Οι τιμές του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου υποχώρησαν τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες, πλησιάζοντας τα χαμηλότερα επίπεδα για φέτος τον χειμώνα, ωστόσο, η κρίση για το φυσικό αέριο δεν έχει επιλυθεί, εξηγεί η Goldman Sachs.
Από την άλλη, η γερμανική Commerzbank εξηγεί ότι τα αποθέματα φυσικού αερίου στην ΕΕ βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα για την εποχή αυτή και επομένως η Ευρώπη εξαρτάται από συνεχείς εισαγωγές φυσικού αερίου. Αυτό δίνει στη Ρωσία τη δυνατότητα να πιέσει για πολιτικές παραχωρήσεις, εξηγεί και συμπεραίνει ότι η αντικατάσταση των ρωσικών προμηθειών φαίνεται δύσκολη.
«Η Ρωσία έχει ήδη πετύχει με τις πιέσεις που άσκησε στην Ουκρανία και τις αναγκαστικές συνομιλίες με τις ΗΠΑ», εξηγεί η Commerzbank. Οι Ευρωπαίοι έχουν παραμείνει μέχρι στιγμής στο περιθώριο, αλλά έχουν επίσης ανακοινώσει κυρώσεις, εάν η Ρωσία συνεχίσει να κλιμακώνει τη σύγκρουση με την Ουκρανία. Ωστόσο, το ερώτημα είναι πόσο δραστικές μπορούν να είναι αυτές οι κυρώσεις, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο ο εφοδιασμός της ΕΕ με ρωσικό φυσικό αέριο.
Οι ευρωπαϊκές αγορές φυσικού αερίου έφτασαν στα υψηλά επίπεδα-ρεκόρ των 180 ευρώ/MWh τον περασμένο μήνα, επειδή η νέα μείωση στις ρωσικές εξαγωγές απαιτούσε την «καταστροφή» της ευρωπαϊκής βιομηχανικής ζήτησης για να εξισορροπηθεί η αγορά φυσικού αερίου μέχρι τον υπόλοιπο χειμώνα. Παράλληλα, ενώ η ζήτηση πράγματι υποχώρησε σε σημαντικό βαθμό μέσα στις γιορτές, έχει ανακάμψει επίσης σε σημαντικό βαθμό, προσθέτει και η Goldman Sachs.
To βασικό σενάριο της Goldman Sachs προβλέπει ότι το αποθηκευμένο φυσικό αέριο στην Ευρώπη μπορεί να επαρκεί για τον φετινό χειμώνα, υπογραμμίζοντας, όμως, ότι το έλλειμμα εφοδιασμού στην περιοχή δεν έχει επιλυθεί από τις εισαγωγές του υγροποιημένου αερίου (LNG).
H Commerzbank επί του θέματος εξηγεί ότι οι τερματικοί σταθμοί LNG στην Ευρώπη έχουν συνδυασμένη δυναμικότητα 215 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως, οπότε θεωρητικά θα μπορούσαν να καλύψουν τη μισή ζήτηση φυσικού αερίου της Ευρώπης. Ωστόσο, οι τερματικοί αυτοί σταθμοί δεν χρησιμοποιούνται ούτε στο μισό της δυναμικότητάς τους κατά μέσο όρο ετησίως. Οι αυξημένες εισαγωγές LNG δεν θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τυχόν ελλείψεις στις ρωσικές προμήθειες. Η Ρωσία αντιπροσωπεύει σήμερα περίπου το ένα πέμπτο των εισαγωγών LNG της ΕΕ (2020: 17 δισ. κυβικά μέτρα), επιπλέον του μεγαλύτερου μέρους των εισαγωγών από αγωγούς. Αυτές θα έπρεπε να αντισταθμιστούν σε περίπτωση πλήρους εμπάργκο εφοδιασμού.
Οι ΗΠΑ, οι οποίες έχουν αυξήσει μαζικά τις εξαγωγές τους σε υγροποιημένο φυσικό αέριο τα τελευταία χρόνια, αναφέρονται συχνά πρώτες ως πιθανός προμηθευτής. Οι ΗΠΑ διαθέτουν σήμερα εξαγωγική ικανότητα 120 δισ. κυβικών μέτρων ετησίως. Για το τέλος του 2022, έχει προγραμματιστεί επέκταση της δυναμικότητας σε 145 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως.
Δεδομένου ότι οι τερματικοί σταθμοί εξαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου των ΗΠΑ χρησιμοποιούνται συνήθως πλήρως, μεγαλύτερες πρόσθετες προμήθειες στην ΕΕ θα απαιτούσαν την εκτόπιση άλλων πελατών. Αυτό, με τη σειρά του, θα ήταν εφικτό μόνο μέσω σημαντικών πριμοδοτήσεων τιμών.
Ακόμη και αν παραμεριστούν όλες οι υλικοτεχνικές πτυχές (για παράδειγμα, η Γερμανία, ο σημαντικότερος αγοραστής ρωσικού φυσικού αερίου, δεν διαθέτει δικό της τερματικό σταθμό εισαγωγής ΥΦΑ), ακόμη και η πλήρης δυναμικότητα των ΗΠΑ δεν θα επαρκούσε για την πλήρη αντικατάσταση των ρωσικών προμηθειών.
