«Δεν μαντεύουμε, δεν σπεκουλάρουμε και δεν υποθέτουμε». Αυτό επιβεβαίωσε τον περασμένο μήνα ο Τζέι Πάουελ όταν ερωτήθηκε αν οι αξιωματουχοι της Federal Reserve ενσωματώνουν στη σκέψη τους για την πολιτική τα σχέδια του εισερχόμενου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Οι επενδυτές και οι οικονομολόγοι προσπαθούν να καταλάβουν αν αυτό εξακολουθεί να ισχύει εν μέσω της ανησυχητικής αστάθειας της αγοράς που ακολούθησε τις ανακοινώσεις πολιτικής της Fed την περασμένη εβδομάδα.
Η εγγενής αβεβαιότητα αναφορικά με την απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ένας μόνο τρόπος με τον οποίον η εξαιρετικά αντιδραστική προσέγγιση της πολιτικής της Fed ενισχύει τη χρηματοπιστωτική αστάθεια. Η αντίδραση των πιο μακροπρόθεσμων αποδόσεων ομολόγων επίσης βοηθά να εξηγήσει γιατί προκαλεί σύγχυση στους Αμερικάνους το γεγονός πως μόλις τα media τους λένε πως η κεντρική τράπεζα μείωσε τα επιτόκια, το κόστος των ενυπόθηκων δανείων τους αυξάνεται.
Κατά τη συνεδρίαση της Τετάρτης, η Fed συνόδευσε μια μείωση επιτοκίων κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες, με μια πιο «γερακίσια» μελλοντική καθοδήγηση. Αυτό έδωσε σήμα για λιγότερες μειώσεις επιτοκίων το 2025 απ’ ότι είχε υποδειχθεί προηγουμένως και ένα υψηλότερο τελικό επιτόκιο, τον μακροπρόθεσμο στόχο της κεντρικής τράπεζας. Η συνέντευξη Τύπου του προέδρου που ακολούθησε ήταν η πιο συγκεχυμένη και μπερδεμένη μιας σειράς εκδηλώσεων κάθε άλλο παρά σταθεροποιητικών, που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια. Έβριθε αντιφάσεων.
Κάποιες φορές, ο Πάουελ δήλωνε ότι η πρόσφατη σειρά «πλάγιων» μετρήσεων του πληθωρισμού σήμαινε ότι η προσέγγιση της Fed θα μπορούσε να είναι «πιο προσεκτική» όσον αφορά τη μελλοντική νομισματική χαλάρωση. Άλλοτε, δήλωνε ότι η πολιτική στάση της κεντρικής τράπεζας παραμένει «σημαντικά περιοριστική», ακόμη και μετά τη μείωση των επιτοκίων της Τετάρτης.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τόσο οι μετοχές όσο και τα κρατικά ομόλογα σημείωσαν ασυνήθιστα μεγάλες ενδοσυνεδριακές κινήσεις για μια «ημέρα Fed». Ο S&P 500 έχασε 3% και η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου αυξήθηκε περισσότερο από 0,1 ποσοστιαία μονάδα. Αυτή η κίνηση των αποδόσεων ήταν η μεγαλύτερη σε ημέρα Fed από το λεγόμενο taper tantrum του 2013, όταν η κεντρική τράπεζα σηματοδότησε ότι μπορεί να αρχίσει να μειώνει τις αγορές ομολόγων και ο S&P 500 υποχώρησε με τη μεγαλύτερη διαφορά από το 2001. Εν τω μεταξύ, ο δείκτης Vix, ο οποίος θεωρείται συνήθως ως το «βαρόμετρο του φόβου» της Wall Street, εκτοξεύθηκε από το 15 περίπου στο υψηλό της ημέρας, στο 28.
Τα αφηγήματα της αγοράς για την Fed, που πλέον είναι «stop-go», ήταν εξίσου ευμετάβλητα. Ορισμένοι, επισημαίνοντας την αναφορά του Πάουελ σε «μια νέα φάση», υποστήριξαν ότι η Fed τοποθετείται για αυτό που οι αξιωματούχοι θεωρούν ότι θα είναι πληθωριστικές επιπτώσεις από την τάση της επερχόμενης κυβέρνησης για υψηλότερους δασμούς, μεγάλες φορολογικές περικοπές και σημαντική μείωση του εργατικού δυναμικού λόγω της μεγάλης κλίμακας επαναπατρισμού των παράνομων μεταναστών. Άλλοι απέδωσαν τη γερακίσια στροφή στη δυναμική του πληθωρισμού που για άλλη μια φορά εξέπληξε και μπέρδεψε την ισχυρότερη κεντρική τράπεζα του κόσμου.
Αν και δεν υπάρχει κάποια βέβαιη απάντηση σε αυτό το βασικό ερώτημα, εδώ παίζει και μια άλλη, πιο επίμονη δύναμη, όπως έχω πει προηγουμένως, και συνεχίζει να υποτιμάται από πολλούς. Η ανακοίνωση της Τετάρτης είναι μέρος ενός μεγαλύτερου μοτίβου παλινωδιών.
Ενδεικτικά, μόλις τους τελευταίους πέντε μήνες, οι ενέργειες της Fed κυμαίνονταν από τη μη περικοπή (τέλος Ιουλίου), σε μια τεράστια περικοπή «αναβαθμονόμισης» κατά 0,5 ποσοστιαία μονάδα (μέσα Σεπτεμβρίου), σε μια περικοπή 0,25 μονάδας εν μέσω ενός φαινομενικά «αδιάφορου» ρυθμού (αρχές Νοεμβρίου), στην ανατροπή των προηγούμενων κατευθυντήριων γραμμών και των οικονομικών ερμηνειών (μέσα Δεκεμβρίου).
Σημειώστε επίσης τον σημαντικό βαθμό εσωτερικής απόκλισης. Το επικαιροποιημένο «dot plot» των οικονομικών προβλέψεων των φορέων χάραξης πολιτικής δείχνει ένα εντυπωσιακό εύρος εκτιμήσεων για το πού θα πρέπει να οδηγήσει η Fed τα επιτόκια μέχρι το τέλος αυτού του κύκλου, από κάτω από 2,5% έως σχεδόν 4%.
Μια επίμονη έλλειψη εδραίωσης της στρατηγικής πολιτικής βοηθά ώστε να εξηγηθεί η τρέχουσα σύγχυση πολιτικής. Η Fed έγινε υπερβολικά εξαρτώμενη από τα data μετά το μεγάλο της λάθος στον πληθωρισμό το 2021-22, όταν υπέθεσε λανθασμένα ότι τα άλματα των τιμών ήταν παροδικά. Ως αποτέλεσμα, η πολιτική κινείται προς όποια κατεύθυνση κι αν πνέουν τα τελευταία δεδομένα, οδηγώντας σε αναστροφές.
Οι συμμετέχοντες στην αγορά είχαν δίκιο να αισθάνονται άβολα ακούγοντας τη συνέντευξη Τύπου της Τετάρτης. Εκτός από τις εικασίες σχετικά με τη σημασία της τελευταίας παλινωδίας της Fed, θα πρέπει επίσης να υιοθετήσουν μια πιο βασική πραγματικότητα: ότι η συνέχιση της υπερβολικής εξάρτησης της κεντρικής τράπεζας από τα data αυξάνει τις αβεβαιότητες στην αμερικανική οικονομία.
Αυτό έχει σημασία πέραν των ΗΠΑ, καθώς η εξαιρετική οικονομία τους είναι η μόνη τρέχουσα ουσιαστική ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης. Με τη σειρά του, αυτό αυξάνει τον κίνδυνο από τις παγκόσμιες και εγχώριες πολιτικές δυνάμεις που ταράζουν τα νερά επί του παρόντος σε όλο τον κόσμο, και επιδεινώνει τις εγχώριες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν χώρες από τη Βραζιλία έως την Ιαπωνία.
© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation