Στις συνεντεύξεις που έδωσαν στην Ουάσινγκτον, τόσο η κ. Λαγκάρντ, όσο κι ο κ. Τόμσεν, υποστήριξαν ότι ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018 είναι πολύ υψηλός και είναι ανέφικτο να πιστεύει κάποιος πως θα επιτυγχάνεται επί σειρά ετών.
Ενας άλλος τρόπος να το διαπιστώσει κάποιος είναι να ανατρέξει στο παρελθόν, για να εξετάσει αν η Ελλάδα έχει πετύχει τόσο υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα.
Ανατρέχοντας στα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διαπιστώσαμε κατ' αρχάς πως το 2014 ήταν η μοναδική χρονιά που τα έσοδα ξεπέρασαν τις δαπάνες χωρίς τους τόκους από το 2001.
Το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε σε 0,4% του ΑΕΠ το 2014, έναντι 0,8% το 2001.
Πιθανόν, το ίδιο συνέβη το 2013, αλλά με τον ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος του προγράμματος διάσωσης.
Το τελευταίο δεν περιελάμβανε τις έκτακτες δαπάνες για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών κ.τ.λ.
Όμως, το μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα που καταγράφει ο προϋπολογισμός από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και ίσως νωρίτερα είναι το 2,8% του ΑΕΠ το 2000.
Η Ελλάδα εμφανίζει επίσης πρωτογενή πλεονάσματα από το 1995 μέχρι το 1999, με την οικονομία να αναπτύσσεται. Όμως, κανένα από αυτά δεν ξεπερνά το 2,3% του ΑΕΠ του 1997.
Συμπέρασμα; Η ιστορία των προηγούμενων δεκαετιών δείχνει ότι η Ελλάδα δεν μπόρεσε να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Όμως, ποτέ δεν ξέρει κανείς. Ισως τα καταφέρει στο μέλλον.
Προς το παρόν, η ιστορία δικαιώνει το ΔΝΤ, που θεωρεί εξαιρετικά δύσκολο να πιαστεί ο στόχος του 3,5% το 2018.