Στις επιχειρήσεις το "μάρμαρο" της κρίσης;

Οι νέοι ρυθμιστικοί κανόνες, επιχειρώντας να συνετίσουν τις τράπεζες, πλήττουν αθέλητα τις επιχειρήσεις, μέσω του αυξημένου κόστους συναλλαγών και στέρησης ρευστότητας. Ποιος θα πληρώσει τελικά το μάρμαρο;

  • Michelle Price
Στις επιχειρήσεις το μάρμαρο της κρίσης;
Στην προσπάθειά τους να ελέγξουν τον τραπεζικό κλάδο, οι ανά τον κόσμο ρυθμιστές κινδυνεύουν να βλάψουν άθελά τους τις εταιρίες του ιδιωτικού τομέα.

Πληθώρα ρυθμιστικών μέτρων που βρίσκονται υπό σχεδιασμό και που σκοπεύουν να ισχυροποιήσουν, τη θέση των τραπεζών αλλά και να καταστήσουν πιο διαφανείς τις αγορές, είναι πιθανό να έχουν ως αθέλητες συνέπειες το πλήγμα στις επιχειρήσεις, την επιβράδυνση των εξαγωγών και την συρρίκνωση της ανάπτυξης.

Ακόμα χειρότερα, σε ορισμένες περιπτώσεις οι ρυθμιστικοί κανόνες που σχεδιάστηκαν για να μειώσουν τον συστημικό κίνδυνο τον οδηγούν μακριά από τον τραπεζικό κλάδο και τον κατευθύνουν προς τις εταιρίες οδηγώντας κάποιους λομπίστες να προειδοποιήσουν ότι «η επόμενη κρίση θα έρθει από τον επιχειρηματικό τομέα».

Έτσι, οι αρχές, επιφορτισμένες με τη ρύθμιση της αγοράς παραγώγων σε Ευρώπη και ΗΠΑ, εκπόνησαν κανόνες οι οποίοι σχεδιάστηκαν για να εξαλείψουν την κερδοσκοπία. Οι ίδιοι κανόνες απειλούν να πλήξουν τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και τις βιομηχανικές εταιρίες, οι οποίες χρησιμοποιούν τα χρηματοοικονομικά εργαλεία όχι για κερδοσκοπικούς σκοπούς, αλλά για αντιστάθμιση του κινδύνου που υπάρχει για τις ταμειακές τους ροές από τις μεταβολές των τιμών συναλλάγματος και των εμπορευμάτων.

Σε ορισμένες περιπτώσεις το ποσό της εγγύησης σε ρευστό που θα χρειαστεί μια πολυεθνική επιχείρηση για να εκκαθαρίσει κεντρικά μακροπρόθεσμα συμβόλαια παραγώγων- ένα βασικό σημείο τόσο της αμερικανικής Dodd Frank Act που πέρασε τον Ιούλιο όσο και της προτεινόμενης European Market Infrastructure Legislation- θα ισοφάριζαν ή ίσως ξεπερνούσαν κιόλας την κεφαλαιοποίησή τους, προειδοποιεί η Ευρωπαϊκή Ένωση Εταιρικών Treasurers (EACT).

Για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις αυτές, αρκετές επιχειρήσεις θα πρέπει να στραφούν στις τράπεζες για επιπλέον πιστωτικές εγγυήσεις προκειμένου να καλύψουν το κενό και σε ορισμένες περιπτώσεις «θα ξεμείνουν από ρευστό», λέει ένα διαχειριστής διαθεσίμων. Περαιτέρω, οι μεγαλύτερες χρεώσεις από τον υψηλότερο κίνδυνο αντισυμβαλλομένου θα μειώσουν τη ρευστότητα και θα αυξήσει το κόστος της αντιστάθμισης κινδύνου για τις εταιρίες.

Οι ρυθμιστικές αρχές προσπαθούν να καταπραΰνουν τους φόβους αυτών που επηρεάζουν τις νομοθετικές διαδικασίες προτείνοντας εξαιρέσεις για παράγωγα που χρησιμοποιούνται για αντιστάθμιση κινδύνου. Ωστόσο παραμένει ασαφές και το τι θα οριστεί ως εμπορικού τύπου αντιστάθμιση και το από που θα ξεκινήσουν οι προαναφερθείσες εξαιρέσεις. Η λύση σε αυτό θα μπορούσε να πάρει μήνες- αν όχι ένα χρόνο.

