Χρειάστηκαν μόλις 14 μήνες για να καταποντιστεί η Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ από την κορυφή της γερμανικής πολιτικής και να χάσει την ευκαιρία να αντικαταστήσει την Άγκελα Μέρκελ ως καγκελάριο.
Αλλά η πτώση της κας Κραμπ-Καρενμπάουερ είναι σύμπτωμα πιο σημαντικών παθήσεων στο γερμανικό πολιτικό σύστημα.
H εγγύτερη αιτία για την παραίτηση που υπέβαλε τη Δευτέρα από τη θέση της αρχηγού του κυβερνώντων Χριστιανοδημοκρατών (CDU) ήταν η αδυναμία της να ελέγξει τα τοπικά στελέχη του κόμματος στο μικρό ανατολικό κρατίδιο της Θουριγγίας. Συντάχθηκαν την περασμένη εβδομάδα με το ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) για την εκλογή του πρωθυπουργού της Θουριγγίας, σπάζοντας με τον τρόπο αυτό ένα ταμπού όσον αφορά τη συνεργασία με την άκρα δεξιά, το οποίο έχει καθιερωθεί από τον σχηματισμό του δημοκρατικού κράτους της Δυτικής Γερμανίας το 1949.
Η δημόσια κατακραυγή κατά των ενεργειών του CDU στη Θουριγγία ήταν άμεση και έντονη. Αν κάτι έδειξε αυτό το δυσάρεστο επεισόδιο δεν ήταν η άνοδος του AfD, αλλά ότι η πλειονότητα της γερμανικής κοινωνίας -τουλάχιστον στη Δύση- θέλει την καθολική και αταλάντευτη τήρηση του ταμπού για τη συνεργασία με την άκρα δεξιά.
Από την άποψη αυτή, η Γερμανία παραμένει πολύ μακριά από τον δρόμο που έχει πάρει η γειτονική Αυστρία, όπου το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας συμμετείχε σε κυβέρνηση συνεργασίας σε εθνικό επίπεδο μετά τις εκλογές του 2017. Μοιράστηκε την εξουσία για 18 μήνες, προτού η επονείδιστη συμπεριφορά του το οδηγήσει εκτός εξουσίας.
Υπήρξαν και άλλοι παράγοντες πίσω από τη χαμένη αίγλη της κας Κραμπ-Καρενμπάουερ. Υπέπεσε σε γκάφες με δηλώσεις που έφθειραν τη δημόσια εικόνα της, προκάλεσαν εσωτερικές έριδες στο CDU και αμφιβολίες όσον αφορά την επιλογή της από το κόμμα για υποψήφια καγκελάριο στις επόμενες εκλογές, που έχουν προγραμματιστεί για τον Σεπτέμβριο του 2021.
Ακόμα και η απόφαση της κας Μέρκελ τον Ιούλιο να προωθήσει την κα Κραμπ-Καρενμπάουερ στη θέση της υπουργού Άμυνας δεν κατάφερε να σταματήσει τους καρχαρίες του CDU από το να κάνουν κύκλους γύρω από τη νέα αρχηγό. Η θητεία στο υπουργείο Άμυνας είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μια άχαρη αποστολή για τους Γερμανούς πολιτικούς, αλλά η βασική κριτική των αντιπάλων της ήταν ότι θέτει σε κίνδυνο τις πιθανότητες του CDU να παραμείνει το κυρίαρχο κόμμα μετά τις εκλογές.
Αυτό καταδεικνύει ότι ο βασικός λόγος για τον καταποντισμό της βρίσκεται στην αναμόρφωση και στον κατακερματισμό του κομματικού τοπίου στη Γερμανία την εποχή της Μέρκελ. Στις βουλευτικές εκλογές του 2017, το ποσοστό του CDU και των Σοσιαλδημοκρατών, των κυβερνητικών τους εταίρων, ήταν το χαμηλότερο που έχουν λάβει από το τέλος του ναζισμού και έπειτα.
Το άλλοτε τρικομματικό πολιτικό σύστημα, με τη συμμετοχή του CDU, του SPD και των φιλελεύθερων Ελεύθερων Δημοκρατών, εξελίχθηκε τη δεκαετία του 1980 σε τετρακομματικό σύστημα με την άνοδο των Πρασίνων. Στη συνέχεια έγινε πεντακομματικό με την εμφάνιση του Die Linke, ενός κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς, με ρίζες στην πρώην κομμουνιστική δικτατορία της Ανατολικής Γερμανίας.
Τέλος, μετά τη δημιουργία του AfD το 2013 και την είσοδό του στην Bundestag το 2017, το σύστημα έχει έξι κόμματα -ή επτά, αν κάποιος μετρήσει και τους Χριστιανοκοινωνιστές, το αδελφό κόμμα του CDU στη Βαυαρία.
Aυτή η διάσπαση έχει καταστήσει τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης ένα ακόμα πιο παράδοξο εγχείρημα, το οποίο δεν διευκολύνεται από την άρνηση των τεσσάρων μεγάλων κομμάτων να εξετάσουν το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης σε ομοσπονδιακό επίπεδο με το Die Linke ή το AfD.
To φιάσκο της Θουριγγίας θα κάνει ακόμα πιο περίπλοκη την κατάσταση, καθώς θα εντείνει τις αμφιβολίες για τον ρόλο των Ελεύθερων Δημοκρατών, οι οποίοι ήταν εξίσου ένοχοι με το CDU, αν όχι περισσότερο, στην άρση του ταμπού όσον αφορά το AfD. Εξίσου σημαντικό, η προοπτική συνεργασίας ανάμεσα στο CDU και τους Πρασίνους θα αποδυναμωθεί από τις αμφιβολίες των τελευταίων σχετικά με το κατά πόσον το CDU θα τηρήσει την απομόνωση της άκρας δεξιάς στην τοπική γερμανική πολιτική ζωή.
To ερώτημα που ανακύπτει από τις συγκρούσεις αυτές δεν αφορά την ανθεκτικότητα της γερμανικής δημοκρατίας, αλλά τη θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη και την ευρύτερη παγκόσμια αρένα. Καθώς η παλιά διεθνής τάξη διαβρώνεται, η Γερμανία ταρακουνιέται από βραχυπρόθεσμες πολιτικές δονήσεις και μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές αλλαγές που την κρατάνε πίσω όταν καλείται να αναλάβει ηγετικό ρόλο.
© The Financial Times Limited 2020. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation