή του «αρμπιτράζ επιτοκίων» που πυροδοτήθηκαν εν μέρει από προβλέψεις για μεγαλύτερο κίνδυνο υποτίμησης του γουάν φαίνεται πως βρίσκονται πίσω από τις εκροές κεφαλαίων. Και πάλι, αν και αποδυναμώνεται, η ανάπτυξη της ζήτησης δεν έχει καταρρεύσει. Μέχρι τώρα όλα καλά λοιπόν. Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ.

Η παγκόσμια οικονομία δεν είναι σε θέση να απορροφήσει ένα ακόμα μεγάλο αποπληθωριστικό σοκ. Η πιθανότητα ενός τέτοιου σοκ από την Κίνα τα επόμενα χρόνια είναι υπαρκτή. Αλλά αναδύεται και ένα πιο μακροπρόθεσμο ζήτημα: πώς θα ενσωματωθεί η Κίνα στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα.

Η εμπειρία δείχνει πως η ταυτόχρονη απελευθέρωση και το άνοιγμα εύθραυστων χρηματοοικονομικών συστημάτων τελειώνει συχνά με δράματα. Αν η εν λόγω χώρα είναι και συστημικά σημαντική, τότε οι κρίσεις θα είναι παγκόσμιες. Οι κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες μπορεί να περιορίσουν τις επιπτώσεις. Ακόμα και έτσι, μια κρίση σε μια συστημικά σημαντική οικονομία θα έχει τεράστιες επιπτώσεις.

Για τον λόγο αυτό, το άνοιγμα του χρηματοοικονομικού συστήματος της Κίνας στον κόσμο πρέπει να θεωρείται ως ζήτημα παγκόσμιας ανησυχίας. Μια πρόσφατη έκθεση από την κεντρική τράπεζα της Αυστραλίας αποτυπώνει ορισμένα από τα ρίσκα. Μια σημαντική παράμετρος είναι το ενδεχόμενο ραγδαίας αύξησης στις ροές κεφαλαίων χαρτοφυλακίου, που είναι ακόμα περιορισμένες από και προς την Κίνα.

Προς το παρόν, οι έλεγχοι στις εκροές παραμένουν σφιχτοί. Αλλά αναλογιστείτε τα παρακάτω μεγέθη: Οι ακαθάριστες ετήσιες αποταμιεύσεις της Κίνας ανέρχονταν σε περίπου 5,2 τρισ. δολάρια το 2015, έναντι 3,4 τρισ. δολαρίων στις ΗΠΑ. Το στοκ του «ευρέος χρήματος» (broad money), της πιο ευρείας μέτρησης της προσφοράς χρήματος, βρισκόταν στα 15,3 τρισ. δολάρια στο τέλος της περασμένης χρονιάς. Και το συνολικό στοκ της πίστωσης στην οικονομία ήταν περίπου 30 τρισ. δολάρια.

Η Κίνα είναι η υπερδύναμη της αποταμίευσης. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αν αρθούν οι έλεγχοι, θα ακολουθήσουν τεράστιες εκροές, λόγω της φυγής κεφαλαίου και της διαφοροποίησης χαρτοφυλακίων. Απέναντι σε τόσο μεγάλες δυνητικές εκροές, τα συναλλαγματικά αποθέματα των 3,2 τρισ. δολαρίων θα εξαντληθούν γρήγορα. Αν και θα υπάρξει ζήτηση από ξένα χαρτοφυλάκια για κινεζικά στοιχεία ενεργητικού, οι αλλαγές στις εγχώριες πολιτικές και στους θεσμούς που απαιτούνται για να το κάνουν αυτό πραγματικότητα θα είναι εξαιρετικά απαιτητικές.

Είναι πιθανό λοιπόν ο αντίκτυπος από την απελευθέρωση του λογαριασμού κεφαλαίου να είναι μια μεγάλη καθαρή εκροή κεφαλαίων από την Κίνα, μια πιο αδύναμη συναλλαγματική ισοτιμία και ένα μεγαλύτερο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι αδύναμες επενδύσεις θα ενισχύσουν το αποτέλεσμα αυτό. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι μια τέτοια μετατόπιση μπορεί να είναι διαχειρίσιμη. Μπορεί να φανταστεί κανείς τις πιθανές επιπτώσεις στις αγορές στοιχείων ενεργητικού, στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών στην υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία.

Στην ομιλία της στο Κινεζικό Φόρουμ Ανάπτυξης αυτόν τον μήνα, η Κριστίν Λαγκάρντ, γενική διευθύντρια στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σημείωσε σωστά ότι «η αυξημένη παγκόσμια ενσωμάτωση φέρνει μαζί της και μεγαλύτερά πιθανά δευτερογενή αποτελέσματα -μέσω του εμπορίου, της εμπιστοσύνης και της χρηματοδότησης. Καθώς συνεχίζεται η ενσωμάτωση, η αποτελεσματική συνεργασία είναι κρίσιμη για τη λειτουργία του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Αυτό απαιτεί συλλογική δράση από όλες τις χώρες».

Αυτή τη στιγμή τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από τη συνεργατική διαχείριση των άμεσων πιέσεων στην κινεζική οικονομία και τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις της χρηματοοικονομικής ολοκλήρωσης της Κίνας.

Αν οτιδήποτε από αυτά τα δύο δεν αντιμετωπιστεί με τον κατάλληλο τρόπο, μπορεί να ασκήσει τεράστιο βάρος στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να δυσκολεύεται να διαχειριστεί τον απόηχο των δυτικών χρηματοοικονομικών κρίσεων.

Μπορεί να αποτύχει και να αντεπεξέλθει και σε μια κινεζική. Την τελευταία φορά που αναδύθηκε μια ηγεμονική οικονομική δύναμη, ο κόσμος υπέφερε από το κραχ του 1929. Αυτή τη φορά, τα πράγματα πρέπει να πάνε καλύτερα.

© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v