To τελευταίο διάστημα γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι η πολιτική της Κομισιόν, υπό την ηγεσία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει προκαλέσει σημαντική ζημία στην ευρωπαϊκή οικονομία, μέσω της ακριβής ενέργειας. Ένα από τα πιο ευάλωτα θύματα αυτής της κατάστασης είναι η Ελλάδα, ωστόσο η κυβέρνηση αδυνατεί να αντιδράσει αποτελεσματικά.
Παραμένει εγκλωβισμένη στον ρόλο του «καλού παιδιού» της Ευρώπης, ενώ το άγχος της για το πολιτικό κόστος που προκαλεί η εκάστοτε άνοδος στην τιμή του ρεύματος δείχνει να την παρασύρει σε σπασμωδικές κινήσεις.
Σήμερα, ο αρμόδιος υπουργός Θόδωρος Σκυλακάκης θα συναντηθεί με κλιμάκιο της Κομισιόν, προσπαθώντας να βρει λύση στα προβλήματα που δημιουργήθηκαν το καλοκαίρι και ενδέχεται να επαναληφθούν τον χειμώνα, εξαιτίας κυρίως δύο παραγόντων:
- Των ζημιών που έχουν υποστεί οι εγκαταστάσεις παραγωγής ρεύματος στην Ουκρανία (σε ποσοστό που εκτιμάται σε περισσότερο από 60%), που από εξαγωγέα ρεύματος, την έχουν καταστήσει εισαγωγέα, με σχεδόν διαρκή ανάγκη για μεγάλες ποσότητες ηλεκτρισμού.
- Των δομικών δυσλειτουργιών της υποτίθεται πανευρωπαϊκής αγοράς, στον τομέα των διασυνδέσεων αλλά και στους αλγόριθμους καθορισμού τιμών, που οδηγούν στη διαμόρφωση εξαιρετικά υψηλών τιμών σε μέρος της Κεντρικής και σχεδόν όλη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όταν οι υπερβάλλουσες ανάγκες της Ουκρανίας συμπίπτουν με μειωμένες δυνατότητες των Ανανεώσιμων Πηγών.
Οι προσδοκίες για τη σημερινή συνάντηση δεν είναι μεγάλες. Εδώ και μήνες έχουν γίνει διαβήματα, σε συνεργασία και με γειτονικές χώρες που έχουν πρόβλημα, αλλά από την Κομισιόν δεν υπήρξε καμία απάντηση.
Οι εκπρόσωποί της θα ακούσουν και θα μεταφέρουν. Η απάντηση, αν υπάρξει, θα αργήσει. Άλλωστε η Κομισιόν έχει θέσει ως προϋπόθεση για έκτακτες παρεμβάσεις να υπάρχει τρίμηνη συνεχής διάρκεια των δυσμενών συνθηκών, κάτι που δύσκολα θα συμβεί.
Η πίεση ωθεί την κυβέρνηση σε βιαστικές κινήσεις, όπως η προαναγγελία «ad hoc» μέτρων και πιθανού πλαφόν στις χονδρεμπορικές τιμές, που όμως έχουν σημαντικές παρενέργειες. Την ώρα που η χώρα προσπαθεί να αναζωογονήσει τη χρηματιστηριακή αγορά και να προσελκύσει νέες επενδύσεις, με τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη να βγαίνει πολλές φορές μπροστά, από την άλλη πυροβολεί το πόδι της.
Οι έκτακτες και συχνά αναδρομικές επιβαρύνσεις, με αιφνιδιαστικό μάλιστα τρόπο, τρομάζουν τους ξένους επενδυτές, αλλοιώνουν τα αποτελέσματα και μειώνουν τις αποτιμήσεις. Συνέβη με τη Motοr Oil και τη Hellenic Energy, ενώ αντίστοιχες ανησυχίες επηρεάζουν δυσμενώς το τελευταίο διάστημα τόσο τη ΔEΗ όσο και τη Metlen. Με άλλα λόγια, μεγάλο μέρος της αφρόκρεμας που έχει να επιδείξει η ελληνική αγορά.
Όλα αυτά, δε, την ώρα που οι μεγάλοι όμιλοι στην παραγωγή και παροχή ρεύματος έχουν δείξει τους τελευταίους μήνες ότι πρόθυμα «βάζουν πλάτη» και συγκρατούν τις τιμές στη λιανική, απορροφώντας τις αυξήσεις οικειοθελώς. Και ταυτόχρονα, στρέφουν ολοένα περισσότερο το πελατολόγιό τους προς τα σταθερά τιμολόγια, ώστε να υπάρχει ασφάλεια για τον καταναλωτή, από τις ενίοτε έντονες διακυμάνσεις.
