Οι εκλογές στις ΗΠΑ και η «μεγάλη εικόνα» στις σχέσεις με Ρωσία

Στο ερωτήματα της προσέγγισης που θα πρέπει να ακολουθήσει η Ρωσία έναντι των ΗΠΑ, επιχειρεί να απαντήσει ο πρώην ΥΠΕΞ Ιγκόρ Ιβανόφ. Γιατί είναι απαραίτητος ο συνεχής διάλογος μεταξύ των δυο και πού υπάρχει περιθώριο συνεργασίας.

Οι εκλογές στις ΗΠΑ και η «μεγάλη εικόνα» στις σχέσεις με Ρωσία

Τα ρωσικά μέσα ενημέρωση έβριθαν με προβλέψεις για το ποιος θα είναι νικητής των αμερικανικών προεδρικών εκλογών και για το πώς θα επηρεάσει το αποτέλεσμα τις αμερικανορωσικές σχέσεις. Και οι δυο υποψήφιοι ήταν υποστηρικτές, αλλά και επικριτές στη Ρωσία.

Εξωτερικά, γράφει ο πρόεδρος του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων (RIAC) και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Ιγκόρ Ιβανόφ, θα φαίνονταν πως ο νυν πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είναι γενικά πιο δημοφιλής, παρά το γεγονός πως οι σχέσεις μεταξύ της Ουάσινγκτον και της Μόσχας δεν έχουν βελτιωθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ο ρωσικός λαός φαίνεται να είναι κάπως πιο αγχωμένος με τον Τζο Μπάιντεν, θεωρώντας πως θα μπορούσε να υιοθετήσει μια πιο σκληρή στάση (ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα) ή και να επεκτείνει τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας.

Προφανώς αυτά είναι περισσότερο εικασίες καθώς ορίζονται συνήθως από την πολιτική κατεύθυνση του ατόμου που λέει τη γνώμη του. Την ίδια ώρα, σημειώνει ο κ. Ιβανόφ, δεν μπορεί κάποιος παρά να παρατηρήσει πως, όταν μιλάμε για το μέλλον των αμερικανορωσικών σχέσεων, αυτές οι πολιτικές αναλύσεις μιλούν σχεδόν αποκλειστικά για την προσέγγιση των ΗΠΑ προς τη Ρωσία. Δηλαδή, ασχολούνται με το τι θα σημάνει μια προεδρία Τραμπ ή Μπάιντεν σε ό,τι αφορά την συμπεριφορά των ΗΠΑ προς τη Ρωσία.

Ωστόσο, σχεδόν κανένας δεν μιλάει για την προσέγγιση της Ρωσίας προς τις ΗΠΑ.

Ποια πολιτική θα πρέπει να ακολουθήσει η Ρωσία έναντι των ΗΠΑ; Ιδού η απορία, σύμφωνα με τον κ. Ιβανόφ. Η Ρωσία υποστηρίζει πως είναι ανεξάρτητος και ίσος εταίρος των ΗΠΑ. Αν αυτό ισχύει (και πρέπει να ισχύει), τότε σε όρους στρατηγικής μακροπρόθεσμης εξωτερικής πολιτικής, η Ρωσία χρειάζεται να σχηματίσει ξεκάθαρα τις βασικές προτεραιότητες και τους στόχους της πολιτικής της έναντι ων ΗΠΑ.

Επιπλέον, δεδομένης της βαρύτητας των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή, αυτές οι προτεραιότητες δεν θα πρέπει να είναι οπορτουνιστικής φύσεως, αλλά θα πρέπει να είναι σταθερές, αν και αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα τροποποίησης των προτεραιοτήτων αυτών, αναλόγως των μεταβολών της διεθνούς κατάστασης.

Στο ερώτημα πού θα πρέπει να επικεντρωθεί η αμερικανική πολιτική της Ρωσίας τα επόμενα χρόνια, ο κ. Ιβανόφ υποστηρίζει: Πρώτ’ απ’ όλα, θα πρέπει να προχωρήσουμε από το γεγονός πως, παρά τα εσωτερικά της προβλήματα και ασχέτως του ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος, οι ΗΠΑ θα παραμείνουν η ηγέτιδα δύναμη του κόσμου. Ενώ η πολιτική, στρατιωτική και οικονομική ισχύς των ΗΠΑ μπορεί να μην είναι πλέον αρκετή για να υπαγορεύσει τους όρους της στον υπόλοιπο κόσμο μονομερώς, ωστόσο είναι οπωσδήποτε αρκετή για να επηρεάσει σημαντικά την πορεία των διεθνών εξελίξεων.

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως κανένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος δεν μπορεί να λυθεί χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ, πόσο μάλλον ενάντια στα συμφέροντά της. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στα θέματα της ασφάλειας.

Υπάρχουν πολλοί αντικειμενικοί και υποκειμενικοί λόγοι -κάποιοι είναι ριζωμένοι στο παρελθόν, άλλοι υπαγορεύονται από τις σύγχρονες πραγματικότητες- για τους οποίους οι ΗΠΑ και η Ρωσία δεν μπορούν και δεν πρόκειται να γίνουν πλήρεις στρατηγικοί εταίροι στο προβλέψιμο μέλλον, τονίζει ο κ. Ιβανόφ. Δυστυχώς, οι σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών θα παραμείνουν ανταγωνιστικές για πολύ καιρό ακόμα, με τη συνεργασία να περιορίζεται σε λίγους, στενούς τομείς.

Έχοντας αυτό υπ’ όψιν, είναι προς το συμφέρον της Ρωσίας να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια σχέση με τις ΗΠΑ που θα μειώνει τους κινδύνους και τα κόστη που σχετίζονται αναπόφευκτα με μια τέτοια αντιπαλότητα. Οι προσεγγίσεις της Ρωσίας προς τις ΗΠΑ θα πρέπει να της επιτρέψουν να επικεντρώσει την προσοχή της και τους πόρους της στην επίλυση των δικών της αναπτυξιακών προβλημάτων, χωρίς ταυτόχρονα να βλάπτει τα συμφέροντά της σε επίπεδο εθνικής ασφάλειας.

Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, βιώνουμε μια πρωτοφανή αναδιαμόρφωση των διεθνών σχέσεων και έναν τεταμένο αγώνα μεταξύ των ηγετικών «παικτών» του κόσμου για τις σφαίρες επιρροής. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ρωσία χρειάζεται να αποφύγει τις άμεσες συγκρούσεις με τις ΗΠΑ όσο το δυνατόν περισσότερο. Ας μην ξεχνάμε πως αυτή τη στιγμή η Ουάσινγκτον διαθέτει τα μέσα να προκαλέσει σοβαρή πολιτική, οικονομική και άλλη ζημιά στη Ρωσία. Η μόνη πιθανή εξαίρεση εδώ είναι η σφαίρα των στρατιωτικών.

Σε όρους ασφάλειας, είναι προς το συμφέρον της Ρωσίας να επαναλάβει τον στρατηγικό διάλογο σε ένα ευρύ φάσμα σύγχρονων ζητημάτων. Ο διάλογος θα πρέπει να είναι συνεχής ώστε να επεκταθεί σε τομείς αμοιβαίας κατανόησης, να καταλήγει σε συμφωνίες όπου είναι δυνατό και να βοηθήσει στη βελτίωση του γενικότερου κλίματος στις διμερείς σχέσεις. Ο διάλογος είναι χρήσιμος, ακόμα και όταν οι πιθανότητες επίτευξης μιας γρήγορης συμφωνίας είναι ελάχιστες. Χωρίς τον διάλογο, οι πλευρές δεν θα μπορούν να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη που είναι τόσο απαραίτητη προκειμένου να υπάρξει πρόοδος.

Αν τα διμερή κανάλια αποδειχθούν μη παραγωγικά, τότε οι πολυμερείς μηχανισμοί θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν, καθώς συχνά είναι πιο εύκολο να βρεθούν αμοιβαία αποδεκτές λύσεις σε πολυμερές επίπεδο παρά σε διμερές.

Είναι επιτακτικό να μειωθεί το επίπεδο κριτικής των ΗΠΑ στα ρωσικά μέσα ενημέρωσης. Με την τρέχουσα μορφή τους, οι επικρίσεις προκαλούν το αντιαμερικανικό αίσθημα ορισμένων κοινωνικών ομάδων, που μπορεί να συμφέρουν ορισμένους αλλά τελικά περιπλέκουν τις δραστηριότητες εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας, και όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ.

Είναι προς το συμφέρον της Ρωσίας να διατηρήσει μια ενεργή συνεργασία με τις ΗΠΑ όπου είναι εφικτό, είτε αυτό αφορά στην Αρκτική, ή στο διάστημα, στην μη διάδοση πυρηνικών, στις κοινές έρευνες, στην εκπαίδευση, στις πολιτισμικές ανταλλαγές, στην αλληλεπίδραση μεταξύ των θεσμών της κοινωνίας ή αλλού. Αν διατηρήσουν αυτές τις ομολογουμένως μέτριες περιοχές αμοιβαίας αλληλεπίδρασης και εμπιστοσύνης, οι πλευρές μπορούν να ελπίζουν πως θα έρθει η ώρα που η συσσωρευμένη θετική εμπειρία θα ζητηθεί σε άλλους, πιο ευαίσθητους τομείς, καταλήγει ο κ. Ιβανόφ.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v