Από το 1980 ως το 2016, το 1% καρπώθηκε το 28% της συνολικής αύξησης στα πραγματικά εισοδήματα στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στη Δυτική Ευρώπη, ενώ το φτωχότερο 50% έλαβε μόλις το 9%. Αλλά αυτά τα γενικά νούμερα υποκρύπτουν τεράστιες διαφορές: στη Δυτική Ευρώπη, το πλουσιότερο 1% καρπώθηκε «μόνο» όσο και το φτωχότερο 51%. Στη Βόρεια Αμερική ωστόσο, το 1% έλαβε όσο και το φτωχότερο 88%. Αυτά τα συγκλονιστικά στοιχεία αποδεικνύουν πως η ανάπτυξη από μόνη της μας λέει πολύ λίγα, στην περίπτωση των ΗΠΑ ουσιαστικά τίποτα, για την έκταση της βελτίωσης της οικονομικής ευημερίας για το σύνολο του πληθυσμού.
Τα εντυπωσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται από την έκθεση World Inequality Report 2018 του World Inequality Lab. Η μεγάλη εικόνα είναι αυτή της σύγκλισης μεταξύ χωρών και της απόκλισης στο εσωτερικό τους. Αλλά το τελευταίο δεν έχει συμβεί παντού στον ίδιο βαθμό. Έτσι, «από το 1980, η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί ταχύτατα στη Βόρεια Αμερική και την Ασία, σημείωσε ήπια άνοδο στην Ευρώπη και σταθεροποιήθηκε σε ένα υπερβολικά υψηλό επίπεδο στη Μέση Ανατολή, την υποσαχάρια Αφρική και τη Βραζιλία».
Η έκθεση δείχνει επίσης ότι μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το μερίδιο του 1% ήταν σχετικά χαμηλό, τουλάχιστον με τα προπολεμικά κριτήρια, σε όλη τη Δύση. Αλλά έκτοτε, τα μερίδια αυτά έχουν πραγματοποιήσει άλμα στις αγγλόφωνες χώρες, ειδικά στις ΗΠΑ, αλλά έχουν αυξηθεί λίγο στη Γαλλία, τη Γερμανία ή την Ιταλία.
Ο Γουόλτερ Σέιντελ, ιστορικός του αρχαίου κόσμου και συγγραφέας του «The Great Leveler», θα έλεγε ότι η αύξηση της ανισότητας είναι απλώς αυτό που θα έπρεπε να περιμένει κανείς. Σε αυτή τη σημαντική μελέτη, υποστηρίζει πως μετά την ανακάλυψη της γεωργίας (και του αγροτικού κράτους), οι ελίτ ήταν εκπληκτικά επιτυχημένες στην απορρόφηση όλου του πλεονάσματος που δημιουργούσε η οικονομία.
Tα όρια της αρπαγής αυτής έμπαιναν στο σημείο που ήταν απαραίτητο για να επιβιώσουν οι παραγωγοί. Είναι αξιοσημείωτο πως πολλές φτωχές γεωργικές κοινωνίες προσέγγισαν το όριο αυτό, μεταξύ των οποίων η Βυζαντινή και Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Σε καιρούς ειρήνης και ηρεμίας, υποστηρίζει ο κ. Σέιντελ, ισχυρά συμφέροντα χειραγωγούσαν την κοινωνία για να αυξήσουν το μερίδιό τους (και αυτό των απογόνων τους) από την πίτα. Η ισχύς δημιουργεί πλούτο και ο πλούτος δημιουργεί ισχύ. Μπορεί να διακόψει κάτι αυτή τη διαδικασία; Ναι, υποστηρίζει στο βιβλίο του, οι τέσσερις καβαλάρηδες της καταστροφής: ο πόλεμος, η επανάσταση, η πανούκλα και ο λιμός.
Ορισμένοι θα υποστηρίξουν πως το παρελθόν δεν ήταν τόσο ζοφερό όσο το παρουσιάζει το βιβλίο. Όταν, για παράδειγμα, τα κράτη βασίζονταν στη στρατιωτική κινητοποίηση, έπρεπε να λάβουν υπόψη την ευημερία των ανθρώπων. Αλλά, συνολικά, η ανισότητα στις προνεωτερικές κοινωνίες ήταν πολλές φορές αβάσταχτη.
Τι έχουν να κάνουν όλα αυτά με τις σημερινές, πολύ πιο πλούσιες, μετα-βιομηχανικές κοινωνίες; Περισσότερα, φαίνεται, από ό,τι θα θέλαμε. Τον 20ό αιώνα, οι επαναστάσεις (στη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα για παράδειγμα) και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι μείωσαν δραματικά την ανισότητα. Αλλά όταν τα επαναστατικά καθεστώτα αποδυναμώθηκαν (ή κατέρρευσαν) ή οι κακουχίες του πολέμου έσβησαν από τη μνήμη, επανήλθαν παρόμοιες διαδικασίες με αυτές των παλιών αγροτικών κρατών. Αναδύθηκαν υπέρμετρα πλούσιες νέες ελίτ, κέρδισαν πολιτική ισχύ και τη χρησιμοποίησαν για τους δικούς τους σκοπούς. Αυτοί που το αμφισβητούν αυτό πρέπει να κοιτάξουν προσεκτικά τα οικονομικά του νέου φορολογικού νομοσχεδίου που περνάει τώρα από το Κογκρέσο των ΗΠΑ.
Το συμπέρασμα αυτού του παραλληλισμού είναι, αν δεν συμβεί κάτι καταστροφικό, πως έχουμε επιστρέψει πάλι σε μια περίοδο διαρκούς αύξησης της ανισότητας. Ένας παγκόσμιος θερμοπυρηνικός πόλεμος θα είχε εξισωτικές επιπτώσεις. Αλλά η καταστροφή δεν είναι άσκηση πολιτικής.
Εχουμε, πάντως, τρεις λόγους για να είμαστε κάπως πιο αισιόδοξοι. Ο πρώτος είναι πως οι κοινωνίες μας είναι πολύ λιγότερο άνισες από ό,τι θα μπορούσαν να είναι: οι φτωχοί είναι συγκριτικά φτωχοί, αλλά όχι στα όρια της εξαθλίωσης. Ο δεύτερος είναι πως οι χώρες υψηλού εισοδήματος δεν μοιράζονται όλες την ίδια τάση προς μια υψηλή και αυξανόμενη ανισότητα. Ο τελευταίος είναι πως τα κράτη διαθέτουν τώρα ένα εύρος εργαλείων άσκησης πολιτικής, με τα οποία μπορούν να μετριάσουν την ανισότητα των εισοδημάτων και του πλούτου, αν θελήσουν να το κάνουν.
Μια σύγκριση ανάμεσα στα αγοραία και τα διαθέσιμα εισοδήματα σε χώρες με αρκετά υψηλά εισοδήματα (στον Καναδά, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ) καταδεικνύει πολύ καλά το τελευταίο σημείο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι φόροι και οι δημόσιες δαπάνες μειώνουν σημαντικά την ανισότητα. Αλλά ο βαθμός στον οποίο το κάνουν αυτό διαφέρει σημαντικά από τις ΗΠΑ ως τη Γερμανία.
Το μεγάλο ερώτημα ωστόσο είναι κατά πόσον οι πιέσεις που αυξάνουν την ανισότητα θα συνεχίσουν να μεγεθύνονται και η βούληση για την αντιστάθμισή τους να υποχωρεί. Όσον αφορά το πρώτο, είναι δύσκολο να είναι κανείς αισιόδοξος. Η αξία της εργασίας των ανθρώπων με συγκριτικά λιγότερες δεξιότητες στις χώρες υψηλού εισοδήματος φαίνεται δύσκολο να κινηθεί υψηλότερα. Όσον αφορά το τελευταίο, μπορεί κανείς να σημειώσει, με σχετική αισιοδοξία, πως η επιθυμία να απολαύσουμε ένα βαθμό κοινωνικής αρμονίας και η υλική αφθονία των σύγχρονων οικονομικών, ως λόγους για να πιστεύει κανείς ότι οι πλούσιοι μπορεί να είναι έτοιμοι να μοιραστούν την αφθονία τους.
Σε κάθε περίπτωση, καθώς η στρατιωτική κινητοποίηση των αρχών του 20ού αιώνα και οι εξισωτικές ιδεολογίες που συνόδευσαν τη βιομηχανιοποίηση και τους μαζικούς πολέμους υποχωρούν και ο ατομισμός τείνει να γίνει ισχυρότερος, οι ελίτ μπορεί να γίνουν πιο αποφασιστικές στο να καρπωθούν ό,τι μπορούν. Αν συμβεί αυτό, θα είναι ένα κακό μήνυμα όχι μόνο για την κοινωνική ειρήνη αλλά ακόμα και για την επιβίωση των σταθερών δημοκρατιών καθολικής ψήφου που αναδύθηκαν στις σημερινές χώρες υψηλού εισοδήματος τον 19ο και τον 20ό αιώνα.
Μια πιθανή εξέλιξη είναι ο «πλουτοκρατικός λαϊκισμός», που έχει γίνει ένα τόσο ξεχωριστό χαρακτηριστικό των σύγχρονων ΗΠΑ, της χώρας που, πρέπει να θυμόμαστε, εξασφάλισε την επιβίωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας κατά την αναταραχή του προηγούμενου αιώνα. Το μέλλον θα μπορούσε τότε να μας επιφυλάσσει μια σταθερή πλουτοκρατία, η οποία θα επιτυγχάνει να κρατάει τη μεγάλη μάζα του λαού διχασμένη και υπάκουη. Η εναλλακτική θα μπορούσε να είναι η ανάδυση ενός δικτάτορα, ο οποίος θα ανέβει στην εξουσία κάνοντας αντιπολίτευση σε αυτές ακριβώς τις ελίτ.
Ο κ. Σέιντελ υποστηρίζει πως η ανισότητα είναι βέβαιο ότι θα αυξηθεί. Πρέπει να τον διαψεύσουμε. Αν δεν τα καταφέρουμε, η εκτίναξη της ανισότητας μπορεί να καταστρέψει στο τέλος και τη δημοκρατία.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation