Ενώ η Κίνα πιθανότατα θα συνεχίσει για ιδεολογικούς και στρατιωτικούς λόγους να παρέχει σιωπηρή στήριξη στη Ρωσία για τον πόλεμο στην Ουκρανία, το Πεκίνο θα επιδιώξει επίσης να βελτιώσει τις σχέσεις του με τη Δύση και να συμμορφωθεί με τις κυρώσεις ενάντια στη Μόσχα για να προστατεύσει την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας.
Από τις 24 Φεβρουαρίου που ξεκίνησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Κίνα έχει δικαιολογήσει τις αμυντικές ανησυχίες της Ρωσίας για την εξάπλωση του ΝΑΤΟ και κινεζικές εφημερίδες έχουν αναπαράγει τους ρωσικούς ισχυρισμούς για τις ευθύνες της Δύσης στις εντάσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, όπως οι αστήριχτες κατηγορίες για αμερικανική στήριξη για τη χρήση βιολογικών όπλων. Τις πρώτες εβδομάδες μετά την έναρξη της σύγκρουσης, η Κίνα αρνήθηκε να αποκαλέσει την εισβολή «πόλεμο» και επανέλαβε τον ρωσικό ισχυρισμό ότι η εισβολή στην Ουκρανία δεν είναι πόλεμος αλλά ειδική στρατιωτική επιχείρηση.
Το Πεκίνο έχει επίσης απορρίψει ως «fake news» τους ισχυρισμούς της Δύσης ότι η Κίνα μπορεί να βοηθήσει στρατιωτικά τη Ρωσία ή να βοηθήσει τη Ρωσία να παρακάμψει τις οικονομικές και τεχνολογικές κυρώσεις, και Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν επαναλάβει τη σημασία των ρωσικών συνεργασιών ξεκαθαρίζοντας παράλληλα ότι καμία από τις δύο χώρες δεν στηρίζει απαραίτητα κάθε κίνηση της άλλης.
Η πολιτική στήριξη της Κίνας στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία βασίζεται στην αντιδυτική ιδεολογία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, καθώς και στην πραγματιστική ανάγκη στήριξης των λίγων διπλωματικών εταίρων της Κίνας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Μόσχα.
Η στήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας στις «εναλλακτικές δημοκρατίες» -κοινώς απολυταρχικά καθεστώτα τα οποία ισχυρίζονται ότι είναι οι φύλακες των πολιτών τους και οι υπερασπιστές της εθνικής ισχύος- και η εναντίωσή της στη λεγόμενη «δυτική φιλελεύθερη δημοκρατική ηγεμονία» έχουν τις ρίζες τους στην ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και τις ιδέες του Μάο Τσε Τουνγκ για μια παγκόσμια κομμουνιστική επανάσταση. Οι ιδέες αυτές απέκτησαν νέα πνοή υπό τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος θεωρεί ότι ο δυτικός κόσμος στον οποίο έχουν ηγετικό ρόλο οι ΗΠΑ είναι καταδικασμένος σε πολιτισμική παρακμή και η Κίνα θα γνωρίσει μια «εθνική αναγέννηση», καθώς εξελίσσεται στην υπερδύναμη του πλανήτη.
Έτσι, όποτε εμφανίζεται μια ευκαιρία για να αμφισβητηθούν οι δυτικοί ισχυρισμοί για μια ειρηνική φιλελεύθερη διακυβέρνηση και επωφελών περιφερειακών αμυντικών συνεργασιών, το Πεκίνο την εκμεταλλεύεται, ειδικά όταν ενισχύουν την ισχύ ενός στρατηγικού αμυντικού συμμάχου όπως η Ρωσία.
Το Πεκίνο θα συνεχίσει να στηρίζει πολιτικά τη Μόσχα ακόμα και αν αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τη θέση του Πεκίνου σε άλλες εδαφικές διαμάχες, δεδομένης της ανάγκης να διασφαλίσει ότι θα υπάρχει συνέχεια στην εφαρμοζόμενη πολιτική, καθώς ο Γενικός Γραμματέας Σι διεκδικεί την τρίτη του θητεία.
Από την ίδρυσή του, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας ισχυρίζεται ότι τάσσεται υπέρ της μη παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών, ότι στηρίζει την εθνική κυριαρχία και απορρίπτει τα αποσχιστικά κινήματα, δεδομένης της κατοχής διάφορων περιοχών της Κίνας από δυτικές δυνάμεις τον 19ο και τον 20ό αιώνα και τη μακραίωνη διαμάχη της με την Ταϊβάν.
Ενώ η σιωπηρή στήριξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία από το Πεκίνο έρχεται σε σύγκρουση με αυτή την αρχή της εξωτερικής της πολιτικής, το Πεκίνο είναι πρόθυμο να το αγνοήσει αυτό για να διατηρήσει τη συνεργασία με τη Μόσχα σε μια περίοδο αυξημένου στρατηγικού ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ. Επιπροσθέτως, υπάρχει και ένα έντονα προσωπικό στοιχείο στις σχέσεις Κίνας-Ρωσίας: ο Σι έχει συναντηθεί με τον Βλαντίμιρ Πούτιν 38 φορές από τότε που ανέβηκε στην εξουσία το 2012, περισσότερες από οποιονδήποτε άλλο ηγέτη. Συνεπώς, μια απάρνηση της σχέσης με τη Ρωσία θα συνιστούσε απάρνηση της πολιτικής κρίσης του Σι σε μια χρονιά στην οποία σχεδιάζει να ξεκινήσει μια τρίτη θητεία ως Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας στο 20 Συνέδριο του Κόμματος στα τέλη του 2022. Ο Σι δύσκολα θα αποκηρύξει αυτή τη στήριξη προς τη Ρωσία μετά την έναρξη της τρίτης θητείας του, επειδή ο ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ, και ως εκ τούτου η ανάγκη της Κίνας για στρατηγικούς εταίρους, θα συνεχιστεί.
Παρά τον συνεχιζόμενο ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, το Πεκίνο θα προσπαθήσει να αποκαταστήσει τις διπλωματικές σχέσεις με τις δυτικές κυβερνήσεις, καθώς η βραχυπρόθεσμη ανάγκη για εμπορικούς εταίρους αντισταθμίζει τον μακροπρόθεσμο στόχο για μεγαλύτερη αυτάρκεια στις εφοδιαστικές αλυσίδες και την εγχώρια κατανάλωση.
Καθώς συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, η σιωπηρή στήριξη του Πεκίνου στη Μόσχα θα διαβρώσει περαιτέρω την εικόνα της Κίνας στο εξωτερικό ως μιας αξιόπιστης παγκόσμιας δύναμης. Αυτό μπορεί να παρακινήσει Κινέζους διπλωμάτες να επιχειρήσουν να αποκαταστήσουν εμπορικές σχέσεις, ειδικά με την Ευρώπη όσον αφορά την Περιεκτική Συμφωνία για τις Επενδύσεις και με την Αυστραλία όσον αφορά τον μονομερή εμπορικό πόλεμο ενάντια στα αυστραλιανά προϊόντα που ακολούθησε τη στήριξη της Καμπέρα στις έρευνες για την προέλευση του κορωνοϊού.
Το Πεκίνο θα επιχειρήσει επίσης να τονώσει τις σχέσεις στην Υποσαχάρια Αφρική και στη Λατινική Αμερική για να καλλιεργήσει μελλοντικές εμπορικές συνεργασίες και να προβάλει την εναλλακτική δημοκρατία ως ανώτερο μοντέλο διακυβέρνησης από τη φιλελεύθερη δημοκρατία της Δύσης.
Η Κίνα θα συνεχίσει να υπερασπίζεται μια ειρηνική λύση στην Ουκρανία και μπορεί να επιλέξει ακόμα και να προσπαθήσει να συμβάλει στην επίτευξή της ή σε διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός ή για την υπογραφή μιας ειρηνευτικής συμφωνίας, με στόχο να αποκαταστήσει την εικόνα της ως υπεύθυνης διεθνούς δύναμης. Αλλά αν η διαπραγματευτική θέση της Ρωσίας παραμείνει ισχυρή, η Κίνα δύσκολα θα επιδιώξει να αναλάβει ηγετικό ρόλο σε διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό της σύγκρουσης, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι το Πεκίνο δικαιολογεί ρητά μια ξένη εισβολή, βοηθώντας τη Ρωσία να καταλάβει περιοχές ή να στηρίξει αποσχιστικά κινήματα.