Αυτές δεν είναι οι μόνες ρυθμίσεις που απειλούν να βάλουν στο στόχαστρο την επιχειρηματική δραστηριότητα. Οι αθέλητες συνέπειες των όσων προβλέπει η Βασιλεία ΙΙΙ, που είδε τη δημοσιότητα τον Δεκέμβριο του 2009, είναι ακόμη περισσότερο παράλογες.

Αυστηροποιώντας το πλαίσιο που αφορά τα εκτός ισολογισμού χρηματοοικονομικά σημεία, οι απαιτήσεις της νέας Βασιλείας ΙΙΙ θα «τιμωρήσουν τη χρήση των εργαλείων του trade finance, όπως είναι οι εγγυητικές, με εκτεταμένα και καταστρεπτικά αποτελέσματα για το παγκόσμιο εμπόριο-την ίδια την ατμομηχανή της ανάπτυξης που θεωρείται απολύτως αναγκαία για να επαναφέρει στη ζωή τις ετοιμοθάνατες δυτικές οικονομίες.

Στο μεταξύ, τα όσα προβλέπει η Βασιλεία ΙΙΙ για τη ρευστότητα μπορεί να αυξήσουν απότομα το κόστος της βραχυπρόθεσμης εταιρικής χρηματοδότησης. Οι επιχειρήσεις δε που θα πληγούν περισσότερο θα είναι οι μικρές και οι μεσαίες-ακριβώς ο κλάδος που οι κυβερνήσεις φροντίζουν να επεκταθεί και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Οι «μικρομεσαίες επιχειρήσεις την έχουν πραγματικά άσχημα»λέει ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών»(IIF), Hung Tran.

Παράγωγος κίνδυνος

Επείγουσες προειδοποιήσεις για το κόστος που θα έχει η χρηματοοικονομική ρύθμιση για την επιχειρηματική κοινότητα έχουν με ηχηρότατο τρόπο εκφρ?σθεί από τον κλάδο των over the counter συναλλαγών στα παράγωγα, ο οποίος βρέθηκε στο φως των ρυθμιστικών προβολέων και κατηγορήθηκε ευρέως από τους παρατηρητές της αγοράς και τις ρυθμιστικές αρχές για υπερβολές κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Αντίθετα με τις τράπεζες, οι περισσότερες επιχειρήσεις απλώς δεν έχουν τα περιουσιακά στοιχεία ή τα αποθέματα μετρητών για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ρευστότητας που απαιτεί το collateralize.

Θα υπάρξει σημαντικός κίνδυνος ρευστότητας για τις εταιρίες αν oι συναλλαγές τους υπαχθούν στο νέο κανονισμό και υποχρεωθούν αυτές να προχωρήσουν σε κεντρικές εκκαθαρίσεις», λέει ο κ. Richard Raeburn Πρόεδρος της EACT.

Το πρόβλημα, λένε τραπεζικά στελέχη και διαχειριστές διαθεσίμων, είναι ότι η mark to market μέθοδος αποτίμησης επί της οποίας οι απαιτήσεις που σχετίζονται με το περιθώριο υπολογίζονται είναι μια λογιστική μέθοδος η οποία δεν ταιριάζει με τον τρόπο κατά τον οποίο η πλειοψηφία των επιχειρήσεων χρησιμοποιεί τα παράγωγα (για να αντισταθμίσει τον εμπορικό κίνδυνο και να σταθεροποιήσει την αξία των μελλοντικών ταμειακών ροών).

Για παράδειγμα, μια εταιρία του μεταποιητικού τομέα μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα παράγωγο προϊόν για να σιγουρεύσει την αξία του συναλλάγματος μελλοντικών τιμολογίων που δεν είναι πληρωτέα για έξι μήνες. «Σύμφωνα όμως με τη συμφωνία εγγυοδοσίας για το συγκεκριμένο παράγωγο, η παρούσα αξία των ταμειακών αυτών ροών πρέπει να έχει εγγυοδοτηθεί από την πρώτη ημέρα», εξηγεί ο Russell Schofield- Bezer γενικός διευθυντής, επικεφαλής του τμήματος εταιρικού χρέους και πωλήσεων παραγώγων στην Ευρώπη για λογαριασμό της επενδυτικής HSBC. «Πως είναι δυνατόν να χρηματοδοτηθεί από τις τρέχουσες λειτουργικές ροές η εγγύηση για μια mark to market θέση όταν η πραγματική εισροή ρευστού-για την οποία ο κίνδυνος αντισταθμίζεται-θα προκύψει μελλοντικά;», αναρωτιέται.

Μάλιστα τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο αν σκεφτεί κανείς ότι οι απαιτήσεις εξασφάλισης ενδεχομένως θα αναγκάσουν αρκετές βιομηχανίες να αντλήσουν ρευστότητα από τις τραπεζικές τους πιστώσεις. «Αυτό δεν εξαφανίζει τον κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου, απλώς δημιουργεί έναν κίνδυνο που σχετίζεται με τη ρευστότητα», λέει ο κ. Schofield- Bezer. Αυτός ο κίνδυνος μεταφέρεται από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών στο banking book. «Αυτό δε το τελευταίο, δεν είναι εξοικειωμένο με την διαχείριση κινδύνων που σχετίζονται με παράγωγα», προσθέτει.

Θέμα κερδοσκοπίας

Η Πράξη Dodd- Frank και το σχέδιο οδηγίας EMIL προκάλεσαν την οργή των μεγαλύτερων βιομηχανιών του κόσμου 160 εκ των οποίων υπέγραψαν επιστολή διαμαρτυρίας προς την EACT την οποία απέστειλαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Ιανουάριο. Σύμφωνα με αυτήν, το ποσό που θα χρειάζονταν ορισμένες επιχειρήσεις για να ανταποκριθούν στο σχέδιο της οδηγίας EMIL θα μπορούσε και να ξεπερνά το 100% της κεφαλαιοποίησής τους.

Ενδίδοντας στην αυξανόμενη πίεση, οι αρχιτέκτονες της πράξης Dodd Frank συμπεριέλαβαν εξαίρεση της τελευταίας στιγμής που αφορά τους «τελικούς εμπορικούς χρήστες» των παραγώγων προϊόντων. Στο μεταξύ στην Ευρώπη, η ολοκλήρωση της EMIL που συντελέστηκε τον Σεπτέμβριο, υιοθετεί παρόμοια θέση επισημαίνοντας ότι τα συμβόλαια των παραγώγων θα πρέπει να εξαιρούνται «αν έχουν συναφθεί για να καλύψουν τους κινδύνους που προκύπτουν από αντικειμενικά μετρήσιμη εμπορική δραστηριότητα».

Αλλά οι επιχειρήσεις δεν είναι ακόμη σε θέση να ανασάνουν με ανακούφιση, αφού σε καμία από τις δύο όχθες του Ατλαντικού δεν έχει επακριβώς οριστεί τι αποτελεί ?μπορική αντιστάθμιση- άμβλυνση κινδύνου και τι αυτή περιλαμβάνει. Σε ΗΠΑ και σε Ευρώπη το σημαντικό αυτό στοιχείο της νομοθεσίας είναι ακόμη «ανοικτό» και θα αποδειχθεί τόσο αντιφατικό και δύσκολα ορίσιμο όσο και η ίδια η νομοθετική παρέμβαση.

Αν και οι ομάδες των λόμπι θεωρούν ότι δεν τις συμφέρει να το αναγνωρίσουν, υπάρχουν ορισμένες πτυχές δραστηριότητας, στις οποίες ταιριάζει ο χαρακτηρισμός «κερδοσκοπική» ή απλώς «μη εμπορική χρήση» των παραγώγων-των προϊόντων αυτών που τόσο αντιπαθούν οι ρυθμιστικές αρχές.

Άρα, μια από τις σημαντικές προς απάντηση ερωτήσεις είναι το πώς μια ρυθμιστική αρχή ή μια επιχείρηση μπορεί να προσδιορίσει ότι μία μη χρηματοοικονονμική συμφωνία επί παραγώγων δεν δημιουργήθηκε προκειμένου να αντισταθμίσει τον εμπορικό κίνδυνο.

Υπάρχουν ορισμένες προτάσεις στο τραπέζι. Η Επιτροπή Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει δημοσιεύσει έκθεση μέσω της οποίας ζητά οι συναλλαγές που αφορούν το hedge accounting να εξαιρούνται αυτόματα.

