Στο ξεκίνημά του, το 2014 υποτίθεται ότι θα ήταν μια καλή χρονιά για τον χρηματοοικονομικό κλάδο. Η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη θα έπρεπε να δώσει το παρόν, οι ανησυχίες για την ποιότητα ενεργητικού της Ευρωζώνης επρόκειτο να λυθούν από την ΕΚΤ και οι ρυθμιστές επρόκειτο να ολοκληρώσουν το σχέδιο του, μετά την κρίση, ασφαλέστερου χρηματοοικονομικού συστήματος.
Στην πραγματικότητα, αυτές οι προσδοκίες σε μεγάλο βαθμό επαληθεύτηκαν. Όταν ο Μπεν Μπερνάνκε ανακοίνωσε τα νέα γύρω από την ποσοτική χαλάρωση (QE) από την FED τον Μάιο του 2013, οι αγορές καταλήφθηκαν από αβεβαιότητα. Τελικά, η διαδικασία ολοκληρώθηκε χωρίς τριγμούς τον Οκτώβριο του 2014. «Τα επιτόκια θα ανέβουν το 2015, το οποίο έχει 12 μήνες. Το πιο πιθανό είναι να μην αυξηθούν πριν το Μάρτιο ή μετά τον Οκτώβριο, οπότε μιλάμε για περίπου 6 μήνες. Εντυπωσιάζομαι με το πόσες αγορές αλλάζουν απότομα κατεύθυνση με κάθε δήλωση του αντιπροέδρου της FED, Fischer. Έχει σημασία πως αναλύουμε κάθε λέξη;», έλεγε τον περασμένο Οκτώβριο ο κ. Gorman, επικεφαλής της Morgan Stanley.
Το 2014 η χρηματοοικονομική κρίση αντικαταστάθηκε από πολλαπλές γεωπολιτικές κρίσεις που απειλούν να φέρουν τη δική τους αστάθεια. Μετά τα γεγονότα της Ουκρανίας, οι δυτικές δυνάμεις άρχισαν να επιβάλουν κυρώσεις στη Ρωσία τον Μάρτιο του 2014. Αυτό εντάθηκε τον Ιούλιο όταν η ΕΕ, και μετά από λίγο οι ΗΠΑ, άρχισαν τους περιορισμούς στην μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση των μεγαλύτερων κρατικών τραπεζών της Ρωσίας, περιλαμβανομένων ιδρυμάτων όπως η Sberbank, η VTB, η Gazprom Bank και η Russian Agricultural Bank.
Αρκετές από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της χώρας μεταξύ των οποίων η Rosneft, η Gazprom και η Novatek επηρεάστηκαν και άρχισαν να στρέφονται ευθέως προς την κυβέρνηση για αναχρηματοδότηση. «Η Ρωσία εξακολουθεί να έχει γερά θεμελιώδη μεγέθη, έχει ακόμη ξένα αποθέματα συναλλάγματος που θα αντέξουν για δύο ή τρία χρόνια αν διατηρηθούν αυτές οι τιμές πετρελαίου και μπορεί να αποπληρώσει το χρέος σε ξένο συνάλλαγμα των επιχειρήσεων και της κυβέρνησης για άλλα δύο ή τρία έτη. Οπότε, ακόμη και σε αυτό το κλίμα με κεφαλαιακές εκροές και με κακή επενδυτική διάθεση, δεν θα πρέπει να περιμένουμε μια ρωσική κατάρρευση στα επόμενα 1-2 χρόνια», λέει ο Ρώσος οικονομολόγος Sergei Guriev.
Τα συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας υποχώρησαν κατά περίπου 100 δισ. δολ. στα 383 δισ. δολ. στη χρονιά έως το Νοέμβριο του 2014, περιλαμβανομένων εκροών 30 δισ. δολ. που καταγράφηκαν μόνο τον Οκτώβριο. Η κεντρική τράπεζα της Ρωσία αντέδρασε επιτρέποντας μια πιο ελεύθερη διακύμανση του ρουβλίου τον Νοέμβριο. Μετά από αυτή την κίνηση, η ισοτιμία κατέληξε περισσότερο από 43% χαμηλότερα από ό,τι στην αρχή του έτους έναντι του δολαρίου, αν και στη θεωρία η απελευθέρωση της διακύμανσης μειώνει την αποστράγγιση των αποθεμάτων. Ωστόσο, ο κ. Guriev θεωρεί ότι η οικονομική στασιμότητα είναι αναπόφευκτη και κάθε ιδέα της ρωσικής κυβέρνησης για υιοθέτηση μιας διορθωτικής ατζέντας αποτελεί τώρα αυταπάτη. Η μακροπρόθεσμη εικόνα κατά εκείνον δεν είναι καθόλου ευοίωνη.
«Οι κεφαλαιακές εκροές υπερδιπλασιάστηκαν από πέρσι. Αυτό σημαίνει ότι το Ρούβλι είναι πιο αδύναμο και οι τιμές των μετοχών είναι χαμηλότερες. Η λιγότερο επείγουσα επίπτωση είναι ότι μια έλλειψη επενδύσεων σήμερα σημαίνει λιγότερη ανάπτυξη αύριο. Οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις για το 2015 είναι 1% το οποίο είναι πολύ χαμηλό νούμερο για τα ρωσικά στάνταρτς, η τιμή του πετρελαίου είναι χαμηλότερη από ό,τι υπολόγιζε η ρωσική κυβέρνηση, ενώ τα funds και οι τράπεζες από την Ασία δεν είναι και τόσο χαρούμενες να δανείζουν ρωσικές τράπεζες και επιχειρήσεις, όσο οι τελευταίες πίστευαν», λέει ο κ. Guriev.
Πρόκειται για μια απογοητευτική προοπτική. Η Ρωσία είναι μια σημαντική αγορά από την οποία οι δυτικοί αποεπενδύουν. Όλα αυτά τα κεφάλαια έχουν ανάγκη από ένα άλλο σπίτι και άλλα μέρη της ανατολικής Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής είναι πιθανό να ωφεληθούν.
Εν μέρει ο λόγος για την απότομη κεφαλαιακή εκροή από τη Ρωσία είναι ότι το κόστος των κυρώσεων που τίθενται στη Ρωσία από τα δυτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μοιάζει να οξύνεται. Σαν αποτέλεσμα, οι αμερικανικές και οι Ευρωπαϊκές τράπεζες είναι απρόθυμες να αναλάβουν οποιοδήποτε κίνδυνο ακόμη και με τα ρωσικά ιδρύματα που είναι θεωρητικά εκτός του πεδίου των κυρώσεων. Οι τράπεζες εκτός των ΗΠΑ και της ΕΕ φαίνονται απρόθυμες να πάρουν τη θέση τους.
Στοιχεία από το CCP Research Foundation δείχνουν ότι τα τρέχοντα κόστη διαχείρισης και προβλέψεων για δώδεκα από τις τράπεζες που έχουν δεχθεί τα περισσότερα πρόστιμα από το 2009 έως το 2013 ήταν 166,63 δισ. λίρες, έναντι 154,96 δισ. λίρες στο διάστημα 2008-2012. Οι μέτοχοι εύλογα έχουν αρχίσει να διαμαρτύρονται ότι πληρώνουν έξοδα κακοδιαχείρισης από τα διοικητικά στελέχη συχνά τραπεζών που δεν υπάρχουν πλέον, αλλά έχουν εξαγοραστεί. Οι ρυθμιστικές αρχές δείχνουν κατανόηση στο επιχείρημα αυτό, και η Μ. Βρετανία άρχισε διαβουλεύσεις τον Ιούλιο του 2014 επί ενός νέου καθεστώτος για τα ανώτερα στελέχη που θα απαιτεί από αυτά να πιστοποιούν ότι έκαναν κάθε τι δυνατό για να αποτρέψουν παράνομη δραστηριότητα στην τράπεζά τους.
Τα μπόνους θα υπόκεινται σε επιστροφή σε περίπτωση διαπίστωσης κακοδιαχείρισης ή βαριών ζημιών που θα προκύψουν στην τράπεζα.
