Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Βαριά σκιά για ελληνικές τράπεζες το εθνικό χρέος

To έγκριτο The Βanker αξιολογεί τις ελληνικές τράπεζες και διαπιστώνει ότι είναι υγιείς, αλλά και ότι... έχουν μπελάδες. Πως διαγράφεται το ελληνικό τραπεζικό τοπίο σήμερα και πόσο δύσκολες είναι οι συγχωνεύσεις.

  • Philip Alexander
Βαριά σκιά για ελληνικές τράπεζες το εθνικό χρέος
Αν τα πράγματα εξελίσσονταν κανονικά, ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος θα ήταν υγιής. Οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες ανταγωνίζονται με σχετικά ισότιμους όρους αρκετούς μικρότερους παίκτες, οι οποίοι συνήθως ανήκουν σε ομίλους του εξωτερικού.

Δεν υπάρχει κάποιος τραπεζικός γίγαντας ή κρατικές τράπεζες που να δημιουργούν στρεβλώσεις και να πιέζουν τον ανταγωνισμό, όπως συμβαίνει στη Μ. Βρετανία, ούτε ο κλάδος είναι πολυτεμαχισμένος σε μικρότερες ανεπαρκείς τράπεζες όπως συμβαίνει στη Γερμανία.

Πριν τη χρηματοοικονομική κρίση, το επιχειρηματικό μοντέλο για τις περισσότερες ελληνικές τράπεζες ήταν πολύ συντηρητικό σε ό,τι αφορά τις εγχώριες δραστηριότητες. «Σε αντίθεση με αυτό που συνέβη σε άλλες χώρες, οι ελληνικές τράπεζες δεν προκάλεσαν την οικονομική κρίση- είναι θύματά της», λέει ο Γκίκας Χαρδούβελης επικεφαλής οικονομολόγος της EFG Eurobank, μιας από τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες.

Ο ίδιος υπολογίζει ότι το Νοέμβριο του 2009 ο ελληνικός μέσος όρος του δείκτη δανείων προς καταθέσεις ήταν μόλις στο 81,3%, ενώ ο λόγος κεφαλαίων προς ενεργητικό ήταν αρκετά υψηλότερα του μέσου όρου της Ε.Ε. Ακόμη, η κερδοφορία ήταν πολύ υγιέστερη από αυτή του μέσου όρου της Ε.Ε. με τη μέση Απόδοση Ιδίων Κεφαλαίων (ROE) να βρίσκεται υψηλότερα του 10% στο 2008- ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα η απόδοση για το σύνολο της Ε.Ε. ήταν αρνητική.

Αλλά τα πράγματα δεν εξελίσσονται κανονικά. Από τον Οκτώβριο του 2009 όταν το κρυμμένο έλλειμμα αποκαλύφθηκε από τη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, η οποία εμφάνισε διπλάσιο μέγεθος ελλείμματος έως το 12,7% του ΑΕΠ, οι επενδυτές όλο και περισσότερο απέφευγαν τα ελληνικά ομόλογα των οποίων οι αποδόσεις εκτοξεύθηκαν από χαμηλότερα του 4% σε περισσότερο από 7% έως τον Φεβρουάριο του 2010.

Δύο εκ των τριών βασικών πρακτορείων αξιολόγησης έχουν τώρα υποβαθμίσει τους ελληνικούς τίτλους εθνικού χρέους σε επίπεδο κατώτερο του “A-”. Το επίπεδο «A-» αποτελεί τη «βάση» για να γίνονται τα ομόλογα δεκτά ως εγγυήσεις σε συναλλαγές με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η ΕΚΤ έχει πρόσκαιρα χαμηλώσει το όριο αυτό σε BBB- προκειμένου να βοηθηθούν οι τράπεζες διαρκούσης της οικονομικής κρίσης, αλλά αυτή η εξαίρεση θα ισχύσει μόνο έως το τέλος του 2010. Η εξέλιξη αυτή αφήνει το τρίτο πρακτορείο αξιολόγησης, τη Moody’s, με βέτο στη διάθεσή της σχετικά με την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών από το 2011 και μετά να χρησιμοποιούν τα ομόλογα της ίδιας τους της κυβέρνησης ως εγγυήσεις.

Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, που όπως φαίνεται τυγχάνει της πλήρους υποστήριξης του Γιώργου Παπανδρέου, έχει προχωρήσει σε όλες τις σωστές κινήσεις: Εκπόνησε ένα αυστηρό Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης ώστε να διορθωθεί το έλλειμμα, ενισχύοντάς το και με περαιτέρω περικοπή δαπανών τον Φεβρουάριο. Ακόμα, υποσχέθηκε μεγαλύτερη ανεξαρτησία για την Στατιστική Υπηρεσία της χώρας που συγκεντρώνει επάνω της τα βλέμματα μετά την ανακάλυψη του χαμένου ελλείμματος.

Όταν ο υπουργός κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου τον Ιανουάριο ρωτήθηκε από το The Banker για τη Δαμόκλειο Σπάθη που η Moody’s και η ΕΚΤ κρατούν πάνω από το κεφάλι της Κυβέρνησης, αρνήθηκε να ρίξει την ευθύνη σε κάποιον από τους οργανισμούς ή στους επενδυτές που φέρθηκαν στην Ελλάδα με τόση σκληρότητα. «Οι υψηλότερες αποδόσεις των κυβερνητικών ομολόγων είναι δικαιολογημένες δεδομένων των όσων συνέβησαν. Αλλά καθώς η ΕΚΤ παρακολουθεί και εγκρίνει το ΠΣΑ και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις προχωρούν, θα γίνει ξεκάθαρο ότι τα πλεονεκτήματα του να παίζει κανείς σύμφωνα με τους κανόνες είναι περισσότερα από τα μειονεκτήματα στα οποία οι αναλυτές εστιάζουν», είπε ο κ. Παπακωνσταντίνου.

Ένας από αυτούς τους αναλυτές είναι η Μιράντα Ξαφά- πρώην απασχολούμενη στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και νυν senior investment strategist για λογαριασμό της ελβετικής φίρμας wealth management IJ Partners. Δεν αμφισβητεί τις καλές προθέσεις του κ. Παπακωνσταντίνου, αλλά επικαλείται τους φόβους των αγορών ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει εργαλεία για να επιλύσει το πρόβλημα χωρίς εξωτερική βοήθεια. Ανησυχεί ιδιαίτερα, ότι οι μεγάλες απαιτήσεις για μετακύλιση χρέους (υψηλότερου των 10 δισ. ευρώ για κάθε έναν από τους μήνες Απρίλιο και Μάιο 2010) θα δημιουργήσουν σημεία πίεσης για επαναχρηματοδότηση.

Η κ. Ξαφά επίσης προειδοποιεί ότι το ΠΣΑ είναι πολύ ευαίσθητο στη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια και τους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ. Αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό γιατί ως μέλος της ευρωζώνης η Ελλάδα δεν ελέγχει τα επιτόκιά της. Η ΕΚΤ μπορεί να ανεβάσει τα επιτόκια για να ελέγξει τον πληθωρισμό στις βασικές οικονομίες της ευρωζώνης- όπως επί παραδείγματι στη Γερμανία- ακόμα και αν η ελληνική οικονομία έχει χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης λόγω της δημοσιονομικής αυστηρότητας.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κ. Ξαφά, αν η απόκλιση μεταξύ επιτοκίων και ανάπτυξης φθάσει το 3%, τότε το χρέος δεν θα σταθεροποιηθεί. Δεν προκαλεί απορία ότι οι αγορές τον Φεβρουάριο δεν απαίτησαν τίποτα λιγότερο από αδιαμφισβήτητες υποσχέσεις των εταίρων της Ελλάδας για οικονομική ενίσχυση προς τη χώρα.

Η πρόκληση της ρευστότητας

«Υπάρχει ωστόσο τουλάχιστον ένα θετικό για τις ελληνικές τράπεζες», επισημαίνει η κ. Ξαφά. «Τα ελληνικά ομόλογα αποτελούν μόλις το 8% των ελληνικών τραπεζικών στοιχείων ενεργητικού, ενώ το 70% των ομολόγων ανήκει σε ξένους επενδυτές», τονίζει. Η αύξηση των αποδόσεων στους κρατικούς ομολογιακούς τίτλους πιέζει τις ελληνικές τράπεζες σε ό,τι αφορά τις υποχρεώσεις.

Αυτό είναι σημαντικό γιατί οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες χρησιμοποίησαν την πλούσια ρευστότητά τους για να επεκταθούν στις χώρες της Ν.Α. Ευρώπης. Ο μέσος λόγος δανείων προς καταθέσεις για τους ελληνικούς τραπεζικούς ομίλους συμπεριλαμβανομένων και των συμμετοχών τους του εξωτερικού είναι στο 105%, σύμφωνα με τον κ. Χαρδούβελη- κάτι που δίνει μια εικόνα για το πόση ρευστότητα έχει διοχετευθεί στις θυγατρικές της Ν.Α. Ευρώπης. Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Κύρτση, επικεφαλής του τμήματος τραπεζικών ερευνών σε Ελλάδα και Τουρκία για λογαριασμό της UBS, o λόγος δανείων προς καταθέσεις σε χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία ήταν στο 200% όταν ξέσπασε η κρίση, το 2008.

Ως αποτέλεσμα, το συνολικό χρέος των ελληνικών τραπεζών το οποίο απαιτεί μετακύλιση στο χρονικό διάστημα των επόμενων δύο ετών φθάνει τα 12 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες πρέπει να βρουν αυτό το ποσό έχοντας να αντιμετωπίσουν ένα κύμα εκδόσεων εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και άλλων εκδοτών στην Ευρωζώνη», λέει ο Άνθιμος Θωμόπουλος, CFO της Εθνικής Τράπεζας.

Ο κ. Θωμόπουλος υπολογίζει ότι ακόμα και αν υποθέσουμε ότι τα spreads δεν διευρύνονται περαιτέρω, η αύξηση κατά 300 και 400 μονάδες βάσης στα κόστη χρηματοδότησης θα μεταφραστεί σε 360 έως 480 εκατ. ευρώ έξτρα κόστους για τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες- κάτι που αντιστοιχεί στο περίπου 20% των κερδών τους του εννεαμήνου του 2009.

Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι ελληνικές τράπεζες βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στις συναλλαγές με repo της ΕΚΤ για βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ρευστότητα. Βασίζονταν σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που η ΕΚΤ το Νοέμβριο του 2009 προειδοποίησε τις ελληνικές τράπεζες να μειώσουν τη συγκεκριμένη εξάρτηση. Ο κ. Χαρδούβελης υπολογίζει τη χρηματοδότηση της ΕΚΤ στο 8,7% των ελληνικών τραπεζικών assets, εν συγκρίσει με ποσοστό 2,2% που εμφανίζει ως σύνολο η Ευρωζώνη- αν και η συνολική ποσότητα χρηματοδότησης της τελευταίας μειώθηκε στο μισό από τα περίπου 80 δισ. ευρώ όπου βρέθηκε στις αρχές του 2009.

Παλεύοντας για ανταγωνισμό

Το υψηλότερο κόστος κεφαλαίου για τις εγχώριες τράπεζες είναι ιδιαίτερα σημαντικό δεδομένης και της παρουσίας 27 ξένων τραπεζών στην Ελλάδα- αν και οι περισσότερες εξ αυτών έχουν σχετικά περιορισμένη δράση. Ορισμένες από τις ξένες τράπεζες, των οποίων οι μητρικές έχουν υψηλά πιστωτικά ratings, είναι- εξ όσων φαίνεται- ικανές να προσφέρουν εταιρικά δάνεια με χαμηλότερο επιτόκιο ακόμη και από αυτό που πληρώνει το ίδιο το εθνικό χρέος για τη δική του χρηματοδότηση.