Αυτό θα απαιτούσε από άλλους κορυφαίους προμηθευτές ΥΦΑ να εκτρέψουν τα δεξαμενόπλοιά τους -σε αυτούς περιλαμβάνονται ο πρώην μεγαλύτερος εξαγωγέας ΥΦΑ, το Κατάρ, που το 2020 εξακολουθεί να είναι ο δεύτερος σημαντικότερος προμηθευτής της ΕΕ με 18 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως, ή η Νιγηρία, που ακολουθεί τη Ρωσία στην τέταρτη θέση και είναι υπεύθυνη για το 14% των εισαγωγών ΥΦΑ στην ΕΕ.
Τα παραπάνω έρχονται επί της ουσίας να ενισχύσουν την εκτίμηση της Goldman Sachs ότι οι τιμές θα πρέπει να αυξηθούν πάνω από τα 120 ευρώ/MWh, προκειμένου να πιέσουν τη ζήτηση φυσικού αερίου σε χαμηλότερα επίπεδα, με την έλλειψη ενός τέτοιου «ράλι» να δημιουργεί ένα σαφή ανοδικό κίνδυνο στις τιμές του φυσικού αερίου στο τέλος του χειμώνα.
Επιπλέον, εάν υπάρξει περαιτέρω κλιμάκωση στην ένταση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, η αρχική αβεβαιότητα σχετικά με τον αντίκτυπο στις ροές φυσικού αερίου πιθανότατα θα οδηγήσει την αγορά να προσθέσει για άλλη μια φορά ένα σημαντικό risk premium (ασφάλιστρο κινδύνου) στις ευρωπαϊκές τιμές φυσικού αερίου.
Η στενότητα στις ευρωπαϊκές αγορές φυσικού αερίου θα παραμείνει για άλλα τρία χρόνια, εξαιτίας κυρίως δομικών παραγόντων. Συγκεκριμένα, η Goldman Sachs αναμένει διαδοχικές μειώσεις της ολλανδικής παραγωγής φυσικού αερίου έως τουλάχιστον το 2023 (λόγω της διακοπής λειτουργίας του κοιτάσματος Γκρόνινγκεν), καθώς και διαδοχική μείωση των ευρωπαϊκών εισαγωγών LNG τουλάχιστον έως το 2024, λόγω της ταχύτερης αύξησης της ζήτησης στην Ασία σε σύγκριση με τις παγκόσμιες προμήθειες LNG.
Η ζήτηση φυσικού αερίου στην ΕΕ
Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει επί της ουσίας και η γερμανική Commerzbank. «Το επίπεδο αποθήκευσης φυσικού αερίου στην ΕΕ είναι σήμερα χαμηλό και κάτω από τα επίπεδα που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, η ψυχρότερη περίοδος του χειμώνα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, οπότε τα αποθέματα θα συνεχίσουν να μειώνονται σημαντικά», εξηγεί η τράπεζα.
Δεδομένου ότι οι τερματικοί σταθμοί εξαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου των ΗΠΑ χρησιμοποιούνται συνήθως πλήρως, μεγαλύτερες πρόσθετες προμήθειες στην ΕΕ θα απαιτούσαν την εκτόπιση άλλων πελατών. Αυτό, με τη σειρά του, θα ήταν εφικτό μόνο μέσω σημαντικών πριμοδοτήσεων τιμών, εκτιμά η Commerzbank.
Επομένως, η μόνιμη αντικατάσταση των ρωσικών προμηθειών από εισαγωγές ΥΦΑ δεν είναι ρεαλιστική στο ορατό μέλλον. Ωστόσο, επίσης δύσκολα αναμένεται ότι οι ρωσικές προμήθειες θα παρουσιάσουν αδυναμία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, η Ρωσία εξαρτάται από τα έσοδα αυτά και δύσκολα θα μπορέσει να αντισταθμίσει πλήρως και γρήγορα τις ελλείψεις αυξάνοντας τις εξαγωγές προς την Κίνα. Επιπλέον, οι Κινέζοι θα εκμεταλλευτούν τη δύσκολη θέση των Ρώσων και θα επιβάλουν σημαντικές μειώσεις τιμών.
H Commerzbank καταλήγει ότι το LNG είναι πιο ευέλικτο από το φυσικό αέριο που διοχετεύεται μέσω αγωγών, λόγω του γεγονότος ότι δεν βασίζεται σε υφιστάμενες υποδομές αγωγών και χαρακτηρίζεται λιγότερο από μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις εφοδιασμού. Από την άλλη, ορισμένοι προμηθευτές υγροποιημένου φυσικού αερίου, όπως η Αυστραλία, έχουν σταθερές δεσμεύσεις προμήθειας, ενώ οι ΗΠΑ π.χ. βασίζονται σε ευέλικτες συμβάσεις. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι αυτή η ευελιξία έχει τα όριά της στις υπάρχουσες δυνατότητες, καταλήγει η γερμανική τράπεζα.