«Το καθεστώς για τα στελέχη μπορεί να φαίνεται αυστηρό αλλά οι άνθρωποι έχουν χορτάσει από το επιχείρημα ότι 'τα ανώτερα στελέχη δεν πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνα για ό,τι συμβαίνει στην τράπεζα'. Αν τα στελέχη δεν μπορούν να είναι σίγουρα ότι ξέρουν τι συμβαίνει στην ίδια τους την τράπεζα, τότε κάποιος πρέπει να εξετάσει μήπως η τράπεζα είναι υπερβολικά μεγάλη για να διοικηθεί σωστά», λέει ο κ. McCormick.
Απατηλή ευρωπαϊκή ανάπτυξη
Η όρεξη για τέτοιου τύπου πρόστιμα μπορεί να είναι αμείωτη, αλλά η συνολική προσέγγιση στην ρύθμιση δείχνει σημάδια χαλάρωσης εν μέσω ανησυχιών για αποκατάσταση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Οι ηγέτες του G20 στη συνάντησή τους τον Νοέμβριο συμφώνησαν επί ενός σχεδίου δράσης «ώστε να προχωρήσει η ανάπτυξη και να δημιουργηθούν καλές θέσεις απασχόλησης» με όραμα την ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 2% έως το 2018.
Η Ευρώπη παραμένει κομβική σε αυτές τις προσπάθειες. Ενώ οι περιφερειακές οικονομίες όπως η Ελλάδα δείχνουν επιτέλους σημάδια ανάκαμψης, οι βασικές χώρες της Ευρωζώνης όπως η Γερμανία και η Γαλλία μόνο για λίγο απέφυγαν την ύφεση σε δύο τρίμηνα του 2014. Ο πληθωρισμός για την Ευρωζώνη έγινε αρνητικός και οι φωνές για πιο δυναμική απάντηση από την ΕΚΤ έγιναν εκκωφαντικές στα μέσα του 2014.
Η κεντρική τράπεζα απάντησε ανακοινώνοντας σχέδια τον Σεπτέμβριο του 2014 για κινήσεις παρόμοιες με την ποσοτική χαλάρωση των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, και αγοράζοντας τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση (asset backed securities-ABS) και ετοιμάζεται για QE. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επίσης χαλάρωσε τους κανόνες ρευστότητας σε μια προσπάθεια να τονώσει την αγορά ABS ως τρόπο να αυξήσει τον δανεισμό προς την πραγματική οικονομία.
«Η προσοχή γρήγορα μετακηλύθηκε από τα στοιχεία ενεργητικού στα έσοδα των τραπεζών, το οποιο αποτελεί το επόμενο θέμα για τις τράπεζες. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που το ράλι στις τραπεζικές μετοχές ήταν τόσο σύντομο μετά την αξιολόγηση των στοιχείων ενεργητικού της ΕΚΤ (AQR). Μέσω των ABS απελευθερώνεται κεφάλαιο, ακόμη και αν πρέπει να στερηθείς λίγα έσοδα από τόκους. Αν λειτουργήσεις με βάση την υπόθεση ότι το πρόβλημα γύρω από το κεφάλαιο λύθηκε για τις περισσότερες από τις τράπεζες, τότε η σημασία βρίσκεται στο κεφάλαιο που παράγει έσοδα και τη στιγμή αυτή δεν υπάρχουν πολλές πηγές που μπορούν να συνεισφέρουν στην κατεύθυνση αυτή. Τα περιθώρια εταιρικού δανεισμού είναι ένα παράδειγμα», λέει ο κ. Schmidt, επικεφαλής του τμήματος εταιρικής πίστης στην Commerzbank.
Στις σκιές
Η πίεση για νέους ρυθμιστικούς κανόνες, όπως το TLAC (το κεφάλαιο απορρόφησης ζημιών) που απαιτούν μεγαλύτερα κεφαλαιακά «μαξιλάρια» (buffers) σε συνδυασμό με πενιχρές προοπτικές ανάπτυξης, καθιστούν περισσότερο δύσκολο για τις τράπεζες να αυξήσουν το κεφάλαιο αυτό οργανικά και αναπόφευκτα οι δανειστές ωθούνται στην αναζήτηση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης. Η σκιώδης τραπεζική είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στις πιστωτικές δραστηριότητες που είναι λιγότερο εποπτευόμενες, αν και ο κλάδος συντονισμένα ενθαρρύνει τη χρήση ενός λιγότερο κακόηχου όρου- αυτού των χρηματοοικονομικών «της αγοράς».
Αυτή η φράση χρησιμοποιήθηκε από τον κ. Carney, τον πρόεδρο του FSB, στην επιστολή του προς τους υπουργούς του G20 και αποτέλεσε ένα από τα λίγα φωτεινά σημεία για την Ευρώπη το 2014. Οι χρηματαγορές δείχνουν ουσιαστική δυνατότητα στην απορρόφηση χρέους που έχει αξιολογηθεί ως χαμηλότερης ποιότητας και που σε άλλη περίπτωση θα επέφερε βαριές κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες.
«Φέτος θα φτάσουν σχεδόν τα 100 δισ. ευρώ στην αγορά υψηλών αποδόσεων στην Ευρώπη. Ως σημείο σύγκρισης η αμερικανική αγορά είναι στα 230 ή στα 240 δισ. ευρώ, οπότε η ευρωπαϊκή βαδίζει κιόλας προς το μισό αυτού του ποσού, κάτι το οποίο είναι αρκετά εντυπωσιακό όταν έχει κανείς στο μυαλό του ότι το 2008 το αντίστοιχο ποσό ήταν μηδενικό. Πρόκειται για ανάπτυξη- φαινόμενο, λέει ο Demetrio Salorio επικεφαλής του τμήματος αγορών χρέους στην Societe Generale Corporate & Investment Banking.
Αλλά καθώς ο τραπεζικός κλάδος προσεγγίζει την στιγμή της αυξημένης ασφάλειας, το λογικό συμπέρασμα είναι ότι η σκιώδης τραπεζική γίνεται περισσότερο ριψοκίνδυνη. Πουθενά αυτή η προοπτική δεν είναι περισσότερο προφανής από ό,τι στην Κίνα, όπου το ΔΝΤ εκτιμά ότι η σκιώδης τραπεζική μεγαλώνει με τον διπλάσιο ρυθμό από ό,τι η συμβατική τραπεζική, φτάνοντας το 35% του ΑΕΠ τον Μάρτιο του 2014.
Μέχρι τώρα, οι αρχές φρόντισαν να κατασκευάσουν λύσεις για τα προβλήματα που θα προέκυπταν από προϊόντα της σκιώδους τραπεζικής, ώστε να αποφύγουν τυχόν «σκασίματα». Στις ανεπτυγμένες αγορές η βασική ανησυχία γύρω από τη χρηματοοικονομική τη αγοράς είναι η απομόχλευση των τραπεζών. Παραδοσιακά, οι βασικοί broker-dealers διακρατούν σημαντικά αποθέματα ομολόγων που μπορούν να βοηθήσουν στην σταθεροποίηση δευτερευουσών αγορών κατά τη διάρκεια περιόδων μεταβλητότητας. Ο κ. Carney σημείωσε σε έναν λόγο του στη Σιγκαπούρη τον Νοέμβριο του 2014 ότι η κατάσταση άλλαξε δραματικά από το 2008.
Οι ρυθμιστικές αρχές «σήκωσαν κόκκινες σημαίες» για την εμφανή έλλειψη ανταπόκρισης της αγοράς σε αυτή την αλλαγή. Τα spreads των εταιρικών ομολόγων είναι ακόμη πολύ σφιχτά, κάτι που αντικατοπτρίζει μερικώς το βάθος της ρευστότητας της κεντρικής τράπεζας στις αγορές. Αλλά αυτό έχει τον κίνδυνο μεγαλύτερης μεταβλητότητας, αν και όταν τα επιτόκια αρχίσουν να εξομαλύνονται εντός του 2015.
«Η ανησυχία που έχουμε είναι ότι υπάρχει μια αλλαγή στο κλίμα της αγοράς και οι επενδυτές θέλουν να ξεφορτωθούν τα ομόλογά τους , αλλά οι τράπεζες δεν έχουν το ίδιο μέγεθος ισολογισμού όπως παλιότερα για να στηρίξουν την αγορά. Είναι αχαρτογράφητη περιοχή», λέει ένα τραπεζικό στέλεχος από τον κλάδο του σταθερού εισοδήματος.