Στα ανώτερα κλιμάκια της αγοράς ρεύματος αλλά και της κυβέρνησης είναι γνωστό ότι η «σιδηρά κυρία» της Κομισιόν δεν θεωρεί ως προτεραιότητα την τιμή του ρεύματος και τις επιπτώσεις της σε οικονομία και βιομηχανία. Κύριο μέλημά της, ιδίως αυτή την περίοδο, είναι η πλήρης στήριξη της Ουκρανίας, όπως φαίνεται άλλωστε και από τις δηλώσεις που κάνει σχεδόν μέρα παρά μέρα.
Ως τώρα φαίνεται πως η κυβέρνηση δίσταζε να αντιπαρατεθεί, καθώς υπήρχε ένα γενικευμένο κλίμα στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, ότι «η ελευθερία έχει κόστος», χωρίς ενδιαφέρον για το ποιος και πόσο το πληρώνει! Όμως η πορεία του πολέμου, σε συνδυασμό με την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, αλλάζει τα δεδομένα και τα στόματα άρχισαν να ανοίγουν.
Μόλις χθες, το κραταιό στον διεθνή οικονομικό τομέα Bloomberg έγραφε ότι «Η Ευρώπη παραπλανά τον εαυτό της για το ενεργειακό πρόβλημα», χρησιμοποιώντας τον γνωστό όρο… gaslighting, που αποτυπώνει την προσπάθεια δημιουργίας μιας ψευδούς πραγματικότητας.
Στο άρθρο επισημαίνονται οι τεράστιες διαφορές τιμών μεταξύ Ευρώπης και υπόλοιπου κόσμου και η άρνηση των πολιτικών, με πρώτη τη Φον ντερ Λάιεν, να παραδεχτούν το σοβαρό πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί στις οικονομίες, με επίκεντρο τον βιομηχανικό τομέα. Στιγματίζεται επίσης και η άρνησή τους να αποδεχτούν ότι ο φετινός χειμώνας ενδέχεται να αποδειχθεί πολύ δύσκολος, οδηγώντας σε νέα λουκέτα και μετεγκαταστάσεις.
Η ελληνική βιομηχανία διαμαρτύρεται συνεχώς για το υψηλό ενεργειακό κόστος και τα στοιχεία δείχνουν πως έχει δίκιο. Όμως η λύση κολλάει -και πάλι- στην Κομισιόν. Το σχέδιο που παρουσιάστηκε από ελληνικής πλευράς, με την επωνυμία «Green Pool», σκόνταψε σε ενστάσεις της και τώρα γίνεται μια προσπάθεια ανασχεδιασμού και επανυποβολής του.
Πρόκειται για ένα στοχευμένο σχήμα στήριξης της βιομηχανικής ενέργειας χωρίς να προκαλούνται στρεβλώσεις στην αγορά, το οποίο μάλιστα περιλαμβάνεται και στις προτάσεις Ντράγκι για τον ηλεκτρισμό και τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, στο πλαίσιο ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, το «Green Pool» συγκεντρώνει τη διαχείριση (διμερών) εταιρικών PPAs κάτω από έναν φορέα σωρευτικής εκπροσώπησης και προμηθευτή, ο οποίος θα προκύπτει από ετήσιο μειοδοτικό διαγωνισμό. Αυτός θα αναλαμβάνει τη διαμόρφωση (profiling/matching) της κυμαινόμενης παραγωγής ΑΠΕ, ώστε να εξυπηρετεί το βιομηχανικό προφίλ κατανάλωσης.
Μέσα από τη συγκεντρωτική διαχείριση και τη διαγωνιστική διαδικασία, το κόστος διαμόρφωσης ήδη μειώνεται, ενώ η επιδότηση μέρους του εν λόγω κόστους με έσοδα από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων CO2 μετριάζει τη μακροχρόνια έκθεση στις τιμές της αγοράς (που καθορίζονται κυρίως από τα ορυκτά καύσιμα), ενώ συγχρόνως διατηρεί ισχυρό κίνητρο για μεγιστοποίηση της ευελιξίας, όπου αυτό είναι τεχνικά και οικονομικά εύλογο.
Θα περάσει; Εξαρτάται και από την επιμονή της κυβέρνησης.
Τώρα είναι πλέον το κατάλληλο timing να διεκδικήσει πιο δυναμικά λύσεις, για προβλήματα στα οποία δεν ευθύνεται η χώρα, πληρώνει όμως δυσανάλογα τις συνέπειές τους. Σε άλλη περίπτωση, θα πληρώσει η ίδια τις επιπτώσεις μιας πολιτικής που μοιραία θα σαμποτάρει τον επενδυτικό τομέα, προκαλώντας «ηλεκτροσόκ» στην αγορά και τη βιομηχανική ανάπτυξη, δηλαδή τα θεωρούμενα ως ισχυρά χαρτιά της!