Η Βρετανία βρίσκεται στο χείλος της μεγαλύτερης και πιο απότομης μετάβασής της από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όμως η λαϊκή κατανόηση του τι σημαίνει αυτό είναι «στοιχειώδης». Σχεδόν τέσσερις μήνες αφότου το δημοψήφισμα επιβεβαίωσε πως η πλειοψηφία τάσσεται υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ, δεν υπάρχει ακόμα σαφήνεια ως προς το εναλλακτικό μέλλον που επέλεξε η χώρα, το πώς θα υλοποιηθεί, ή το ποιο θα είναι το χρονοδιάγραμμα. Γιατί; Διερωτάται ο James McCormack της Fitch.
Πρόκειται για θεμελιώδη ερωτήματα που θα παραμείνουν αναπάντητα, αν και είναι τόσο μνημειώδης η αλλαγή κατεύθυνσης.
Εκπληξη το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος
Σύμφωνα με τον κ. McCormack, η σύγχυση όσον αφορά το Brexit οφείλεται πρωτίστως στο ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος «έπιασε» την κυβέρνηση παντελώς απροετοίμαστη, καθώς ο δημόσιος τομέας, πλην της Τράπεζας της Αγγλίας, δεν διέθετε κάποιο ουσιαστικό εναλλακτικό σχέδιο για το αποτέλεσμα αυτό. Επιπλέον, η μετά το δημοψήφισμα πολιτική αναταραχή δημιούργησε μεγάλα προβλήματα, καθώς όλα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα βίωσαν κάποιου είδους κρίση. Ως αποτέλεσμα, ούτε η γραφειοκρατία, ούτε οι πολιτικοί ηγέτες ήταν σε θέση να υλοποιήσουν την εντολή που μόλις τους δόθηκε.
Η κυβέρνηση της πρωθυπουργού Μέι έχει αναλάβει καθήκοντα από τα μέσα Ιουλίου και έχει λάβει μια σειρά μέτρων προκειμένου να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις που θα καθορίσουν το μέλλον των σχέσεων της Βρετανίας με την ΕΕ. Δημιουργήθηκε «Υπουργείο για την Έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση», η κυβέρνηση αναπροσανατολίζεται προκειμένου να επικεντρωθεί στο Brexit και η πρωθυπουργός έχει αφήσει να εννοηθεί πως το Άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας για την αποχώρηση από την ΕΕ θα ενεργοποιηθεί μέχρι τα τέλη Μαρτίου του 2017. Ωστόσο, καμία από αυτές τις εξελίξεις δεν ρίχνει φως στις κρίσιμες λεπτομέρειες της διαπραγμάτευσης, ούτε στους στόχους του αποτελέσματός τους, και υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους θα πρέπει να αναμένεται ότι η απουσία σαφήνειας θα συνεχιστεί.
Να σχολιάσει κανείς ή να μη σχολιάσει;
Πρώτον και σημαντικότερο, η πρωθυπουργός έχει δηλώσει πως δεν θα υπάρξουν σχολιασμοί για τη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης. Αυτό φαίνεται λογικό, αφού συγκεκριμένοι στόχοι που ανακοινώθηκαν δημοσίως θα είναι δυσκολότερο και ακριβότερο να επιτευχθούν. Αυτό όμως σημαίνει επίσης ότι οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές -Βετανοί και ξένοι- θα μείνουν χωρίς ενδείξεις για πιθανούς περιορισμούς στη μετανάστευση, για την προνομιακή πρόσβαση στις αγορές της ΕΕ (περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών) και για οποιεσδήποτε μεταβατικές συμφωνίες για μια ενδιάμεση περίοδο μεταξύ της αποχώρησης από την ενιαία αγορά, αν αυτό συμβεί, και την εφαρμογή μιας νέας εμπορικής συμφωνίας Βρετανίας-ΕΕ.
Η εμπλοκή έγκειται στο ότι η κυβέρνηση έχει συμπεράνει πως τα κόστη των αποκαλυφθέντων προτιμήσεων σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις ξεπερνούν τα κόστη της παρατεταμένης οικονομικής αβεβαιότητας. Αυτό είναι αμφισβητήσιμο, αφού οι παράμετροι της θέσης της Βρετανίας στα μεγαλύτερα ερωτήματα του Brexit είναι ξεκάθαρο πως ορίζονται από την ερμηνεία που δίνει η ηγεσία στη συζήτηση και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, και ως εκ τούτου ήδη βρίσκονται στη δημόσια σφαίρα.
Επιπλέον, η βρετανική κυβέρνηση μπορεί να ελέγξει μόνο τις δικές της επικοινωνίες. Αν η ΕΕ θεωρήσει πως θα έχει πλεονέκτημα αν παρέχει συνεχή σχολιασμό μόλις ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις, τότε η Βρετανία δεν μπορεί να κάνει και πολλά για να το σταματήσει.
Συνεχίζεται η συζήτηση περί «σκληρού» ή «ήπιου» Brexit
Δεύτερον, το κυβερνών Συντηρητικό κόμμα εξακολουθεί να μην έχει ενιαία άποψη για το Brexit. Ακαδημαϊκές έρευνες, όπως η Chapel Hill Expert Survey, δείχνουν πως το κόμμα είναι ένα από τα πιο διχασμένα στην Ευρώπη στα ευρωπαϊκά ζητήματα, και το δημοψήφισμα προφανώς δεν γεφύρωσε αυτό το χάσμα απόψεων. Ακόμα και αν η κυβέρνηση σκόπευε να είναι πιο «ανοικτή» ως προς την προσέγγισή της για το Brexit, αυτό το «χάσμα» θα καταστήσει δύσκολο το να περάσει ένα «ενιαίο μήνυμα».
Η επιλογή της κυβέρνησης να κρατήσει μια πιο «κλειστή» προσέγγιση συμβάλλει στο να συνεχιστεί η εικοτολογία περί εσωτερικών διαφωνιών σε θέματα πολιτικής και προτεραιοτήτων. Οι πιο ουσιαστικές και με σημαντικότερες συνέπειες συζητήσεις περί «σκληρού» ή «ήπιου» Brexit φαίνεται πως πραγματοποιούνται εντός της κυβέρνησης και εντός του υπουργικού συμβουλίου.
Τρίτον, υπάρχει μια πληθώρα όρων και εννοιών στη συζήτηση για το Brexit που είναι απίθανο να γίνουν πλήρως κατανοητές. Το «Νορβηγικό μοντέλο» και το «Ελβετικό μοντέλο» έρχονται στο προσκήνιο ως μετα-Brexit επιλογές για τις σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΕ, όπως και η πιθανότητα αθέτησης των κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για το εμπόριο.
Η πρόκληση που πολλοί σχολιαστές -πόσω μάλλον ο γενικός πληθυσμός- αντιμετωπίζουν, είναι να μπορέσουν να αναγνωρίσουν και να κατανοήσουν πλήρως τις διαφορές μεταξύ της περιοχής ελεύθερου εμπορίου, της τελωνειακής ένωσης και της συμμετοχής στην ενιαία αγορά. Για παράδειγμα, σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, η Ισλανδία είναι στην ενιαία αγορά αλλά όχι στην τελωνειακή ένωση, ενώ η Τουρκία είναι στην τελωνειακή ένωση αλλά όχι στην ενιαία αγορά.
Συμπέρασμα
Αν και δεν είχε εκφραστεί με κατανοητό τρόπο το τι μπορεί να συνεπάγεται το Brexit, η πλειονότητα των Βρετανών ψήφισαν υπέρ του. Τώρα, υπάρχει κάποιος βαθμός συλλογικής αντίληψης, καθώς αρκετοί συγκεκριμένοι προ-δημοψηφίσματος και υπέρ του Brexit ισχυρισμοί πολιτικών αποδεικνύονται ανεφάρμοστοι βραχυπρόθεσμα (όπως για παράδειγμα η επιπλέον χρηματοδότηση για το Εθνικό Σύστημα Υγείας), ενώ γίνονται εμφανείς οι μακροπρόθεσμες περιπλοκές και τα κόστη.
Για την κυβέρνηση, το να μην προβαίνει σε σχολιασμούς για τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ ίσως να αποδειχθεί ότι δεν είναι μια βιώσιμη επικοινωνιακή στρατηγική για διάστημα δύο ετών. Η συνεπής επικοινωνία θα βοηθούσε, όπως και μια πρωτοβουλία για να αποσαφηνιστούν οι διάφορες επιλογές και τα ανταλλάγματα, για να μπορέσει να υπάρξει μια δημόσια συζήτηση και σκέψη.
Αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως αντιπερισπασμός από τη διαπραγμάτευση για το Brexit, αλλά αντιθέτως να αποτελέσει κεντρικό σημείο για την καθοδήγηση των διαπραγματεύσεων.