Ζούμε με μια περίοδο μαζικής απόρριψης των ελίτ. Αυτό το γνωρίζουμε διότι όλοι το λένε. Και με ένα μαγικό τρόπο, οι αιτίες για την λαϊκή οργή πάντα συνάδουν με τις δικές μας πικρίες. Μακάρι οι πολιτικοί να είχαν κάνει περισσότερα για να τιμωρήσουν τους τραπεζίτες μετά το κραχ. Μακάρι να είχαν αναχαιτίσει τη μετανάστευση. Ή ίσως την ανισότητα; Αν οι κυβερνήσεις είχαν εξετάσει κάθε σημείο του προσωπικού μανιφέστο που εσύ- ή εγώ ή οποιοσδήποτε αρθρογράφος- προωθείς εδώ και χρόνια, αυτός ο λαϊκίστικος πυρετός ίσως δε θα είχε εξαπλωθεί στην Αμερική και μεγάλο μέρος της Ευρώπης.
Υπάρχει υπερβολικά πολλή τάξη εδώ πέρα για να είναι πιστευτή. Δεν είναι προφανές το ότι τα πάντα συνδέουν τον Τζέρεμι Κόρμπιν, του οποίου η αριστερή ηγεσία του βρετανικού Εργατικού κόμματος άνθησε από το πουθενά, με τη Μαρίν Λεπέν, της οποίας το Εθνικό Μέτωπο αποτελεί πεπειραμένη δύναμη στη Γαλλία, με την τρελή εντολή των Ρεπουμπλικάνων στον Ντόναλντ Τραμπ. Υπάρχει και αυτό που λέμε «σύμπτωση». Δεν πρέπει ντε και καλά όλα να σημαίνουν κάτι.
«Υπέροχη μηχανή εξηγήσεων» είναι το συνώνυμο του φιλοσόφου Νασίμ Νίκολας Ταλέμπ για το ανθρώπινο μυαλό. Είμαστε «ικανοί να βγάλουμε νόημα από τα πάντα» και «γενικά ανίκανοι να δεχθούμε την ιδέα της έλλειψης προγνωσιμότητας». Ο Μακαρθισμός κατέκλυσε στα μέσα του 20ου αι. την Αμερική, όπως ο Πιέρ Πουζάντ παρέσυρε Γάλλους ψηφοφόρους σε μια δύστροπη πολιτική που τελικά θα έπαιρνε το όνομά του. Αυτά τα δύο, πιθανότητα δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους.
Ακόμη κι αν ο αντιελιτισμός πλέκει μαζί τις σημερινές πολιτικές εντυπώσεις, ούτε εκείνες, ούτε αυτός ο σκοπός είναι αρκετά επιτυχημένα για να καθορίσουν την εποχή μας. Η περίοδος των Τραμπ, Κόρμπιν και Λεπέν είναι, πολύ λιγότερο ενθουσιωδώς, και η περίοδος του Μπαράκ Ομπάμα, του Ντέιβιντ Κάμερον και της Άνγκελα Μέρκελ. Αυτοί οι συμβατικοί πραγματιστές έχουν κερδίσει σε γενικές εκλογές τα τελευταία χρόνια. Πολιτικοί παρόμοιου τύπου πιθανότατα θα τους διαδεχθούν. Το συνδυασμένο μερίδιο ψήφων των δύο κυρίαρχων κομμάτων της Βρετανίας αυξήθηκε μεταξύ 2010 και 2015. Δεδομένης της σοβαρότητας της κρίσης και της επανορθωτικής λιτότητας που έρχεται μετά, το αποκαλυπτικό σχετικά με αυτή τη λαϊκίστικη κραυγή είναι η σχετική βουβαμάρα. Οι ψηφοφόροι αισθάνονται οργή, αλλά όχι αρκετή ώστε να προκαλέσει σύγχυση στην κρίση τους σε εκλογές που πραγματικά έχουν σημασία.
Το να ερμηνεύει κανείς κρίσεις που λαμβάνουν χώρα έναν ωκεανό μακριά η μία από την άλλη, είναι από μόνο του κακό. Το να προσποιείται πως καθορίζουν τους καιρούς μας είναι ταχυδακτυλουργική επιδεξιότητα. Αλλά η πιο άθλια κίνηση σε αυτό το κόλπο τριών κινήσεων, είναι η τελευταία: η υπόθεση πως πολλά μπορούν να γίνουν ώστε να εξαγοραστεί η ανταρσία. Αυτή η υπόθεση κινείται τόσο ραγδαία που, πριν μπορέσεις να τη δοκιμάσεις, έχεις εμπλακεί σε έναν κύκλο αιτιότητας στα πλαίσια του οποίου οι κυβερνήσεις είναι πάντα ένοχες. Αν υπάρχει κάτι προφανές που μπορεί να ηρεμήσει ένα εκλογικό σώμα ανταρτών, μόνο η διαφθορά θα μπορούσε να εξηγήσει την αποτυχία ενός ηγέτη να το κάνει. Αυτό ποικίλλει από αναλυτή σε αναλυτή –φυλακίστε τους τραπεζίτες, κλείστε τα σύνορα- αλλά η εμπιστοσύνη τους στις ικανότητές του να ανακουφίσει, είναι σταθερή.
Η στιγμή του λαϊκισμού δεν μπορεί να είναι βαθιά, διακρατική και ιδιαίτερα επιλύσιμη ταυτόχρονα. Είναι πολύπλοκη από άποψη λύσης. Συνεκτικές απαιτήσεις είναι δύσκολο να σταχυολογηθούν από την υστερία μιας ανόδου του Τραμπ ή από το μπερδεμένο περιεχόμενο μιας ομιλίας του Κόρμπιν ή της κατά του κατεστημένου καμπάνιας υπέρ του Brexit, όπου οι Tories που στηρίζουν την ελεύθερη αγορά εκνευρίζονται με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς που απαγορεύουν τις επιδοτήσεις για τον ουαλικό χάλυβα. Πράγματι, κάποιοι άνθρωποι που ακολουθούν αυτούς τους σκοπούς βρίσκονται στην αιχμή του ανταγωνισμού των μισθών, της αυτοματοποίησης και της κοινωνικής ρευστότητας που προκαλούν οι μετακινήσεις ανθρώπων και κεφαλαίου. Αλλά αν το πρόβλημα είναι τόσο ευρύ όσο και η παγκοσμιοποίηση, μοναδική πειστική απάντηση αποτελεί μια μεταστροφή που θα επιβάλει το κράτος, μακριά από τον κόσμο, ή κάτι αντίστοιχα δραστικό. Οι περισσότεροι ψηφοφόροι, δικαιολογημένα, δεν επιθυμούν κάτι τέτοιο.
Αν αυτό φαίνεται σαν συμβουλευτική της απελπισίας, τότε η απελπισία δεν είναι πάντοτε άστοχη. Οι πλούσιες δημοκρατίες ίσως θα πρέπει να ζήσουν με μια ομάδα μόνιμα προσβεβλημένων ψηφοφόρων, που αντιστοιχούν στο ένα τέταρτο ή ένα τρίτο του συνόλου. Ο πολιτικοί μπορούν να χαλαρώσουν τα παράπονά τους με πραγματιστικές προσαρμογές στην πολιτική, τις οποίες η Βρετανία πάντα χρησιμοποιεί για να αναχαιτίσει επαναστάσεις από τη ρίζα. Αλλά μια μακροπρόθεσμη λύση υπονοεί αλλαγές υπερβολικά αυστηρές για την πλειοψηφία, η οποία πάντα προτιμά μια στέρεη διακυβέρνηση.
Το κόλπο είναι μια στρατηγική ταπεινότητα για το πόσα μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις για το λαό. Το κλίμα στη Βρετανία και την Αμερική δηλητηριάστηκε από ηγέτες που δημιούργησαν απίθανες προσδοκίες. Ο αφελής στόμφος του Τόνι Μπλερ και του κ. Ομπάμα υποχώρησε, αλλά όχι πριν πληγωθούν κάποιοι. Κληρονομιά τους δεν είναι μόνο ο κ. Κόρμπιν και ο κ. Τραμπ, αλλά και η ψυχρή κοινή λογική του κ. Κάμερον και της Χίλαρι Κλίντον. Φαίνεται αν διαισθάνονται πως ο λαϊκισμός αποτελεί μια μόνιμη πάθηση που θα πρέπει να περιοριστεί, όχι να θεραπευτεί –πως μια εξοργιστική μειοψηφία παραμένει μειοψηφία.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation