Σχεδόν 3 εκατομμύρια από τους 4 εκατομμύρια εγγεγραμμένους ψηφοφόρους του Χονγκ Κονγκ εξέφρασαν την αποδοκιμασία τους για τη νυν κυβέρνηση της πόλης, σε μια αποφασιστική τοπική εκλογική διαδικασία στις 24 Νοεμβρίου που μειώνει την πολιτική ισχύ των αρχών του Χονγκ Κονγκ και παράλληλα δίνει στην αντιπολίτευση και το κίνημα διαμαρτυρίας εντολή να αντισταθούν στον έλεγχο του Πεκίνου.
Θεωρητικά, η τεράστια εκλογική νίκη δίνει οριακή μόνο πολιτική ώθηση στην αντιπολίτευση, σε έναν θεσμό που κατά τα άλλα «γέρνει» σε πολύ μεγάλο βαθμό προς τις φιλοκαθεστωτικές δυνάμεις και που τελικά ελέγχεται από το Πεκίνο. Ωστόσο, η αντιπολίτευση διαθέτει πλέον μια πολύ ισχυρότερη στήριξη για να μπορέσει να προωθήσει τη φιλοδημοκρατική της ατζέντα.
Σύμφωνα με το την αρμόδια εκλογική υπηρεσία στο Χονγκ Κονγκ, τα φιλοδημοκρατικά κόμματα της αντιπολίτευσης κέρδισαν το 77% από τις 452 διεκδικούμενες έδρες, δίνοντάς τους τον έλεγχο σε 17 από τις 18 περιφέρεις της πόλης. Πρόκειται για μια μεγάλη ανατροπή καθώς οι φιλοκαθεστωτικές δυνάμεις είχαν σχεδόν την απόλυτη κυριαρχία στα περιφερειακά συμβούλια (οι ομάδες αυτές είχαν το 70% του συνόλου των εδρών και ήλεγχαν όλες τις περιφέρειες από το 2015).
Η συμμετοχή-ρεκόρ του 71%, σε σύγκριση με το 40% που ήταν ο μέσος όρος των προηγούμενων εκλογών για τα περιφερειακά συμβούλια, αντανακλά την υψηλή πολιτική συναίσθηση που έχουν οι κάτοικοι της πόλης, οι οποίοι ενεργοποιήθηκαν από το κίνημα διαμαρτυρίας και δεν πτοήθηκαν από τις οδομαχίες μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας πριν τις εκλογές και την ισχυρή παρουσία των δυνάμεων ασφαλείας κατά τη διάρκεια της μόνης άμεσης και δημοκρατικής εκλογικής διαδικασίας του Χονγκ Κονγκ.
Μια συμβολική σαρωτική νίκη
Τα περιφερειακά συμβούλια παραδοσιακά δεν έχουν και μεγάλη πολιτική εξουσία, πέραν των αποφάσεων που λαμβάνουν σε υποθέσεις των τοπικών κοινοτήτων. Αλλά οι έξι μήνες των συνεχιζόμενων -και αυξανόμενα βίαιων- διαδηλώσεων ουσιαστικά άλλαξαν τις φετινές εκλογές, μετατρέποντάς τες σε μια «μάχη αντιπροσώπων» σε κομματικές γραμμές, με την ήττα του φιλοκαθεστωτικού «στρατοπέδου» να αποδυναμώνει έναν βασικό πυλώνα της διακυβέρνησης που στήριζε τον έλεγχο του Πεκίνου στην πόλη.
Το αποτέλεσμα ενεργοποιεί επίσης την αντιπολίτευση, ενισχύοντας τις προοπτικές της εν όψει των εκλογών του επόμενου έτους για το Νομοθετικό Συμβούλιο, ενώ θα μπορούσε να της δώσει έως και 117 επιπλέον έδρες στην εκλογική επιτροπή των 1.200 μελών που θα επιλέξει τον/την επικεφαλής του Χονγκ Κονγκ το 2022. Όμως, ακόμα και με τη δυναμική που της έδωσε η ψηφοφορία για τα περιφερειακά συμβούλια, δεν είναι πιθανό η αντιπολίτευση να μπορέσει εξασφαλίσει την πλειοψηφία, ούτε στο Νομοθετικό Συμβούλιο, ούτε στην εκλογική επιτροπή.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα στέλνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα για το πόσο δυνατή είναι η έγκριση της κοινωνίας στην επιδίωξη φιλοδημοκρατικών μέτρων. Τελικά, αυτό σημαίνει πως η κεντρική κυβέρνηση θα αναγκαστεί να ασχοληθεί με κάποιον τρόπο με τις απαιτήσεις της αντιπολίτευσης, διαφορετικά θα κινδυνεύσει να προκαλέσει ακόμα ισχυρότερες αντιδράσεις στους δρόμους αλλά και διεθνώς. Ο αριθμός των υποψηφίων της αντιπολίτευσης που θα λάβουν έδρες στα τοπικά συμβούλια, όμως, θα οδηγήσει και σε πολιτικά αδιέξοδα με σε ζητήματα της κοινότητας, κάτι που πιθανότατα θα οδηγήσει σε αδιέξοδο για την επιβολή σε τοπικό επίπεδο για πολλά ακόμα χρόνια.
Παρά τις ισχυρές επιδόσεις των υποψηφίων της αντιπολίτευσης, τα αποτελέσματα της ψήφου δεν «μεταφράζονται» απαραίτητα σε σαρωτική λαϊκή επικύρωση του κινήματος διαμαρτυρίας, ιδιαίτερα των πιο βίαιων στοιχείων του.
Οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης κέρδισαν το 57% της συνολικής λαϊκής ψήφου, ποσοστό βελτιωμένο σε σχέση με το 40% που ήταν ο μέσος όρος των συνολικών ψήφων στις προηγούμενες δυο περιφερειακές εκλογές το 2011 και 2015, αλλά όχι δραματικά βελτιωμένο. Το κρίσιμο σημείο είναι πως το αποτέλεσμα των φετινών εκλογών δεν θα κατευνάσει τους πιο ακραίους διαδηλωτές της πόλης, η αντιπαράθεση των οποίων με τις αρχές συνεχίζεται ασχέτως της πολιτικής διαδικασίας της πόλης. Όμως οι ισχυρές επιδόσεις των παν-δημοκρατικών πολιτικών θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο των πιο μετριοπαθών φωνών του κινήματος διαμαρτυρίας.
Τι θα μπορούσε να συμβεί στη συνέχεια
Τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών θα μπορούσαν ουσιαστικά να ενσταλάξουν στους πολιτικούς θεσμούς της πόλης το πνεύμα των οδομαχιών του Χονγκ Κονγκ. Οι εκλογές μπορεί επίσης να παράσχουν ένα παράθυρο προσωρινής «ανάπαυλας» στο Χονγκ Κονγκ, όμως πιθανότατα αυτό δεν θα κρατήσει περισσότερο από μερικές ημέρες ή εβδομάδες. Αρκετές σημαντικές εξελίξεις στο κοντινό μέλλον θα μπορούσαν να δείξουν αν το εκλογικό αποτέλεσμα θα οδηγήσει σε εξάρσεις διαμαρτυρίας ή αν οι απαιτήσεις της αντιπολίτευσης μπορούν να διοχετευθούν έτσι ώστε να μετατραπούν σε πολιτική δράση, ακόμα και αν το ευρύτερο κίνημα διαμαρτυρίας ήρθε για να μείνει.
Τα κάτωθι είναι τα σημάδια που θα πρέπει να παρακολουθούμε:
Τι θα πράξει στη συνέχεια το κίνημα διαμαρτυρίας: Η βία που σχετίζεται με τις διαδηλώσεις υποχώρησε σημαντικά την ημέρα των εκλογών, αντανακλώντας έναν βαθμό ενότητας στο κίνημα διαμαρτυρίας. Μια δοκιμασία αυτής της ενότητας θα είναι αν τα εκλογικά κέρδη της αντιπολίτευσης θα συμβάλλουν στο να μετριαστούν οι ομάδες διαμαρτυρίας και οι παν-δημοκρατικοί ηγέτες θα αποθαρρύνουν τα πιο ακραία στοιχεία του κινήματος από το να επαναλάβουν τις βίαιες τακτικές τους. Ερώτημα υπάρχει επίσης ως προς το πώς θα χρησιμοποιηθεί το εκλογικό αποτέλεσμα ως πλεονέκτημα για να προωθηθούν οι απαιτήσεις των διαδηλωτών.
Συγκεκριμένα, η προγραμματισμένη για τις 8 Δεκεμβρίου διαμαρτυρία του Μετώπου για τα Πολιτικά Αθρώπινα Δικαιώματα θα πρέπει να παρακολουθείται. Το τι θα συμβεί γύρω από τη διαδήλωση εκείνη θα δείξει αν οι διαδηλωτές όλων των αποχρώσεων μπορούν να διατηρήσουν ένα συλλογικό μέτωπο στις φιλοδημοκρατικές απαιτήσεις. Ένα άλλο βασικό ερώτημα είναι αν η ακραία πτέρυγα του κινήματος θα διατηρήσει την ειρήνη όπως έκανε κατά τη διάρκεια των εκλογών, ή αν θα επιστρέψει γρήγορα στις καταστροφικές της ενέργειες.
Πώς θα αντιδράσουν οι αρχές του Χονγκ Κονγκ: η επικεφαλής της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ, Κάρι Λαμ, δηλώνει πως η ίδια και η κυβέρνησή της θα «σκεφτούν σοβαρά» τα αποτελέσματα της 24ης Νοεμβρίου, αλλά στο τέλος το Πεκίνο είναι αυτό που θα καθορίσει το πώς θα αντιδράει η ίδια και η κυβέρνησή της. όπως συνέβη και το 2003, όταν οι μαζικές διαδηλώσεις οδήγησαν σε παρόμοια ήττα των φιλοκαθεστωτικών δυνάμεων και στην παραίτηση αρκετών σημαντικών αξιωματούχων, το εκλογικό αποτέλεσμα είναι σχεδόν βέβαιο πως θα προκαλέσει τριβές εντός της κυβέρνησης και πιθανότατα θα οδηγήσει σε παραίτηση ορισμένων αξιωματούχων. Υπάρχει επίσης πιθανότητα η κυβέρνηση της Λαμ να κάνει πολιτική υποχώρηση προκειμένου να προσπαθήσει να κατευνάσει τους μετριοπαθείς διαδηλωτές. Οτιδήποτε λιγότερο από τις κινήσεις αυτές, όμως, απλώς θα βαθύνουν την πολιτική κρίση.
Τι θα πράξει το Πεκίνο: Η Κινεζική κεντρική κυβέρνηση δεν έχει δημοσιοποιήσει επίσημες αντιδράσεις στο εκλογικό αποτέλεσμα, πέραν του να εκτοξεύει βολικές κατηγορίες, αποδίδοντας ευθύνες σε «εξωτερικές παρεμβάσεις» για το αποτέλεσμα. Ωστόσο, η απώλεια νομιμότητας που υπέστη η σύμμαχός της στην Ανώτερη Διοίκηση θα αναγκάσει ουσιαστικά το Πεκίνο να επιλέξει μεταξύ του να προσφέρει παραχωρήσεις στους μετριοπαθείς του Χονγκ Κονγκ ή να διακινδυνεύσει να ενεργοποιήσει τους ακραίους. Έτσι, μπορεί να θεωρήσει πως το φρονιμότερο θα είναι να απομονωθεί από το χάος με το να καταστήσει τις αρχές του Χονγκ Κονγκ τον αποδιοπομπαίο τράγο και να αναγκάσει ορισμένους αξιωματούχους του υπουργικού συμβουλίου να παραιτηθούν –πιθανότατα και την ίδια την Λαμ.
Το Πεκίνο μπορεί ακόμα και να προσπαθήσει να επηρεάσει τις αρχές του Χονγκ Κονγκ ώστε να ξεκινήσουν έρευνα επί των ενεργειών της αστυνομίας τις πρώτες ημέρες των διαδηλώσεων -ένα βασικό αίτημα των διαδηλωτών το οποίο είχε απορρίψει αμέσως η κυβέρνηση.
Το Πεκίνο οπωσδήποτε δεν θέλει οι όποιες παραχωρήσεις κάνει να ενθαρρύνουν ακόμα περισσότερο τους διαδηλωτές και το φιλοδημοκρατικό κίνημα. Όμως οι πιο σκληροπυρηνικές επιλογές του – ιδιαίτερα ο αποκλεισμός κάποιων νεοεκλεγμένων φιλοδημοκρατικών υποψηφίων- θα αναζωπύρωνε αμέσως τις διαδηλώσεις και θα καθυστερούσε ακόμα περισσότερο την επίλυση της κρίσης στην πόλη.