«Η ξένη ιδιοκτησία δεν μας διαφοροποιεί σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση, σε μια εποχή που υπάρχουν προβλήματα στις αγορές χονδρικής. Είναι μια επιπλέον πηγή που μας δίνει τη δυνατότητα να αντλούμε ρευστότητα με καλύτερους όρους από αυτούς των τραπεζών με ελληνική ιδιοκτησία», λέει ο Δημήτρης Γεωργόπουλος, Εμπορικός Διευθυντής της Geniki Bank, η οποία ανήκει στην Societe Generale.

Επιπρόσθετα, λέει ο Arnaud Tellier, CEO της BNP Paribas στην Ελλάδα, η τράπεζά του μπορεί να τιμολογήσει τα δάνεια ενώ έχει στο μυαλό πως θα παραχθεί και μη επιτοκιακό εισόδημα- επί παραδείγματι μέσω cross selling υπηρεσιών εταιρικής και επενδυτικής τραπεζικής του ομίλου της μητρικής. Αυτό είναι ένα επιχειρηματικό μοντέλο που δεν ισχύει για αμιγώς ελληνικές τράπεζες.

Ωστόσο, δεν ακολουθούν όλες οι ξένες τράπεζες την ίδια στρατηγική, αφού ορισμένες προτιμούν τα ελληνικά τους τμήματα να αυτοχρηματοδοτούνται. Μία από αυτές είναι η Millennium Bank, ιδιοκτησία κατά 100% της πορτογαλικής Millennium BCP. «Τελικά είμαστε ελληνική τράπεζα, οπότε χρηματοδοτούμε τα δάνειά μας στην ελληνική αγορά. Είναι πιο δύσκολο και πιο ακριβό και περιμένω την ένταση στον ανταγωνισμό για την προσέλκυση καταθέσεων να επανεμφανιστεί στο 2010», λέει ο Γιώργος Τανισκίδης, επικεφαλής της Millennium Bank.

Αυτό το οποίο ένας τραπεζίτης χαρακτήρισε ως «πόλεμο καταθέσεων» ανέκυψε στο πρώτο τρίμηνο του 2009 όταν οι τράπεζες αγχωμένες για τη ρευστότητά τους ανταγωνίστηκαν στις προσφορές προς τους πελάτες τους τόσο έντονα, ώστε τα περιθώρια δέχτηκαν σημαντικό πλήγμα. Οι εγχώριοι τραπεζίτες λένε πως έμαθαν το μάθημά τους, αλλά ο κίνδυνος ότι μια τράπεζα θα πανικοβληθεί και θα ξεκινήσει νέο γύρω αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων εξακολουθεί να υπάρχει όσο οι αγορές παραμένουν ευμετάβλητες.

Το ευτύχημα για τις ελληνικές τράπεζες ωστόσο είναι ότι τα ξένα ιδρύματα δεν είχαν σημαντική επιτυχία στη συγκεκριμένη αγορά ούτε πριν την οικονομική κρίση. Ενώ οι τέσσερις κορυφαίες ελληνικές τράπεζες παρέμειναν κερδοφόρες στο εννεάμηνο του 2009, η Emporiki (η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα ξένης ιδιοκτησίας) κατέγραψε ζημιές 472 εκατ. ευρώ έχοντας ήδη χάσει 492 εκατ. ευρώ το 2008. Οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων της τράπεζας είναι περίπου διπλάσιοι από το μέσο όρο του κλάδου και το σχέδιο αναδιάρθρωσης που ανακοινώθηκε τον Οκτώβριο του 2009 φιλοδοξεί να επαναφέρει την τράπεζα στην κερδοφορία το 2011, εν μέρει υιοθετώντας πρότυπα risk management αντίστοιχα με εκείνα της κατά το 82,5% ιδιοκτήτριας Credit Agricole.

Αργές αλλαγές

Η μεγαλύτερη τράπεζα ξένης ιδιοκτησίας η Marfin Egnatia ανήκει σε έναν όμιλο που είναι πιο κοντά από ό,τι μακριά στην ελληνική αγορά- την κυπριακή Marfin Popular Bank, η οποία σχεδιάζει να απορροφήσει ολόκληρη την Εγνατία μέσα στο 2010. H Marfin Egnatia είναι περισσότερο επιτυχημένη από ό,τι άλλες ξένες τράπεζες διατηρώντας την κερδοφορία της για το 2008 αν και βούτηξε βαθιά στις ζημιές κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2009. Χάρη στη σχετική επιτυχία της Marfin Egnatia και τη δύναμη της κερδοφόρου μητρικής της υπάρχει έντονη φημολογία ότι ίσως εξαγοράσει κάποια ελληνικής η ξένης ιδιοκτησίας τράπεζα στον ελλαδικό χώρο.

Ωστόσο, η διαδικασία συσσώρευση ή αναδιάρθρωσης στον κλάδο υπήρξε αργή. Οι απόπειρες συγχώνευσης ανάμεσα στις Εθνική και Alpha Bank το 2002 και στις Marfin και Πειραιώς το 2007 έμειναν στη μέση. Το παρόμοιο (και κλασσικό) μοντέλο των μεγάλων τραπεζών που διαθέτουν πανομοιότυπα δίκτυα υποκαταστημάτων καθιστά δύσκολη την παραγωγή ωφελειών από εξαγορές και συγχωνεύσεις.

Υπάρχει ένα πρόβλημα στην πραγματοποίηση συνεργιών κόστους, καθώς το κλείσιμο των υποκαταστημάτων είναι δύσκολο λόγω της ανελαστικής αγοράς εργασίας. Στην περίπτωση της Εθνικής και της Alpha, για να είχε νόημα το deal θα έπρεπε να κλείσουν 400 υποκαταστήματα- σχεδόν ολόκληρο το δίκτυο της Alpha Bank- κάτι το οποίο δεν θα είχε θετικό αντίκτυπο στην κοινή γνώμη, λέει ο κ. Κύρτσης της UBS.

Ο κ. Tellier της BNP Paribas επισημαίνει ότι το περιθώριο για τμηματική πώληση μονάδων είναι επίσης περιορισμένο, καθώς οι διαχωριστικές ανάμεσα σε τμήματα όπως η επενδυτική τραπεζική και το leasing είναι υπερβολικά λεπτές για να δελεάσουν πιθανούς αγοραστές. Στο ίδιο πλαίσιο, η Εθνική ανέθεσε στην Goldman Sachs να βρει αγοραστή για την ασφαλιστική της θυγατρική το 2009, αλλά σταμάτησε την αναζήτηση, καθώς δεν ευνοούσαν οι συνθήκες της αγοράς.

Έλλειψη βούλησης

Άλλωστε, και οι ξένοι παίκτες λίγη διάθεση δείχνουν για αγορές, λαμβάνοντας υπόψη τους τα προβλήματα επί παραδείγματι, στην Εμπορική Τράπεζα. Στην πραγματικότητα, προς το παρόν η διαδικασία μοιάζει να κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, με την Εθνική να εμφανίζεται ενδιαφερόμενη για το τμήμα leasing μιας ξένης τράπεζας. Ο κ. Κύρτσης λέει ότι η συσσώρευση φαίνεται πιθανή μακροπρόθεσμα αν η Ελλάδα συγκριθεί με παρόμοιου μεγέθους αγορές, όπως είναι η Σουηδία και η Αυστρία, στις οποίες υπάρχει η τάση να κυριαρχήσουν δύο ή τρεις παίκτες. «Κάτι τέτοιο μπορεί να δώσει στην Ελλάδα το είδος του αληθινού εθνικού πρωταθλητή που θα μπορούσε να είναι ανταγωνιστικός και στο εξωτερικό», εκτιμά.

Σε ξένο γήπεδο 

Ακριβώς επειδή οι ελληνικές τράπεζες δεν απέκτησαν σημαντικό μέγεθος εκτός συνόρων, είναι σημαντικό το αν θα προχωρήσουν σε εξαγορές ή/και συγχωνεύσεις στη Ν.Α. Ευρώπη. Αν και συνολικά οι ελληνικές τράπεζες ελέγχουν περίπου το 20% των στοιχείων ενεργητικού στις χώρες της Ν.Α. Ευρώπης, το μερίδιό τους στις μεμονωμένες περιπτώσεις βαλκανικών χωρών είναι σχετικά χαμηλό. Σύμφωνα με τον κ. Κύρτση, μόνο στη Βουλγαρία όπου οι ελληνικές τράπεζες ελέγχουν το 28% της αγοράς, η συνολική τους παρουσία ξεπερνά σε μέγεθος εκείνη του μεγαλύτερου παίκτη στη χώρα (στην περίπτωση της Βουλγαρίας, η UniCredit).

Θεωρητικά, οι τράπεζες δεσμεύθηκαν μέσω της Πρωτοβουλίας της Βιέννης το Μάρτιο του 2009 να διατηρήσουν την κεφαλαιοποίηση των θυγατρικών τους της Ν.Α. Ευρώπης. Ο Thomas Mirow, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης, είπε σε συνέντευξη τύπου τον Ιανουάριο του 2010 ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν έως τώρα σεβαστεί τη συμφωνία αυτή.

Πάντα υπάρχουν πιθανοί κίνδυνοι αν η κατάσταση στην Ελλάδα συνεχίσει να επιδεινώνεται, αλλά ακόμη δεν έχουμε δει καμία παρατυπία στην περιοχή, ενώ έως τώρα δεν υπήρξε μείωση ή ελάττωση της δέσμευσης των ελληνικών τραπεζών», ανέφερε.

Ο Markus Heidinger, partner στη Wolf Theiss νομική φίρμα που ειδικεύεται στο τραπεζικό δίκαιο της Ανατολικής Eυρώπης, λέει πως υπάρχουν σημάδια ότι τόσο η Santander όσο και η Deutsche Bank μπορεί να ενδιαφέρονται για αγορές στην περιοχή τώρα που οι αποτιμήσεις υποχώρησαν σημαντικά από τα προ της κρίσης υψηλά τους. Ασιατικές ή οι σχετικά υγιείς τουρκικές τράπεζες είναι επίσης πιθανοί ενδιαφερόμενοι.

Αλλά ο κ. Κύρτσης λέει ότι δεν έχει μακροπρόθεσμη ή βραχυπρόθεσμη λογική για τις ελληνικές τράπεζες να πουλήσουν τώρα. Οι πιθανοί μακροπρόθεσμοι ρυθμοί ανάπτυξης των χωρών της Ν.Α. Ευρώπης, όπου η τραπεζική διείσδυση είναι χαμηλή, εκτιμάται ότι θα είναι σε υψηλότεροι από αυτούς της Ελλάδας. Ακόμα μάλιστα και αν η ρευστότητα και τα κεφάλαια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος βρίσκονταν υπό νέα πίεση, η πώληση μεμονωμένων θυγατρικών στη ΝΑ Ευρώπη λίγα μόνο μετρητά θα μπορούσε να αποφέρει (αν εξαιρεθεί το μερίδιο του 95% που κατέχει η Εθνική στην Finansbank).

Υποθέτοντας τον πολλαπλασιαστή του book value στις 1,5 φορές, ο κ. Κύρτσης υπολογίζει την αξία πώλησης του μεριδίου 5% που έχει η Eurobank στη Ρουμανία- το μεγαλύτερο ποσοστό ελληνικής τράπεζας σε μια από τις μεγαλύτερες τραπεζικές αγορές- μόλις στα 360 εκατ. ευρώ, ενώ ο συνολικός ισολογισμός της Eurobank είναι περίπου στα 84 δισ. ευρώ.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v