Η λογιστική αντιστάθμισης κινδύνων σκοπεύει να αμβλύνει τη μεταβλητότητα που σχετίζεται με τα κέρδη και τις ζημιές επιτρέποντας στην έκθεση και στην αμοιβαία αντιστάθμιση να περαστούν στα βιβλία ως ένα –κάτι που σημαίνει ότι οι μεγάλες μεταβολές στην mark to market αξία για οποιαδήποτε εκ των δύο πλευρών της συναλλαγής εξισορροπούνται αποτελεσματικά.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει επίσης ποσοτικά κριτήρια μέσω των οποίων μια συναλλαγή πρέπει να ελέγχεται για το εάν θα εκκαθαριστεί ή όχι. Και πάλι αυτά τα κριτήρια δεν έχουν αποσαφηνιστεί και είναι πιθανό να εκκρεμούν μέχρι και για ένα έτος. Εάν κάποια επιχείρηση παραβίασε τα κριτήρια αυτά όλες οι συναλλαγές της θα πρέπει να εκκαθαριστούν.

Η αμερικανική Dodd Frank Act είναι λίγο μόνο πιο ξεκάθαρη και θεωρείται από τους εξειδικευμένους στα θέματα αυτά δικηγόρους τόσο… μυστηριώδης και αμφίσημη ώστε ορισμένα τραπεζικά στελέχη θεωρούν ότι οι προβλεπόμενες εξαιρέσεις χρειάζονται νέα αναθεώρηση.

Αυξημένο κόστος αντιστάθμισης

Ακόμη και αν η επιχειρηματική κοινότητα εξασφαλίσει μια γενναία εξαίρεση από τις Dodd Frank και EMIL τα όσα προβλέπονται στη νέα Βασιλεία ΙΙΙ είναι πιθανό να καταφέρουν νέο χτύπημα μέσω των προτάσεών τους για αύξηση της κεφαλαιακής χρέωσης επί του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου.

Σε μια προσπάθεια να αμβλυνθεί ο πενιχρά κεφαλαιοποιημένος πιστωτικός κίνδυνος, ο οποίος προ της κρίσης διογκώθηκε εντός των χαρτοφυλακίων συναλλαγών, οι όροι της νέας Βασιλείας θα απαιτούν από τις τράπεζες να διακρατούν μεγαλύτερο κεφάλαιο σε repos, παράγωγα και δραστηριότητες χρηματοδότησης κινητών αξιών, έναντι του συγκεκριμένου κινδύνου.

Η νέα αυτή πρόβλεψη είναι πιθανό να καταστήσει την εξαίρεση από την εκκαθάριση των παραγώγων άσχετη για τον παρακάτω λόγο: Μια επιχείρηση που εισέρχεται σε μια over the counter συναλλαγή με παράγωγα μπορεί να αποφύγει τις απαιτήσεις του περιθωρίου που σχετίζονται με την κεντρική εκκαθάριση, αλλά μάλλον τελικά θα επωμιστεί το κόστος της κεφαλαιακής χρέωσης του αντισυμβαλλομένου που προβλέπει η νέα Βασιλεία. Το κόστος αυτό φυσικά θα είναι υψηλότερο για μη ασφαλισμένες συναλλαγές-ακριβώς τον τύπο συναλλαγών που οι επιχειρήσεις ελπίζουν να περισώσουν.

Αυτό δεν θα αρέσει καθόλου στις επιχειρήσεις στις οποίες οι αυξημένες χρεώσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο μοιάζουν «κατά τρόπο προκλητικό με έμμεσο φόρο επί του εμπορίου που σχεδιάστηκε ώστε να ο εμπορικός κόσμος να δώσει αποζημίωση για μία κρίση της οποίας δεν ήταν μέρος», λέει τραπεζικό στέλεχος. Φυσικά, η λογική πίσω από τον σχεδιασμό των υψηλότερων αυτών χρεώσεων είναι να καταστούν οι κεντρικές και διαφανείς δομές, όπως τα χρηματιστήρια και τα κεντρικά εκκαθαριστήρια, περισσότερο δημοφιλείς στους dealers.

Επιπλέον του ευρύτερου κόστους των εκκαθαρίσεων και των εγγυήσεων, αλλά και των ποινών από τη Βασιλεία ΙΙΙ, και η αποφασιστικότητα που δείχνουν οι ρυθμιστικές αρχές στο να ελεγχθούν οι συναλλαγές με ίδια κεφάλαια για λογαριασμό τους (proprietary trading) - γνωστή ως ο κανόνας Volcker- θα επηρεάσει αρνητικά τη ρευστότητα, μια και το λεγόμενο prop trading συχνά έχει το ρόλο πολύτιμης market making λειτουργίας.

Η EACT αλλά και άλλα σώματα προειδοποιούν ότι τα αυξημένα επιπλέον κόστη στην αντιστάθμιση κινδύνου, αλλά και οποιοσδήποτε άλλος κίνδυνος ρευστότητας θα μπορούσε να αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις από το να hedgάρουν τον εμπορικό τους κίνδυνο. Σε μια προσπάθεια να βρουν φυσική αντιστάθμιση κινδύνου για τον συναλλαγματικό κίνδυνο, οι μεγάλοι εξαγωγείς μπορεί τελικά να μεταφέρουν τη βάση παραγωγής τους στον προορισμό των εξαγωγών τους. Αυτό αποτελεί πραγματική απειλή», λέει ο κ. Richard Raeburn, Πρόεδρος της EACT.

Το στραγγάλισμα του trade finance

Η «ποινή» αυτή του αντισυμβαλλόμενου δεν είναι ωστόσο η μόνη που η νέα Βασιλεία ΙΙΙ σκοπεύει να επιβάλει στον τελικό πελάτη-επιχειρηματία. Είναι κοινά παραδεκτό ότι οι προτάσεις της Βασιλείας, σε ό,τι αφορά τις αυξημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις θα επηρεάσουν αρνητικά τη διαθεσιμότητα και άρα το κόστος του corporate finance, ενώ η επιχειρηματική κοινότητα είναι προετοιμασμένη για μόνιμη αύξηση του χρηματοδοτικού κόστους.

Ωστόσο, είναι πιθανό ότι και ορισμένα χρηματοοικονομικά προϊόντα είναι υπό απειλή λόγω των νέων προτάσεων. Η χρηματοδότηση εμπορίου, το λεγόμενο trade finance, μια συνηθισμένη αλλά ζωτικής σημασίας και υψηλής απόδοσης πηγή βραχυπρόθεσμης εταιρικής χρηματοδότησης, είναι ένα τέτοιο προϊόν.

Επειδή τα στοιχεία του trade finance, όπως οι εγγυητικές, διατηρούνται εκτός ισολογισμών είναι πιθανό να παρασυρθούν από την επιθυμία της Βασιλείας ΙΙΙ να μειώσει την ευρεία μόχλευση του συστήματος τιμωρώντας κάθε τι που δεν είναι εντός των ισολογισμών. Υπό την παρούσα Βασιλεία ΙΙ, τα προϊόντα όπως οι εγγυητικές και οι ναυτιλιακές εγγυήσεις υπόκεινται σε συντελεστή μετατροπής (credit conversion factor) της τάξης του 20%, ο οποίος χρειάζεται για την προσαρμογή του -σταθμισμένου με βάση τον κίνδυνο- υπολογισμού των στοιχείων ενεργητικού. Ωστόσο, η Βασιλεία ΙΙΙ προτείνει την αύξηση του συντελεστή αυτού στο 100% κάτι το οποίο θα καταστήσει ένα ούτως ή άλλως περιορισμένου περιθωρίου προϊόν πολύ λιγότερο κερδοφόρο για τις τράπεζες.

Το International Chamber of Commerce είναι έντονα προβληματισμένο για το θέμα αυτό και εκτιμά ότι κάθε επιβάρυνση επί προϊόντων του trade finance από τη Βασιλεία ΙΙΙ μπορεί να αποτρέψει τις τράπεζες από το να προσφέρουν τέτοιου είδους εργαλεία και να τις ενθαρρύνει να εστιάσουν σε προϊόντα υψηλότερων αποδόσεων.

Κατ’ ιδίαν, αρκετοί transaction bankers συμφωνούν με την πρόγνωση της του ICC. Σύμφωνα με τραπεζικό στέλεχος που προτιμά να κρατήσει την ανωνυμία του, οι επιπλέον περιορισμοί θα έχουν δύο μεγάλες συνέπειες: Πρώτον, οι μεγαλύτερες ανάγκες κεφαλαιακής επάρκειας θα οδηγήσουν σε μείωση της διαθεσιμότητας κεφαλαίων για trade finance, και δεύτερον, οι περισσότερο φτωχές αποδόσεις επί των κεφαλαιακών απαιτήσεων θα αυξήσουν το κόστος των συναλλαγών αυτών.

Το trade finance με τραπεζικό ενδιάμεσο στηρίζει περίπου το 30% του παγκόσμιου εμπορίου, σύμφωνα με το ICC- κάτι που σημαίνει ότι η προτεινόμενη αλλαγή στη στάθμιση κινδύνου των προϊόντων trade finance μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά καταστροφική για τους εξαγωγείς και τους εισαγωγείς παγκοσμίως. Ο Thierry Senechal, διευθυντής τραπεζικής πολιτικής στο ICC προσθέτει πως το trade finance για συναλλαγές σε αναδυόμενες αγορές είναι πιθανό να πληγεί περισσότερο από τη μεταβολή στον συντελεστή μετατροπής την οποία προβλέπει η Βασιλεία ΙΙΙ.

Επιπλέον, λένε οργανισμοί εμπορίου και τραπεζικά στελέχη, τα προϊόντα του trade finance είναι ανάμεσα στα προϊόντα που προσφέρονται από τις τράπεζες με το χαμηλότερο ρίσκο και ήδη αντιμετωπίζονται με μεγάλη σοβαρότητα από την εν ισχύ Βασιλεία ΙΙ. Τον Οκτώβριο είναι προγραμματισμένη συνάντηση του ICC με επιτροπή της Βασιλείας, όπου το πρώτο ευελπιστεί να προβάλει τη θέση του. Ωστόσο, η απροθυμία των ρυθμιστικών αρχών για εξαιρέσεις από τη Bασιλεία ΙΙΙ καθιστά την προοπτική επιτυχούς έκβασης του εγχειρήματος του ICC αβέβαια- τουλάχιστον όταν γραφόταν το συγκεκριμένο άρθρο.

Αϋπνίες

Από την αναπόφευκτη αύξηση του κόστους κεφαλαίου και της χρέωσης στην πίστωση αντισυμβαλλόμενου έως την σκληρή αντιμετώπιση του trade finance και των υπερβολικά συντηρητικών απαιτήσεων κάλυψης των γραμμών ρευστότητας υπάρχουν ουκ ολίγα σημεία της Βασιλείας ΙΙΙ ικανά να κρατήσουν τους corporate treasurers ξύπνιους τα βράδια.

«Είναι αρκετά ακριβές το ότι η επιτροπή της Βασιλείας ασχολείται με τους κινδύνους», λέει ο κ. O’ Donovan. «Αλλά οι νέοι κανόνες πρόκειται να αλλάξουν τη δυναμική του επιχειρηματικού δανεισμού-ακόμα και σε ό,τι αφορ? τις βασικές ευκολίες υπέρβασης πιστωτικού ορίου», προσθέτει. Η επίδραση δεν τελειώνει εδώ. Αν υποθέσει κανείς ότι οι τράπεζες θα είναι πάντα διψασμένες για χρηματοδότηση από καταθέσεις που βασίζονται στα σταθερό και διάφανο καθεστώς που ορίζει η Βασιλεία ΙΙΙ, είναι σίγουρο πως θα είναι πρόθυμες να πληρώσουν ένα γενναιόδωρο επιτόκιο για να ανταγωνιστούν τις εταιρικές καταθέσεις μετρητών; Όχι, λένε οι ρυθμιστικές αρχές.

Το πλαίσιο της Βασιλείας για τη ρευστότητα, υιοθετεί παρόμοια άποψη. Είναι όλο και περισσότερο ξεκάθαρο ότι η νέα μετά την κρίση ρυθμιστική ατζέντα σκοπεύει να εξοστρακίσει ένα μεγάλο μέρος του κινδύνου-και κυρίως του κινδύνου που σχετίζεται με τη ρευστότητα-εκτός του χρηματοοικονοικού συστήματος σπρώχνοντά τον προς τον ευρύτερο ιδιωτικό τομέα. Οι ίδιοι οι ρυθμιστές θα έλεγαν ότι κάτι τέτοιο είναι απλώς αυτό που πρέπει να γίνει, αφού τα τελευταία δέκα χρόνια ο εταιρικός δανεισμός ήταν υποτιμημένος-κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα οι τράπεζες να επιβαρυνθούν με δυσανάλογο μέγεθος κινδύνου που σχετιζόταν με τη χρηματοδότηση αυτή.

