Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Αλλάζει η τιμολόγηση του φυσικού αερίου στην ΕΕ

Η συμφωνία Wintershall-Statoil δείχνει μια θεμελιώδη αλλαγή στον τρόπο τιμολόγησης του φυσικού αερίου. Οι επιπτώσεις της συμφωνίας, η απελευθέρωση της αγοράς αερίου και η ομαλοποίηση των τιμών.

Αλλάζει η τιμολόγηση του φυσικού αερίου στην ΕΕ
Η δεκαετής συμφωνία για το φυσικό αέριο που υπεγράφη στις 20 Νοεμβρίου μεταξύ της γερμανικής Wintershall και της νορβηγικής Statoil δείχνει μια θεμελιώδη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίον οι παραδοσιακοί εξαγωγείς φυσικού αερίου προς την Ευρώπη τιμολογούν το προϊόν τους. Το συμβόλαιο, το οποίο θα αντιπροσωπεύει το 6% της ετήσιας κατανάλωσης της Γερμανίας, βασίζεται σε τιμές spot αντί σε πετρελαϊκούς δείκτες, όπως τα προηγούμενα συμβόλαια, και έχει δύο σημαντικές επιπτώσεις:

Πρώτον, το μέγεθος και η διάρκεια της συμφωνίας υποδηλώνει ότι η Γερμανία θα συνεχίσει να προτιμά τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια από τους δύο μεγαλύτερους προμηθευτές της, τη Νορβηγία και τη Ρωσία - η οποία υπέγραψε παρόμοια συμφωνία νωρίτερα φέτος με τη γερμανική E.On.

Δεύτερον, η απομάκρυνση από τους πετρελαϊκούς δείκτες επιβεβαιώνει μια τάση η τιμολόγηση να επηρεάζεται λιγότερο από την αστάθεια στις τιμές του αργού πετρελαίου.

Η Ευρώπη εξακολουθεί να απέχει πολύ από το να έχει μια πλήρως απελευθερωμένη αγορά φυσικού αερίου, και οι Ευρωπαίοι καταναλωτές θα συνεχίσουν να προτιμούν τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια προκειμένου να διασφαλίσουν έναν σταθερό εφοδιασμό. Όμως, οι αλλαγές στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου θα δώσουν ώθηση στη σύναψη συμφωνιών στην Ε.Ε. που, όπως στην περίπτωση της συμφωνίας Statoil-Wintershall, θα έχουν σημαντικά διαφορετικές τιμολογιακές δομές.

Ανάλυση

Η στροφή της Ευρώπης προς ένα σύστημα αγοράς spot, στο οποίο οι τιμές βασίζονται στην προσφορά και στη ζήτηση του εμπορεύματος, είναι αργή. Παρά τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να απελευθερώσουν την αγορά φυσικού αερίου της Ευρώπης, οι αξιόπιστοι εναλλακτικοί πάροχοι φυσικού αερίου είναι ελάχιστοι. Με το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού αερίου να προέρχεται από μεγάλους παραδοσιακούς εφοδιαστές, τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια συνεχίζουν να αποτελούν την ασφαλέστερη οδό για προμήθεια μεγάλων όγκων του εμπορεύματος.

Για τώρα, η πίεση στο σύστημα εμπορίας φυσικού αερίου δεν είναι αρκετά ισχυρή ώστε να φέρει αλλαγή στη δομή των συμβολαίων του συστήματος. Ωστόσο, η αυξανόμενη διαθεσιμότητα φθηνότερου υγροποιημένου φυσικού αερίου ανά τον κόσμο προκαλεί ανησυχία στους παραδοσιακούς προμηθευτές ότι μπορεί μελλοντικά να πρέπει να αντιμετωπίσουν πολύ σκληρότερο ανταγωνισμό. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό για τη Ρωσία, η οποία έχει συχνά χρησιμοποιήσει το φυσικό αέριο ως πολιτικό και στρατηγικό εργαλείο ενάντια στους Ευρωπαίους πελάτες της, οι οποίοι αναζητούν εναλλακτικές με λιγότερο ρίσκο.

Πέραν της αυξανόμενης προοπτικής εναλλακτικών πηγών φυσικού αερίου στην Ευρώπη -τα αποθέματα σχιστολιθικού φυσικού αερίου παραμένουν μακροπρόθεσμη προοπτική-, η αυξανόμενη διασυνδεσιμότητα των ευρωπαϊκών δικτύων φυσικού αερίου και η ενίσχυση του ευρωπαϊκού ρυθμιστικού πλαισίου στον τομέα της ενέργειας δυσκολεύουν τους παραγωγούς να επιδιώξουν ανεξάρτητες ενεργειακές πολιτικές με τους διάφορους Ευρωπαίους πελάτες τους. Αυτό μεταφράζεται σε λιγότερες άκαμπτες, μονομερείς εκπτώσεις για στρατηγικούς πελάτες. Αν και έχουμε ήδη δει τη Ρωσία να κάνει έκπτωση στα συμβόλαια φυσικού αερίου με σχετικά μικρές αγορές, όπως η Πολωνία, η Μόσχα το έπραξε μόνο αφού είχε πρώτα δώσει εκπτώσεις στις μεγαλύτερες αγορές.

Ομαλοποίηση των τιμών

Το επόμενο βήμα στην ομαλοποίηση των τιμών θα γίνει στην πραγματική δομή της τιμολόγησης του φυσικού αερίου. Το παραδοσιακό μοντέλο τιμών για τους μακροπρόθεσμους καταναλωτές του παρεχόμενου φυσικού αερίου στην Ευρώπη βασιζόταν στους δείκτες πετρελαϊκών προϊόντων, όπου ένα ποσοστό της τιμής συνδέεται με την τιμή των πετρελαϊκών προϊόντων. Θεωρητικά, οι τρόποι της κατανάλωσης και της παραγωγής, όπως και το γεωπολιτικό ρίσκο, θα έπρεπε να έχουν ακυρώσει τον συσχετισμό τιμών μεταξύ του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, όπως συνέβη και στην αγορά της Β. Αμερικής. Ωστόσο, οι παραδοσιακοί προμηθευτές της ευρωπαϊκής αγοράς συνέχισαν να έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν τις τιμολογιακές δομές προς το συμφέρον τους, λόγω της επιρροής τους στην προμήθεια της αγοράς. Έτσι, διατήρησαν το σύστημα που βασιζόταν στον πετρελαϊκό δείκτη καθώς οι τιμές του αργού αυξάνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.

Καθώς οι εναλλακτικές πηγές φυσικού αερίου είναι πιθανές για τους μεγάλους Ευρωπαίους καταναλωτές, και μια πιο ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά θα μπορεί να δείξει ένα ενωμένο μέτωπο κατά των παραδοσιακών παραγωγών, η πίεση είναι να υπάρξει αλλαγή στις δομές τιμολόγησης προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές και να διατηρήσουν το μερίδιο αγοράς μέσω των μακροπρόθεσμων συμβολαίων.

Οι baseline εκπτώσεις στις τιμές του φυσικού αερίου δεν αρκούν πλέον για να ικανοποιήσουν τους Ευρωπαίους καταναλωτές, οι οποίοι μπορούν να δουν όλα τα κέρδη τους από τις εκπτώσεις να «εξανεμίζονται» αν κάποια κρίση προκαλέσει εκτίναξη στις τιμές του πετρελαίου - και κατ’ επέκταση στις τιμές του φυσικού αερίου τους.

Σε ό,τι αφορά τις βασικές (baseline) εκπτώσεις (σ.σ. τιμή αναφοράς που συμφωνείται με την υπογραφή της σύμβασης), οι μεγαλύτερες αγορές θα είναι οι πρώτοι πελάτες που θα επωφεληθούν από αλλαγή στη δομή της τιμολόγησης. Έτσι, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η Νορβηγία και η Ρωσία προσέφεραν στη Γερμανία αλλαγές στη δομή της τιμολόγησης με βάση τον πετρελαϊκό δείκτη. Και η Ιταλία αρχίζει να διαπραγματεύεται με τη Ρωσία για να βάλει τέλος στο σύστημα take-or-pay, έναν άλλον βασικό πυλώνα της δομής της τιμολόγησης του φυσικού αερίου.

Έτσι, στην Ευρώπη μπορούμε να αναμένουμε περισσότερες διαπραγματεύσεις και συμφωνίες παρόμοιες με αυτήν των Wintershall-Statoil, ακόμα και σε μικρότερες αγορές, οι οποίες θα «αμφισβητούν» την προτίμηση στους πετρελαϊκούς δείκτες σε ό,τι αφορά την τιμολόγηση του φυσικού αερίου. Για τους μεγάλους παραγωγούς φυσικού αερίου που προμηθεύουν την ευρωπαϊκή αγορά, αυτό θα σημαίνει έναν σημαντικό περιορισμό στη δυνατότητα που έχουν να κερδοφορούν από την αστάθεια των τιμών πετρελαίου και βραχυμεσοπρόθεσμα θα μεταφραστεί σε πιο σταθερή, αν και με μικρότερες αποδόσεις, αγορά.

Αυτό δεν είναι και τόσο κακό αποτέλεσμα για τους μεγάλους προμηθευτές όπως η Νορβηγία και η Ρωσία. Η Νορβηγία πρέπει να αντιμετωπίσει τη μείωση των αποθεμάτων της, ενώ η Ρωσία βάζει σε προτεραιότητα τη σταθεροποίηση της ροής εσόδων της από τους υδρογονάνθρακες, καθώς ο κίνδυνος εγχώριας και οικονομικής αστάθειας λόγω των υψηλών τιμών πετρελαίου αυξάνεται.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v