Η αναμενόμενη επανεκλογή του Βλάντιμιρ Πούτιν στη σημερινή ψηφοφορία θα οδηγήσει στην έναρξη μιας απρόβλεπτης τέταρτης θητείας για τον Ρώσο πρόεδρο. Με τη νίκη θα μπορεί να παραμείνει στη θέση ως το 2024, γεγονός που θα τον μετατρέψει στον μακροβιότερο ηγέτη της χώρας μετά τον Ιωσήφ Στάλιν.
Στη Δύση, ο Πούτιν χαρακτηρίζεται ως «νάρκισσος», «δεσπότης», «επίδοξος Βασιλιάς» επειδή έχει μείνει στην εξουσία επί 18 χρόνια. Αλλά η ανοικοδόμηση μιας αυτοκρατορίας από τα συντρίμμια της Σοβιετικής Ένωσης πήρε χρόνια και τώρα είναι αντιμέτωπη με μια σειρά πιεστικών προκλήσεων που απειλούν την κληρονομιά του Πούτιν και τη μελλοντική σταθερότητα στη Ρωσία. Η επόμενη θητεία του θα δείχνει ποιοτικά διαφορετική από τις προηγούμενες, καθώς θα ελίσσεται κινώντας τα πιόνια του σκακιού στο μακροπρόθεσμο παιχνίδι της Ρωσίας.
Στην καρδιά του ο Πούτιν είναι πατριώτης. Καταλαβαίνει τις δυνάμεις της Ρωσίας και τις παγίδες, τον ιστορικό κύκλο και το πιθανό μέλλον. Ένας πρώην πράκτορας της KGB, ανέβηκε στην εξουσία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τη χαοτική δεκαετία του 1990 υπό τον πρώην πρόεδρο Μπόρις Γιέλτσιν.
Στηριζόμενος από ένα σκληρό δίκτυο στην Αγία Πετρούπολη και την FSS (διάδοχο της KGB) ο Πούτιν ανέβηκε στην εξουσία το 2000, κληρονομώντας μια πολιτικά διχασμένη χώρα που μαστίζονταν από μια διαλυμένη οικονομία και αχαλίνωτη περιφερειοποίηση, αλλά και ένα βαμμένο στο αίμα πόλεμο στον Καύκασο. Στην πρώτη και τη δεύτερη θητεία του εστίασε στον περιορισμό και την καταπολέμηση της αναρχίας. Διέλυσε τις περιφερειακές διαφωνίες, κατέστρεψε ολιγάρχες, εθνικοποίησε στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία και ξερίζωσε πολιτικές προκλήσεις και τον συσπειρωμένο εθνικισμό. Εγκαθιστώντας ένα απολυταρχικό σύστημα επιδόθηκε στην μικροδιαχείριση και εδραίωσε την κυριαρχία του στη χώρα.
Ως το τέλος της δεύτερης θητείας του, το 2008, η Ρωσία ήταν σχετικά σταθερή οικονομικά και ενωμένη κοινωνικά και πολιτικά και επέστρεφε στην παγκόσμια σκηνή. Ο Πούτιν επωφελήθηκε από τις υψηλές τιμές στην ενέργεια που του επέτρεψαν να γεμίσει τα κρατικά ταμεία και να χρηματοδοτήσει την σταθεροποίηση της χώρας.
Το σύστημα του Πούτιν, όμως, οφείλει την επιτυχία του σε κάτι περισσότερο από τα μετρητά. Πέτυχε επειδή επέδειξε πανούργα πολιτική που προέκυψε από τη βαθιά γνώση των περιορισμών της ρωσικής συνοχής και των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν όλοι οι ισχυροί Ρώσοι ηγέτες.
Παρά την επανεκλογή του, όμως, σκέφτεται πως θα είναι ο κόσμος και η Ρωσία μετά τον ίδιο.
Οι προκλήσεις
Ακόμα και στις πιο επιθετικές στιγμές της η Ρωσία είναι μια εγγενώς αδύναμη χώρα. Γεωγραφικά είναι το μεγαλύτερο κράτος του πλανήτη και μεταφέρει ενέργεια, τρόφιμα και πόρους σε όλη την αχανή επικράτεια της. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας της έχει διατηρήσει την εξάρτησή της από τις εξαγωγές βασικών προϊόντων.
Είναι χώρα που απαρτίζεται από 160 εθνικές ομάδες και αυτόχθονες πληθυσμούς. Ισχυρές αντίπαλες δυνάμεις βρίσκονται στα μακρά της σύνορα. Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι Ρώσοι ηγέτες, όπως ο Πούτιν, είναι αναγκασμένοι να κυβερνούν με σιδερένια γροθιά. Προχωρώντας προς την τέταρτη θητεία του, δυο μεγάλες μετατοπίσεις -μια οικονομική και μια δημογραφική- απειλούν την ικανότητά του να διατηρήσει τη σταθερότητα αλλά και την εξουσία του.
Το κοινωνικό συμβόλαιο του Πούτιν
Όταν ήρθε στην εξουσία ο Πούτιν διαπραγματεύτηκε ένα άτυπο κοινωνικό συμβόλαιο με το ρωσικό λαό για να διατηρήσει την χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Το συμβόλαιο περιλαμβάνει φερέγγυες πληρωμές, ασφάλεια συντάξεων, ένα αξιόπιστο τραπεζικό σύστημα, κρατική στήριξη σε στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία και ευκαιρίες για τη νέα γενιά. Η οικονομική θέση της Ρωσίας διαμορφώνει την πίστη (ή τουλάχιστον τη συμμόρφωση) των ελίτ, του γενικού πληθυσμού, των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας.
Υπό τον Πούτιν, η Ρωσία ανέκαμψε σχετικά καλά από τα οικονομικά προβλήματα. Ωστόσο η χώρα αυτή τη στιγμή εισέρχεται σε μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας μετά την ύφεση η οποία αντηχεί σε όλη τη χώρα.
Το επίπεδο φτώχειας αυξάνεται με τον ταχύτερο ρυθμό εδώ και δυο δεκαετίες ενώ ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από τα επίπεδα επιβίωσης. Ο μέσος Ρώσος ξοδεύει το 50% του μισθού του σε φαγητό και πάνω από το 25% αναφέρει συχνές διακοπές ή μειώσεις στην αμοιβή του.
Το Κρεμλίνο σχεδόν άδειασε το Αποθεματικό Ταμείο στις αρχές της χρονιάς και τώρα αξιοποιεί πόρους από το Εθνικό Ταμείο Ευημερίας που είχε στόχο να εξασφαλίσει τις συντάξεις. Το ρωσικό τραπεζικό σύστημα μειώνεται ταχύτατα με την Κεντρική Τράπεζα να έχει κλείσει το ένα τρίτο (ή 300) από τις πιεσμένες τράπεζες της χώρας τα τελευταία τρία χρόνια.
Η οικονομία είναι μακράν η μεγαλύτερη ανησυχία των Ρώσων. Από τις πάνω από 1.100 διαμαρτυρίες το 2017, τα δυο τρίτα σχετίζονταν με την οικονομία. Πανό που κρατούσαν διαδηλωτές κατά τις μεγάλες διαδηλώσεις του Ιουνίου του 2017 καλούσαν το Κρεμλίνο να πληρώσει για «ψωμί και όχι βόμβες», ένα μήνυμα για τις υψηλού προφίλ επεμβάσεις σε Συρία και Ουκρανία.
Η διαφθορά επίσης προκαλεί δυσαρέσκεια στη Ρωσία, η οποία κατατάσσεται στις τελευταίες 45 χώρες στον δείκτη διαφάνειας. Ο ρωσικός λαός αγνόησε σε μεγάλο βαθμό την αχαλίνωτη διαφθορά του Πούτιν και των συντρόφων του ενώ η χώρα άνθιζε αλλά οι εκκλήσεις για μια καμπάνια κατά της διαφθοράς του Κρεμλίνου έχουν αυξηθεί, τάση που ενισχύθηκε βοηθούμενη από την δημοτικότητα του αντιπολιτευόμενου Αλεξέι Ναβάλνι και των εκδηλώσεών του κατά της διαφθοράς.
Μια παρόμοια δυσαρέσκεια αναπτύσσεται μεταξύ των ρωσικών ελίτ, τόσο εντός του Κρεμλίνου όσο και εντός των ολιγαρχών. Οι ελίτ στήριζαν τον Πούτιν όσο τα «φέουδά» τους ήταν προστατευμένα και αναπτύσσονταν.
Τώρα όμως οι δουλειές και οι οικονομικές ευκαιρίες συρρικνώνονται από μια στάσιμη οικονομία και εξαιτίας της αυξημένης πίεσης από τις δυτικές κυρώσεις που απορρέουν από τη στρατηγική της Μόσχας. Πολλές ελίτ έχουν χάσει ή φοβούνται ότι θα χάσουν τα συστήματα χρηματοπιστωτικής τους υποστήριξης (προσωπικές τράπεζες στο εσωτερικό και ασφάλεια καταθέσεων στο εξωτερικό) και το Κρεμλίνο αποκτά όλο και περισσότερο την ευθύνη για αυτά τα συστήματα.
Αυτό έχει προκαλέσει αυξημένο ανταγωνισμό μεταξύ των ελίτ και περιορίζει την ικανότητα του Πούτιν να περιορίσει ή να παρέμβει στις μάχες.
Το δημογραφικό πρόβλημα. Η αποδυνάμωση του συμβολαίου του Πούτιν με τον λαό του και της ελίτ ενισχύεται και από μια ακόμα διαφορετική πρόκληση που αντιμετωπίζει: τις δημογραφικές τάσεις. Ο ρωσικός πληθυσμός της χώρας καταγράφει μεγάλη πτώση, με τα Ηνωμένα Έθνη να προβλέπουν μια συνολική πτώση 10% ως το 2030.
Η πτώση αυτή συνοδεύεται από μια απότομη αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού, από 13 εκατομμύρια το 1990 σε πάνω από 20 εκατομμύρια το 2030. Η τάση αυτή διογκώνει τις εντάσεις ανάμεσα στις διάφορες εθνοτικές ομάδες, ειδικά γιατί πολλές μουσουλμανικές περιοχές, όπως η Τσετσενία και το Νταγκεστάν λαμβάνουν χρηματοδότηση από το Κρεμλίνο και γιατί πολλοί μουσουλμάνοι εισρέουν σε πόλεις με που είναι κυρίαρχο το ρωσικό στοιχείο για να αναζητήσουν εργασία. Η δημογραφική αυτή μετατόπιση αυξάνει την επιρροή μουσουλμάνων ηγετών όπως ο Καντίροφ και την δυνατότητα τους να ασκήσουν εξουσία.
Η Ρωσία είναι αντιμέτωπη και με την εναλλαγή των γενεών, καθώς το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας γεννήθηκε πριν από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Η δημογραφική αυτή τάξη έχει γνωρίσει μόνο τον Πούτιν ως ηγέτη της χώρας και δεν έχει καμία ανάμνηση της χαοτικής δεκαετίας του 1990.
Οι Ρώσοι που είναι τώρα στο στάδιο της ενηλικίωσης δεν τάσσονται αποκλειστικά κατά του Πούτιν, αν και σε μεγάλο βαθμό θέλουν να έχουν επιλογές και όχι μια δεδομένη προσδοκία πως θα συνεχιστεί η ηγεσία του.
Μια πρόσφατη μελέτη από την εταιρεία δημοσκοπήσεων Levada βρήκε πως μόλις το 15% των Ρώσων ηλικίας 18 ως 24 ετών πιστεύουν ότι ο Πούτιν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ρωσικού λαού και το 74% πιστεύουν ότι ο Πούτιν είναι υπεύθυνος για τα προβλήματα της Ρωσίας. Η νέα αυτή γενιά είναι χρησιμοποιεί τα κοινωνικά δίκτυα, αποδυναμώνοντας τη μετάδωση των μηνυμάτων του Κρεμλίνου προς το ρωσικό λαό. Τα νεανικά πρόσωπα έχουν κυριαρχήσει στις διαδηλώσεις τα τελευταία χρόνια, σε σχέση με την μεγαλύτερη συμμετοχή διαδηλωτών μέσης ηλικίας το 2011-12. Οι διαδηλώσεις οργανώνονται όλο και περισσότερο μέσω των κοινωνικών δικτύων, κάνοντας πιο δύσκολο για το Κρεμλίνο να παρέμβει ή να διαταράξει.
Εξωτερικές προκλήσεις. Οι όλο και πιο βαθιές προκλήσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας συνδέονται με τις προσπάθειες της να διατηρήσει την θέση της στο παγκόσμιο στερέωμα. Η Ρωσία είναι αντιμέτωπη με μια παρατεταμένη αντιπαράθεση με τη Δύση, η οποία επιδεινώνει την οικονομική κατάσταση που έχουν επιφέρει στο εσωτερικό οι κυρώσεις των ΗΠΑ.
Η Ρωσία επεκτείνει το φιλόδοξο πρόγραμμα επανεξοπλισμού, καθώς η νέα κούρσα εξοπλισμών επιταχύνεται και οι υφιστάμενες συνθήκες ελέγχου των εξοπλισμών υπονομεύονται. Η εθνική άμυνα της χώρας είναι ένα ζήτημα στο οποίο ο Πούτιν έχει επανειλημμένα αρνηθεί να κάνει πίσω και ρίχνει ακόμα περισσότερα κεφάλαια στον αμυντικό τομέα, παρά την σφιχτή δημοσιονομική πολιτική. Το κράτος αναλαμβάνει τον έλεγχο σε πολλές εταιρείες του αμυντικού τομέα, ώστε να μπορεί εύκολα να αυξήσει τον προϋπολογισμό των προγραμμάτων τους.
Με τις σχέσεις με τη Δύση να επιδεινώνονται διαρκώς, η Ρωσία διευρύνει τους δεσμούς με την Κίνα και πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής. Εκτός από την βιομηχανία όπλων, η Ρωσία επενδύει σε ακριβές ενεργειακές συνδέσεις με την Τουρκία, την Κίνα και άλλες χώρες για να αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία και να μην είναι εξαρτημένη από την δυτική ενεργειακή αγορά.
Ο Πούτιν επιχειρεί να ενισχύσει τη θέση της Ρωσίας στο εξωτερικό για να προστατεύσει την χώρα από σοκ στο εσωτερικό. Ωστόσο, η μεγάλη έκθεση στο διεθνές στερέωμα αυξάνει την προσοχή των ξένων παικτών που μπορούν να αναμειχθούν στη Ρωσία. Το Κρεμλίνο έχει προσπαθήσει να καταστείλει απόπειρες από το εξωτερικό για διείσδυση στη Ρωσία μέσω των μέσων ενημέρωσης και των κοινωνικών δικτύων, αλλά το βαρύ χέρι της κυβέρνησης δημιουργεί τον κίνδυνο να προκληθεί περαιτέρω δυσαρέσκειας στο εσωτερικό.
O πολιτικός διάλογος και η έλλειψη αντιπάλου
Όσο περισσότερο μένει ένας ηγέτης στην εξουσία, τόσο πιο πολυμήχανος πρέπει να είναι αυτός ή αυτή για να διατηρήσει τόση δύναμη. Μια στρατηγική που ακολουθεί ο Πούτιν είναι ότι έχει επιτρέψει σε ένα βαθμό την επιστροφή του πολιτικού διαλόγου στη Ρωσία, μετά από μια δεκαετία κατά την οποία ο διάλογος είχε καταπνιγεί από την λογοκρισία των ανεξάρτητων και ξένων μέσων ενημέρωσης, τις δολοφονίες και συλλήψεις δημοσιογράφων και αντιπάλων και την διάδοση κρατικά ελεγχόμενων μηνυμάτων. Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να εμφανίζονται διαφορετικές απόψεις και αμφισβητήσεις, ακόμα και στα κρατικά ελεγχόμενα μέσα.
Το Κρεμλίνο κατανοεί ότι ο ρωσικός λαός, σε όλα τα επίπεδα, χρειάζεται ένα περιθώριο για να εκφράσει τη δυσαρέσκεια του και να προωθήσει την ατζέντα του. Μπορεί να ακούσει κανείς έναν σχετικά προοδευτικό πολιτικό λόγο από τους διαδηλωτές, τα μέσα ενημέρωσης, τις δεξαμενές σκέψης, τους επιχειρηματικούς ηγέτες και τους πολιτικούς, που διατρέχει κάθε τάξη και ομάδα.
Ο διάλογος αυτός ενέχει και ρίσκα και το καθεστώς του Πούτιν πειραματίζεται με το πόσο μπορεί να αφήσει αυτές τις φωνές και απόψεις να ακουστούν χωρίς να αντιδράσει. Το Κρεμλίνο εξετάζει επίσης ένα σχέδιο για να συμπεριλάβει διάφορους ηγέτες της αντιπολίτευσης σε κυβερνητικές διαβουλεύσεις για εσωτερικά και εξωτερικά θέματα για την δημιουργία ενός λιγότερο ανταγωνιστικού και πιο εποικοδομητικού αντιπολιτευτικού σχήματος.
Ο διάλογος με την αντιπολίτευση και με ανεξάρτητες ομάδες έρχεται την στιγμή που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει δύσκολες αποφάσεις για το πώς θα αντιμετωπίσει μια σειρά από ρωσικά δεινά. Το Κρεμλίνο εξετάζει μια σειρά από δύσκολες μεταρρυθμίσεις στον προϋπολογισμό, τον ενεργειακό τομέα, τις υπηρεσίες ασφαλείας και το τραπεζικό σύστημα. Ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσουν τόσο ευρείες μεταρρυθμίσεις δεν είναι ξεκάθαρο, αλλά το Κρεμλίνο φαίνεται να λαμβάνει υπόψη διαφορετικές απόψεις.
Η επιστροφή του πολιτικού διαλόγου δεν σημαίνει πως ο Πούτιν αντιμετωπίζει ακόμα κάποιον πραγματικό αντίπαλο ή μια ισχυρή αντιπολίτευση. Αντίθετα, οι πραγματικοί του αντίπαλοι είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα και το σύστημα που έχει χτίσει γύρω από τον εαυτό του.
Αυτό κάνει τον Πούτιν και μεγάλο μέρος της χώρας να σκέφτονται πως θα είναι το μέλλον της Ρωσίας χωρίς αυτόν, ένα θέμα που προηγουμένως ήταν απαγορευμένο από τα περισσότερα ρωσικά μέσα. Την τελευταία χρονιά, μια σειρά από τριαντάρηδες και σαραντάρηδες που επέλεξε ο ίδιος ο Πούτιν έχουν αναλάβει σημαντικές θέσεις, από περιφερειάρχες μέχρι και υπουργοί, σε μια κίνηση που θεωρείται ένα τεστ του Πούτιν για την μελλοντική ηγεσία. Ορισμένοι από αυτούς που ξεχωρίζουν είναι ο 35χρονος υπουργός Οικονομικής Εξέλιξης Μαξίμ Ορέσκιν, ο 40χρονος επιτελάρχης του Κρεμλίνου, Αντόν Βάινο και ο 40χρονος CEO της Ρωσικής Αγροτικής Τράπεζας,Ντιμίτρι Πάτρουσεφ, ο πατέρας του οποίου είναι επικεφαλής του Συμβουλίου Ρωσικής Ασφάλειας.
Στη σοβιετική περίοδο, οι παρατηρητές του Κρεμλίνου μελετούσαν σε ποια σειρά κάθονταν οι θεατές στα μπαλέτα Μπολσόι για να μετρήσουν την επιρροή και την ισχύ μεταξύ των ελίτ. Σήμερα, οι Κρεμλινολόγοι παρακολουθούν τους αγώνες χόκεϊ του Πούτιν στην Κόκκινη Πλατεία ή βίντεο με μάτσο θεατρινισμούς, όπως ένα βίντεο τον Οκτώβριο που έδειχνε τοπικούς αξιωματούχους να βουτάνε από βράχια. Οι διορισμοί και οι εκδηλώσεις είναι ο τρόπος που έχει ο Πούτιν να μαθαίνει την επόμενη γενιά πως θα έχει δημόσια απήχηση και θα ασκεί τα διοικητικά της καθήκοντα. Είναι απίθανο να διαλέξει ο Πούτιν έναν μόνο διάδοχο, αλλά μπορεί να επιχειρήσει να μετατρέψει το προσωποκεντρικό σύστημα σε κάτι πιο συλλογικό, όπως το πολιτικό γραφείο του κομμουνιστικού κόμματος στη Σοβιετική Ένωση.
Η προσπάθεια να δημιουργεί ένα σύστημα που θα αντικαταστήσει αυτό του Πούτιν σε μια Ρωσία που αντιμετωπίζει τόσες πολλές εγχώριες και διεθνείς προκλήσεις φαίνεται να μετατρέπεται στο μεγαλύτερο τεστ του Πούτιν. Γνωρίζοντας την πρόσφατη ιστορία της Ρωσίας, ο Πούτιν θα προσπαθήσει να επιτύχει εκεί που άλλοι Ρώσοι ηγέτες όπως ο Μπρέζνιεφ και ο Γκορμπατσόφ απέτυχαν.
Το μέγεθος της επιτυχίας του θα φανεί τα επόμενα χρόνια, που θα κρίνουν αν μπορεί να διατηρηθεί η παρατεταμένη σταθερότητα της Ρωσίας και η ικανότητα της να κρατήσει τη θέση της στο διεθνές στερέωμα.