Ασφαλώς, οι ευρωπαίοι επίτροποι πιστεύουν ότι και οι συναλλαγές παραγώγων ήταν οδυνηρά υποτιμημένες-κάτι που φάνηκε και από την αύξηση των μη εξασφαλισμένων over the counter συμφωνιών για παράγωγα, όπου η τράπεζα προτείνει στον εταιρικό πελάτη μια ευμεγέθη γραμμή πίστωσης. Όπως όμως συμβαίνει με όλες τις γραμμές πιστώσεων κάποιος πρέπει να πληρώσει για αυτή, λέει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι λομπίστες ωστόσο ισχυρίζονται ότι η ανάληψη επιχειρηματικού πιστωτικού κινδύνου είναι απλώς το σύνηθες μέρος των δραστηριοτήτων μιας τράπεζας και ότι το να ωθεί κανείς τον κίνδυνο στον ιδιωτικό κλάδο μπορεί απλώς να αποτελεί την σπορά για την επόμενη κρίση.

Μπορεί αυτός που υιοθετεί την τελευταία αυτή άποψη να χαρακτηρίζεται κινδυνολόγος, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν φαίνεται εξωφρενικό. Δυστυχώς για τους λομπίστες του ιδιωτικού χώρου ωστόσο, συγκεκριμένα στοιχεία που να δείχνουν το ευρύτερο κόστος είναι λίγα και η επίπτωση χρηματοοικονομικών ρυθμιστικών κινήσεων επί της οικονομικής ανάπτυξης είναι σε μεγάλο βαθμό αμφισβητούμενη.

Αυτό όμως που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση είναι ότι ο θυμός των ρυθμιστικών αρχών δεν θα μοιραστεί ακριβοδίκαια και ότι το μέγεθος και ο κλάδος θα παίξουν μεγάλο ρόλο.

«Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες για παράδειγμα θα παραμείνουν σε μεγάλο βαθμό απρόσβλητες έναντι των νέων περιορισμών της Βασιλείας ΙΙΙ», λέει ο Hung Tran του IIF. «Τέτοια μεγαθήρια έχουν απεριόριστη ρευστότητα και έχουν πρόσβαση σε πιστωτικές γραμμές μεγαλύτερες από αυτές των πολιορκημένων δανειστών τους- γεγονός που τις καθιστά ικανές να συγκεντρώνουν χρηματοδότηση σε πολύ ανταγωνιστικό επιτόκιο. «Αυτά τα τέρατα δεν πολυανησυχούν για τη Βασιλεία», λέει ο κ. Tran.

«Ωστόσο, ο κλάδος που είναι πολύ σημαντικός για την παγκόσμια οικονομία –τουλάχιστον σε όρους απασχόλησης, δηλαδή οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, θα έχουν πραγματικά μεγάλο πρόβλημα», λέει ο κ. Tran. «Στηρίζονται πάρα πολύ στον τραπεζικό δανεισμό για το κεφάλαιο κίνησης και τις επενδυτικές τους ανάγκες», προσθέτει.

Έτσι είναι ξεκάθαρο ότι οι ρυθμιστικές αρχές εργάζονται ενάντια σε αυτό που αποτελεί ευρύτερη πολιτική επιδίωξη: Ενώ οι πολιτικοί θρηνούν θορυβωδώς για το διαρκές έλλειμμα στην χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι εκπρόσωποί τους στις χρηματαγορές είναι πολύ απασχολημένοι με το να σχεδιάζουν νομοθεσία που θα έχει μακροπρόθεσμες και βαθιά αρνητικές συνέπειες για όλους τους τύπους του εμπορίου.

Λίγοι θα αμφισβητήσουν την ανάγκη για πιο αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο και- στην πραγματικότητα- για ένα ισχυρότερο χρηματοοικονομικό σύστημα γενικότερα. Όμως δεν θα πρέπει κανείς να ζητά από την επιχειρηματική κοινότητα να πληρώσει για αυτά.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v