Επιπλέον, οι διαπραγματεύσεις θα περιλάμβαναν συζητήσεις για το μέλλον της Κριμαίας, μιας πρώην αυτόνομης περιοχής που προσάρτησε η Ρωσία, και η Κίνα δεν θα ήταν διατεθειμένη να στηρίξει μια ειρηνευτική συμφωνία με τους όρους της Ρωσίας καθώς θα δικαιολογούσε ανάλογες κινήσεις εναντίον κινεζικών περιοχών, όπως η Ξινγιάνγκ.
H ανάγκη της Κίνας να στηρίξει την ανάπτυξη της οικονομίας της σημαίνει ότι το Πεκίνο πιθανότατα θα συμμορφωθεί με τις κυρώσεις της Δύσης στον χρηματοοικονομικό και τεχνολογικό τομέα της Ρωσίας. Το κρατικά κινεζικά μέσα ενημέρωσης θα συνεχίσουν να αναπαράγουν το αφήγημα ότι οι δυτικές κυρώσεις είναι μονομερείς (δεν βασίζονται σε διεθνή συναίνεση), αναποτελεσματικές και σύμβολο της αμερικανικής οικονομικής ηγεμονίας. Αλλά οι μεγάλες κινεζικές τράπεζες και εταιρείες, τόσο δημόσιες όσο και ιδιωτικές, θα συμμορφωθούν σε γενικές γραμμές με τις δυτικές κυρώσεις, για να αποφύγουν να υποστούν δευτερογενείς κυρώσεις σε μια χρονιά που το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας προβλέπει ήδη ότι η παγκόσμια ζήτηση για κινεζικές εξαγωγές θα υποχωρήσει, καθώς οι μεγάλες οικονομίες ξανανοίγουν και η διεθνής καταναλωτική ζήτηση μετατοπίζεται από τα αγαθά στις υπηρεσίες. Επιπλέον, οι κινεζικές αρχές προσπαθούν να διασφαλίσουν προμήθειες για καύσιμα, τρόφιμα και αγροτικές και βιομηχανικές εισροές καθώς υπάρχει παγκόσμια έλλειψη σε εμπορεύματα.
Η κινεζική ηγεσία προσπαθεί επίσης να αποφύγει μια κατάρρευση στον τομέα του real estate, μια κρίση στο χρέος των τοπικών κυβερνήσεων, μια επιδείνωση της ανεργίας και αύξηση των «λουκέτων» σε μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ παραμένει δεσμευμένη σε μια πολιτική μηδενικών κρουσμάτων κορωνοϊού. Αυτοί οι οικονομικοί περιορισμοί καταδεικνύουν ότι το Πεκίνο δεν έχει πολλά περιθώρια για να επιτύχει τον φιλόδοξο στόχο για ανάπτυξη 5,5% το 2022 και συνεπώς θα προσπαθήσει να αποφύγει με κάθε κόστος να προκαλέσει αντίποινα από τη Δύση με τη μορφή νέων κυρώσεων.
Για τους ίδιους λόγους, η Κίνα θα αποφύγει πιθανότατα να παράσχει σημαντική χρηματοοικονομική ή στρατιωτική βοήθεια στη Ρωσία, βοήθεια την οποία σύμφωνα με αμερικανικές πληροφορίες έχει ζητήσει ευθέως η Μόσχα. Αν και οι κινεζικές αρχές έχουν απειλήσει να χρησιμοποιήσουν τον νόμο για την καταπολέμηση των κυρώσεων από ξένους ως απάντηση στις δυτικές κυρώσεις, κάτι τέτοιο θα υπονόμευε το κινεζικό επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον, περιπλέκοντας τα σχέδια του Πεκίνου για την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας.